«Μηδέν νόθον δόγμα τῷ τῆς ἀγάπης προσχήματι παραδέχεσθε»
(Χρυσόστομος, PG 62,191)
Ὁ «μανικός ἐραστής» τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καί ἄριστος ἑρμηνευτής τῶν ἁγίων Γραφῶν, ὁ πολυτάλαντος διδάσκαλος τῆς ἀγάπης καί πολύπαθος μαχητής τῆς ἀλήθειας τοῦ Εὐαγγελίου ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τήν πρός Φιλιππησίους ᾿Επιστολή συνιστᾶ· «ἵνα μηδέν νόθον δόγμα τῷ τῆς ἀγάπης προσχήματι παραδέχησθε»1.
Σέ δύο μεγάλα μεγέθη στρέφει τήν σκέψη μας τό παράγγελμα τοῦ Χρυσορρήμονα· στήν ἀγάπη καί στό δόγμα. ᾿Ακριβέστερα ἐφιστᾶ τήν προσοχή μας στήν παραχάραξη αὐτῶν τῶν μεγεθῶν. Μιλᾶ γιά πρόσχημα ἀγάπης καί νόθον δόγμα. Καί τό πατερικό παράγγελμα ἀποκτᾶ ἰδιαίτερη βαρύτητα στούς χαλεπούς καιρούς μας, ὅπου πολύ συχνά «προσχήματι», δηλαδή μέ τό προσωπεῖο, τήν μάσκα, τῆς ἀγάπης, ἐπιχειρεῖται ἡ νόθευση, ἡ παραχάραξη τοῦ δόγματος ἤ -τό χειρότερο- τό μή νόθον, τό γνήσιο, δηλαδή τό ὀρθόδοξο δόγμα, λοιδορεῖται καί παραθεωρεῖται, διότι θεωρεῖται ἐμπόδιο, ἐπιβουλέας καί ἀπεχθής ἀντίπαλος τῆς ἀγάπης. Εἶναι ὅμως αὐτό ἀληθινό; ᾿Ιδού τό ἐρώτημα στό ὁποῖο καλούμαστε νά ἀπαντήσουμε.
᾿Αγάπη, τό μέγιστο ἀγαθό
᾿Αλλά ἄς πάρουμε τά πράγματα ἀπό τήν ἀρχή. ῾Η ἀγάπη εἶναι προσφορά τοῦ τριαδικοῦ Θεοῦ. Τήν πρότυπη ἐφαρμογή της ἀποκαλύπτει στόν κόσμο ἡ ἁγία Τριάδα, ὅπου τά τρία ὁμοούσια πρόσωπα εἶναι ἕνας Θεός. ῾Η λέξη ἀγάπη, ὡς γνωστόν, στήν Καινή Διαθήκη ἀπαντᾶ γιά πρώτη φορά. Βεβαίως καί πρό τῆς ἐνανθρωπήσεως οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ γνώριζαν ὅτι ὁ Θεός ἀγαπᾶ καί θέλει τήν ἀγάπη καί μεταξύ τῶν ἀνθρώπων του· ἀλλά τό γνώριζαν τόσο μόνο, ὅσο ἀμυδρά φαίνεται τό φῶς ἑνός μακρινοῦ ἀστέρα. ῞Οταν τό φῶς, ὁ Θεός, ἦλθε στόν κόσμο (᾿Ιω 1,9) καί ἐνηνθρώπησε καί «ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν» (᾿Ιω 1,14), τότε μᾶς ἀποκάλυψε τήν ἀγάπη ὡς «καινή ἐντολή». Τοῦτο ἔγινε κατά τήν παράδοση τῆς ἱερᾶς διαθήκης τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ (᾿Ιω κεφ. 13-17), ἡ ὁποία εἶναι, θά λέγαμε, τό ἱδρυτικό πρωτόκολλο τῆς ᾿Εκκλησίας. Τό συνέταξε ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός μέ τήν ἀποχαιρετιστήρια ὁμιλία του (᾿Ιω 13-17). Τό ὑπέγραψε μέ τό ἄχραντο αἷμα του καί τό σφράγισε μέ τήν ἔνδοξη ἀνάστασή του.
