Xαῖρε, σκηνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου·
χαῖρε, ἁγία ἁγίων μείζων! Χαῖρε, κιβωτὲ χρυσωθεῖσα τῷ Πνεύματι·
χαῖρε, θησαυρὲ τῆς ζωῆς ἀδαπάνητε! (Δ´Στάση)
Οἱ δύο αὐτοί διπλοί χαιρετισμοί, πού περιέχονται στήν Δ´ στάση τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου, παραπέμπουν τήν σκέψη μας στόν πρῶτο ναό τῶν Ἰσραηλιτῶν, στήν λεγόμενη Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου. Μετά τήν ἔξοδο τοῦ λαοῦ ἀπό τήν Αἴγυπτο καί κατά τήν πορεία του στήν ἔρημο, ὁ Θεός κάλεσε τόν Μωϋσῆ στήν κορυφή τοῦ ὄρους Σινᾶ καί τοῦ ἔδωσε τίς πλάκες τοῦ νόμου. Τότε, μαζί μέ τόν νόμο, τοῦ ἔδωσε καί λεπτομερεῖς ὁδηγίες γιά τόν χῶρο ὅπου θά φυλάσσονταν ὁ νόμος, καθώς καί γιά τά λειτουργικά σκεύη καί τά ἄμφια πού θά χρησιμοποιοῦσαν οἱ ἱερεῖς κατά τήν λατρεία (βλ. Ἔξ κεφ. 25-28). Κατά τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, οἱ πλάκες τοῦ νόμου τοποθετήθηκαν σέ ἕνα εἰδικό ἐπιχρυσωμένο κιβώτιο, τήν Κιβωτό τῆς Διαθήκης, τό ὁποῖο ἀσφαλίσθηκε στήν Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου.
Ἡ Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου, λοιπόν, ἦταν ὁ πρῶτος ναός τοῦ Θεοῦ στήν γῆ. Εἶχε αὐτό τό ὄνομα, διότι ἦταν ἡ σκηνή πού μαρτυροῦσε τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ· βεβαίωνε ὅτι ὁ Θεός ἔρχεται καί κατοικεῖ ἀνάμεσα στόν λαό του, τόν συνοδεύει καί τόν κατευθύνει στήν πορεία του, συνομιλεῖ μαζί του (βλ. Ἀρ 12,8)! Ἦταν ἕνας κινητός ναός, τόν ὁποῖο μετέφεραν οἱ Ἰσραηλῖτες στήν ἔρημο, ὅπου κι ἄν πήγαιναν. Συνδύαζε τήν ἁπλότητα μέ τήν μεγαλοπρέπεια καί τήν ἱερότητα. Δέν ἀρκέσθηκε μάλιστα ὁ Θεός μόνο στίς ὁδηγίες γιά τήν κατασκευή ἐκείνου τοῦ ναοῦ, ἀλλά, κατά κάποιο τρόπο ἔδωσε στόν Μωϋσῆ καί τήν μακέτα του. Πρόσεξε, τοῦ εἶπε, θά τά κάνεις ὅλα «κατὰ τὸν τύπον τὸν δεδειγμένον σοι ἐν τῷ ὄρει» (Ἔξ 25,8.40), ὅπως ἀκριβῶς σοῦ τά ἔδειξα πάνω στό ὄρος Σινᾶ. Τό πρότυπο, δηλαδή, τῆς Σκηνῆς τοῦ Μαρτυρίου ἦταν ὁ οὐράνιος ναός, ὅπου κατοικεῖ ὁ Κύριος καί ἀενάως λατρεύεται ἀπό τίς οὐράνιες δυνάμεις.