Συνήθως προφέρουμε ἀπό τήν καινή ἐντολή μόνο δύο λέξεις «ἀγαπᾶτε ἀλλήλους»· καί τοῦτο διότι, δυστυχῶς, οἱ σύγχρονοι χριστιανοί ἀντιλαμβάνονται τόν Χριστιανισμό ὡς μία βελτίωση τῆς κοινωνικῆς διδασκαλίας, ἔστω καί τήν ἰδανικώτερη, ὄχι ὅμως ὡς ἀποκάλυψη, ὅπως πράγματι εἶναι. ᾿Αλλά μόνο ὁλόκληρο τό χωρίο μᾶς διαφωτίζει νά δοῦμε τό ὑπερφυές μεγαλεῖο τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης· «᾿Εντολήν καινήν δίδωμι ὑμῖν ἵνα ἀγαπᾶτε ἀλλήλους, καθώς ἐγώ ἠγάπησα ὑμᾶς, ἵνα καί ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους» (᾿Ιω 13,34 ). Τίποτε τό «καινόν», καινούργιο δέν θά ὑπῆρχε στήν ἐντολή αὐτή, ἄν ἐπρόκειτο γιά τήν γνωστή μέχρι τότε ἀγάπη. Τό καινούργιο, αὐτό πού τώρα ἀποκαλύπτεται γιά πρώτη φορά καί τό ὁποῖο οἰκοδομεῖ τεῖχος διαφορᾶς ἀσυμβίβαστης μεταξύ τῆς ἐν Χριστῷ ἀγάπης καί τῆς ἀγάπης τοῦ κόσμου, φαίνεται σαφέστερα στό δεύτερο σκέλος τοῦ χωρίου· «καθώς ἠγάπησα ὑμᾶς, ἵνα καί ὑμεῖς ἀγαπᾶτε ἀλλήλους». Δηλαδή· «᾿Εννοῶ νά ἀγαπᾶτε ὁ ἕνας τόν ἄλλον ὄχι ὅπως συνήθως οἱ ἄνθρωποι ἀγαποῦν, ἀλλά μέ τόν τρόπο πού σᾶς ἀγάπησα ἐγώ». ᾿Εδῶ ἔγκειται ἡ καινότητα τῆς ἐντολῆς. Διαφορετικά, θά ἦταν οὐτοπία νά ὀνομάσει ὁ Κύριος καινή ἐντολή καί ἀποκάλυψη ἕνα πράγμα γνωστό πανανθρώπινα.
῾Υπάρχει, λοιπόν, τεράστια διαφορά, διαφορά οὐσίας, ἀνάμεσα στήν κατά Θεόν ἀγάπη καί στό ὁμώνυμο πανανθρώπινο συναίσθημα. Αὐτήν ἀκριβῶς τήν διαφορά ἐπισημαίνει ὁ Κύριος, ὅταν πρίν τήν ἀναχώρησή του ἀπό αὐτό τόν κόσμο προτρέπει τούς μαθητές του· «Μείνατε ἐν τῇ ἀγάπῃ τῇ ἐμῇ» (᾿Ιω 15,9). Τούς φανερώνει μάλιστα καί τόν ἀσφαλῆ τρόπο γιά νά προστατευθοῦν ἀπό κάθε παραχάραξη τῆς ἀγάπης καί νά μείνουν στήν ἀληθινή ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ· «ἐάν τάς ἐντολάς μου τηρήσητε, μενεῖτε ἐν τῇ ἀγάπῃ μου» (᾿Ιω 15,10). Τό ἐχέγγυο τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ τήρηση τῶν ἐντολῶν, δηλαδή ἡ διατήρηση τῆς ἀλήθειας τοῦ Θεοῦ. Τό ὑπογραμμίζω αὐτό καί, παρακαλῶ, νά τό κρατήσετε.