Ὁ χαιρετισμός τῆς Παναγίας μας ὡς «σκηνῆς τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου» δηλώνει ὅτι αὐτή εἶναι ἡ σκηνή μιᾶς νέας μαρτυρίας τοῦ Θεοῦ. Στήν Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου, βέβαια, ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ γινόταν αἰσθητή μέ τήν Κιβωτό τῆς Διαθήκης, μέ τήν φωτεινή νεφέλη κτλ., δέν ἔπαυε ὅμως νά εἶναι ἀόρατος ὁ Θεός. Ἡ Παναγία γίνεται ἡ σκηνή ὄχι τοῦ ἀοράτου Θεοῦ, ἀλλά τοῦ ὁρατοῦ. Καί ὁ ὁρατός Θεός εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός· «ὁ ἑωρακὼς ἐμὲ ἑώρακε τὸν πατέρα» (Ἰω 14,9), εἶχε πεῖ ὁ ἴδιος στόν Φίλιππο, ὅταν τοῦ ζητοῦσε νά δεῖ τόν Θεό Πατέρα. «Ὁ Λόγος σὰρξ ἐγένετο καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν», ἱστορεῖ ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης (Ἰω 1,14). Ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ ἔγινε ἄνθρωπος. Σκήνωσε στήν μήτρα τῆς Παρθένου, ἐνανθρώπησε καί ἐμφανίσθηκε ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους ὡς Θεός καί ἄνθρωπος, Θεάνθρωπος. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ ἐπί γῆς Γιαχβέ, τόν ὁποῖο ἡ παρθένος Μαρία κυοφόρησε μέσα στά σπλάγχνα της καί τόν ἔθρεψε μέ τά ἅγια αἵματά της!
Ἡ Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου ἦταν χωρισμένη σέ δύο μέρη· τό πρῶτο ὀνομαζόταν Ἅγια, τό δεύτερο Ἅγια τῶν ἁγίων. Στά Ἅγια ἔμπαιναν οἱ ἱερεῖς καθημερινά, γιά νά προσφέρουν τήν θυσία τοῦ θυμιάματος, νά ἐπιμεληθοῦν τούς ἄρτους τῆς προθέσεως καί τήν λυχνία. Στά Ἅγια τῶν ἁγίων, ὅπου ἦταν τοποθετημένη ἡ Κιβωτός τῆς Διαθήκης, ἔμπαινε μόνον ὁ ἀρχιερέας μία φορά τόν χρόνο, κατά τήν μεγάλη ἡμέρα τῆς ἑορτῆς τοῦ ἐξιλασμοῦ. Ἐκεῖ πρόσφερε τήν ἐξιλαστήριο θυσία προτυπώνοντας τήν θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πού μέ τό αἷμα του «καθαρίζει ἡμᾶς ἀπὸ πάσης ἁμαρτίας» (Α´ Ἰω 1,7).
Στόν χαιρετισμό πού μελετοῦμε ἡ Παναγία χαιρετίζεται ἐπίσης ὡς «ἁγία ἁγίων μείζων». Στήν διατύπωση αὐτή ὑπάρχει μία βραχυλογία· χάριν τῆς ποιήσεως, δηλαδή, παραλείπεται ἡ λέξη «ἁγίων». Ὁλόκληρη ἡ φράση θά ἦταν· «χαῖρε, ἁγία ἁγίων (τῶν) ἁγίων μείζων». Ἄν αὐτό δέν τό προσέξουμε, θά ἑρμηνεύσουμε τήν φράση ὡς ἑξῆς· «χαῖρε ἐσύ πού εἶσαι ἁγία μεγαλύτερη ἀπό τούς ἁγίους». Καί εἶναι, βέβαια, ἡ Ἀειπάρθενος πάνω ἀπό ὅλους τούς ἁγίους, γι᾿ αὐτό καί λέγεται «Παναγία». «Τόσο ξεπερνᾶ ὅλους τούς μάρτυρες, ὅσο ὁ ἥλιος ξεπερνᾶ τά ἄστρα», γράφει χαρακτηριστικά ὁ ἐπίσκοπος Σελευκείας Βασίλειος. Ἡ Παρθένος εἶναι, ἀναμφίβολα, τό ἀριστούργημα τῆς ἀνθρώπινης πλάσης, τό σεπτό κειμήλιο ὅλης τῆς οἰκουμένης, ἡ «ὑψηλοτέρα τῶν οὐρανῶν καὶ καθαρωτέρα λαμπηδόνων ἡλιακῶν». Καί μόνον ἡ ἐκλογή τοῦ Θεοῦ, καί μόνον ὁ χαιρετισμός πού τῆς ἀπευθύνει, «χαῖρε, κεχαριτωμένη, ὁ Κύριος μετὰ σοῦ· εὐλογημένη σὺ ἐν γυναιξίν» (Λκ 1,28), τήν συνιστᾶ ὡς τήν ὡραιότερη καί ἱερώτερη ψυχή, τήν εὐγενέστερη καί παγκάλλιστη ὕπαρξη πού ἐμφανίσθηκε στήν ἀνθρωπότητα. Ἐντούτοις, ὁ χαιρετισμός δέν ἔχει αὐτό τό νόημα. Σημαίνει· «Χαῖρε, παρθένε Μαρία, πού εἶσαι ἁγία μεγαλύτερη, ἁγιώτερη, ἀπό τά Ἅγια τῶν ἁγίων».