Μόλις πού χρειάζεται νά ἐπισημάνω ὅτι ἡ ἀγάπη εἶναι μεγάλο καί σπουδαῖο, τό μέγιστο ἀγαθό, «τῶν ἀρετῶν τό κεφάλαιον» καί «πασῶν τῶν τοῦ Θεοῦ ἐντολῶν ὁ θεμέλιος»2. Τήν πιό τιμητική καί αὐθεντική κατοχύρωση τῆς ἀξίας τῆς ἀγάπης, τήν προσφέρει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστός. ῾Ως ὁ δεύτερος τῆς Τριάδος, ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ ἐνυπόστατη ᾿Αγάπη. Μέ τήν ἐνανθρώπησή του ἀποκαλύπτεται στόν κόσμο ὡς ἡ ἐνσάρκωση τῆς ᾿Αγάπης. Εἶναι δέ ἡ ἐνσαρκωμένη ἀγάπη ἡ πραγματοποιημένη βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐπί τῆς γῆς, ἡ ᾿Εκκλησία. Στήν ᾿Εκκλησία ἐφαρμόζεται τό κατεξοχήν εὐαγγέλιο τῆς ἀγάπης, πού ἀποκαλύπτει στόν κόσμο ὅτι «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστί» (Α´ ᾿Ιω 4,8) καί μόνον αὐτό ὀνομάζει τόν Θεό «Θεό τῆς ἀγάπης» (Β´ Κο 13,11).
᾿Αλλά ὁ Θεός τῆς ἀγάπης εἶναι ἐπίσης καί τῆς ἀλήθειας ὁ Θεός. ῾Ως ἀλήθεια αὐτοπροσδιορίζεται ὁ Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστός· «ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή» (᾿Ιω 14,6). ῾Ο Λόγος τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐνυπόστατη ᾿Αγάπη, εἶναι καί ἡ ἐνυπόστατη ᾿Αλήθεια. ῾Υπάρχει, θά λέγαμε, ὑποστατική ἕνωση τῆς ἀγάπης μέ τήν ἀλήθεια. Καί ἡ ἀλήθεια στήν ᾿Εκκλησία ἐκφράζεται μέσα ἀπό τά δόγματα.
Μία σοβαρή παρεξήγηση
Θά μοῦ ἐπιτραπεῖ ἐδῶ μία παρέκβαση· Εἶναι γεγονός ὅτι ὁ σύγχρονος ἄνθρωπος δέν ἐκδηλώνει ἐνδιαφέρον γιά τά πνευματικά καί μάλιστα γιά τά δογματικά θέματα, πού ἀποτελοῦν τό θεμέλιο καί τήν πηγή τῆς πνευματικῆς ζωῆς καί τῆς σωτηρίας. ῾Η σημερινή κουλτούρα καί γενικότερα ἡ περιρρέουσα ἀτμόσφαιρα ὄχι μόνο εὐνοεῖ μιά τέτοια νοοτροπία, ἀλλά καί ἐξωθεῖ σ᾿ αὐτήν. Τό ἐπιταχυνόμενο ἄνοιγμα τῆς κοινωνίας, τό ἀναπόφευκτο καί ἐν πολλοῖς εὐεργετικό πλησίασμα λαῶν, πολιτισμῶν καί ἰδεῶν, πού προωθεῖ ἡ ἀμφιλεγόμενη ἀλλά σταθερά κυριαρχοῦσα παγκοσμιοποίηση, τό αἴσθημα ἀνασφάλειας, πού ὑποθάλπει ἡ προηγμένη τεχνολογία καί τεχνογνωσία μας, εἶναι μερικοί ἀπό τούς παράγοντες πού βραχυκυκλώνουν τόν σημερινό ὀρθόδοξο χριστιανό. ῎Αλλωστε τό στίγμα τοῦ «φονταμενταλισμοῦ» συνοδεύει ἀνεξέλεγκτα ὁποιασδήποτε μορφῆς προσπάθεια γιά τήν διατήρηση τῶν παραδεδομένων ἀξιῶν πού ἀποτελοῦν τά θεμέλια τοῦ πολιτισμοῦ καί τῆς πνευματικῆς μας οἰκοδομῆς. Καί τέτοια ἀξία-θεμέλιο ἀποτελεῖ τό δόγμα.