Ὅπως, δηλαδή, χαρακτηρίζεται ἡ Παναγία «σκηνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου», ἔτσι ἀποκαλεῖται καί Ἅγια τῶν ἁγίων, καί μάλιστα ἀνώτερη ἀπό τά Ἅγια τῶν ἁγίων. Γιατί εἶναι ἀνώτερη; Διότι ἐκεῖνα τά Ἅγια τῶν ἁγίων ἀποτελοῦσαν μία ἁπλή προτύπωση, προφητεία τῆς Παναγίας. Στά Ἅγια τῶν ἁγίων, ὅπως εἶπα, φυλασσόταν ἡ Κιβωτός τῆς Διαθήκης, ἡ ὁποία περιεῖχε τίς πλάκες τοῦ νόμου, τήν στάμνα μέ τό μάννα καί τήν ράβδο τοῦ Ἀαρών πού βλάστησε (βλ. Ἑβ 9,3-5). Σύμφωνα μέ τίς ὁδηγίες τοῦ Θεοῦ ἡ Κιβωτός τῆς Διαθήκης ἦταν ἐπιχρυσωμένη μέ καθαρό χρυσάφι ἀπό μέσα κι ἀπό ἔξω (βλ. Ἔξ 25,9-21). Ἡ Παναγία μας εἶναι ἡ ἴδια μία κιβωτός, «κιβωτὸς χρυσωθεῖσα τῷ Πνεύματι». Τήν χρύσωσε ὁλόκληρη τό Πνεῦμα τό ἅγιο κατά τήν μεγάλη ἡμέρα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὅταν ὁ ἄγγελος Γαβριήλ τῆς εἶπε «Πνεῦμα ἅγιον ἐπελεύσεται ἐπὶ σέ» (Λκ 1,35), καί ἡ ἴδια ἔζησε τήν Πεντηκοστή πρίν ἀπό τούς ἀποστόλους, πρώτη ἀπ’ ὅλους. Ἔγινε τότε ἡ παρθένος Μαρία ἡ μεγάλη, ἡ ἁγία κιβωτός πού κρατᾶ μέσα της ὄχι τίς πλάκες τοῦ νόμου, ἀλλά ὅλη τήν τρισυπόστατη Θεότητα· τόν Λόγο τοῦ Θεοῦ γραμμένο στά σπλάγχνα της ἀπό τόν δάκτυλο τοῦ Πατρός, διά τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ὅπως τήν χαιρετίζει ὁ Ὑμνογράφος Ἰωσήφ· «χαῖρε ὁ τόμος ἐν ᾧ δακτύλῳ ἐγγέγραπται Πατρὸς ὁ λόγος, ἁγνή»! Ἀντί τοῦ μάννα πού φυλασσόταν, ἐπίσης, στήν Κιβωτό τῆς Διαθήκης, ἡ Θεοτόκος φιλοξενεῖ μέσα της τόν Ἰησοῦ Χριστό, πού εἶναι ὁ «ἄρτος τῆς ζωῆς» καί «τό ξύλον τῆς ζωῆς», ἀσύγκριτα ἀνώτερο ἀπό τήν ράβδο τοῦ Ἀαρών! Πῶς, λοιπόν, νά μήν τήν χαιρετίζουμε καί ὡς τό ἀδαπάνητο, τό ἀθάνατο θησαυροφυλάκιο, πού ποτέ δέν χάνει τήν ἀξία του καί δέν κινδυνεύει ἀπό καμία πτώχευση ἤ χρεωκοπία; Φυλάγει μέσα της τήν ἴδια τήν ζωή, τήν αἰώνια ζωή͘ «χαῖρε, θησαυρὲ τῆς ζωῆς ἀδαπάνητε!».
Θαυμάζοντας τό μεγαλεῖο τῆς Παναγίας ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἀναφωνεῖ· «Ποῦ ἠμπορῶ ἐγώ νά ἀπαριθμῶ ὅλα τά μεγαλεῖα ὅσα ἐποίησε ὁ Θεός εἰς τήν Ἀειπάρθενον; Αὐτά εἶναι ἄπειρα κατά τό μέγεθος καί ἀναρίθμητα κατά τό πλῆθος. Καί ἄν ἦταν δυνατόν νά ἑνωθοῦν ὅλοι ὅσοι ἐσώθησαν μέ τόν ἄσπορον Τόκον της, καί νά γίνουν ἕνα στόμα καί μία γλῶσσα πάλιν δέν ἤθελαν δυνηθῇ νά ἀριθμήσουν τά μεγαλεῖα τῆς Θεοτόκου καί νά τά ἐγκωμιάσουν κατά τήν ἀξίαν τους. Τί λέγω; Οὔτε αὐτοί οἱ ἄγγελοι τοῦ οὐρανοῦ οὔτε αὐταί αἱ πρῶται καί ἀνώταται τάξεις τῶν Χερουβίμ καί Σεραφίμ δύνανται νά ἀριθμήσουν καί νά ἐπαινέσουν τά ὑπερφυῆ καί ὑπέρ ἔννοιαν μεγαλεῖα τῆς Μητρός τοῦ Θεοῦ».
Τά ἐξαιρετικά αὐτά προνόμια καί καταπληκτικά μεγαλεῖα πού μ᾿ ἕναν ἐντελῶς ἰδιαίτερο τρόπο ὁ Θεός χάρισε στήν Παναγία μας, τά χαρίζει καί σέ ὅλους τούς πιστούς, οἱ ὁποῖοι τήν τιμοῦν, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Νικόδημος, «μέ καθαράν καί σώφρονα ζωήν καί ἐνάρετον», τήν δοξάζουν καί τήν μεγαλύνουν «μέ ὕμνους θεομητορικούς καί ἐγκώμια καί προπάντων φυλάττοντας τίς προσταγές καί ἐντολές τοῦ Υἱοῦ της». Ὅταν κάποτε μία γυναίκα ἀνώνυμη ἐνθουσιασμένη ἀπό τήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου ἀναφώνησε «μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καὶ μαστοὶ οὓς ἐθήλασας» (Λκ 11,27), Ἐκεῖνος ἀπάντησε· «μενοῦνγε μακάριοι οἱ ἀκούοντες τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ καὶ φυλάσσοντες αὐτόν» (Λκ 11,28). Καί βέβαια, ἡ μητέρα μου εἶναι μακαρία, ἀλλά εἶναι ἐπίσης μακάριοι καί ὅλοι ἐκεῖνοι πού ἀκοῦνε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί τόν ἐφαρμόζουν.
Ἄν ἔχουμε, δηλαδή, τό φρόνημα τῆς Παρθένου, πού ἔδειξε ἀπόλυτη ὑποταγή στήν βουλή τοῦ Θεοῦ λέγοντας «ἰδοὺ ἡ δούλη Κυρίου͘ γένοιτό μοι κατὰ τὸ ῥῆμά σου» (Λκ 1,38)· ἄν ἐκτελοῦμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ πηγαίνοντας κόντρα στό θέλημά μας· ἄν δέν μᾶς παρασύρει ὁ κόσμος μέ τήν νοοτροπία του, τήν μόδα καί τόν εὐδαιμονισμό του· ἄν τηροῦμε στήν ζωή μας τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, τότε θά εἴμαστε κι ἐμεῖς κατοικητήριό του, ναός του. «Οὐκ οἴδατε ὅτι ναὸς Θεοῦ ἐστε καὶ τὸ Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ οἰκεῖ ἐν ὑμῖν;» (Α´ Κο 3,16), τονίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Εἴμαστε κι ἐμεῖς ναός τοῦ Θεοῦ καί κατοικεῖ μέσα μας τό Πνεῦμα τό ἅγιο! Αὐτό πού ζητᾶ ἀπό μᾶς ὁ Θεός εἶναι μόνο νά κρατοῦμε καθαρό τόν ναό μας μέ τήν μυστηριακή ζωή καί νά φροντίζουμε ὥστε νά «λειτουργεῖται» μέ ἔργα ἀγάπης καί μετανοίας.