Κάτω ἀπό ὅλες αὐτές τίς ἔμμεσες πιέσεις ὁ σημερινός ὀρθόδοξος χριστιανός ἀβασάνιστα ἀποδέχεται τά δελεαστικά κηρύγματα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, αὐτοῦ τοῦ ὁδοστρωτήρα καί ἰσοπεδωτῆ τῶν δογμάτων, καί περνᾶ στά «ψιλά γράμματα» τίς δογματικές διαφορές. ᾿Ασύστολα ἐνασμενίζεται στούς ἐναγκαλισμούς μέ τίς πάσης φύσεως αἱρέσεις. Προσβάλλει ἔτσι καί βεβηλώνει βάναυσα τήν γραμμή τῶν πατέρων, γιά τούς ὁποίους, κατά τά ἄλλα, σεμνύνεται· μεγαλόπρεπα τούς «τιμᾶ» καί πανηγυρικά τούς «ἑορτάζει».
Τί εἶναι τό δόγμα;
Δόγμα γενικά εἶναι ἡ ἀποφθεγματικά διατυπωμένη θεωρία, πού γίνεται παραδεκτή, διότι ἀπορρέει ἀπό κάποια αὐθεντία, ἕνα ἀναμφισβήτητα ἀποδεκτό πρόσωπο ἤ φορέα. Μέ τήν ἔννοια αὐτή ἡ ζωή μας εἶναι γεμάτη δογματισμούς πού τούς καθιερώνει ἡ κοινωνία, γιά νά μπορέσει νά ἐπιβιώσει. Δόγματα, π.χ., εἶναι οἱ συμβουλές τοῦ πατέρα πρός τό παιδί του, οἱ νουθεσίες τοῦ δασκάλου πρός τόν μαθητή, οἱ διαταγές τοῦ ἀξιωματικοῦ στόν στρατιώτη, οἱ κανόνες κυκλοφορίας καί οἱ τόσοι κανόνες καί κανονισμοί πού διέπουν τήν ζωή μας.
῾Η μεγαλύτερη καί ἀπόλυτη αὐθεντία εἶναι ὁ Θεός, ὁ δημιουργός καί κυβερνήτης τοῦ κόσμου, ἡ Αὐτοαλήθεια. Γι᾿ αὐτό τά δόγματα τῆς πίστεως στέκουν πάνω ἀπ᾿ ὅλα τά ἀνθρώπινα δόγματα. Εἶναι οἱ ἀλήθειες τίς ὁποῖες ἀποκάλυψε ὁ θεόπνευστος λόγος, ἡ ἁγία Γραφή, ὁ «πιστός λόγος» καί «πάσης ἀποδοχῆς ἄξιος», πού δέν ἐπιδέχεται καμία κριτική ἤ βελτίωση. Αὐτές τίς ἀλήθειες παρέλαβε καί ἐφήρμοσε ἡ ᾿Εκκλησία, τίς διατήρησε ἀλώβητες καί ἀπαραχάρακτες ἀπό τίς διαστρεβλωτικές ἐπιχειρήσεις τῶν αἱρετικῶν, τίς συστηματοποίησε καί μᾶς τίς παρέδωσε ὡς ῾Ιερά Παράδοση. Τό δόγμα δέν εἶναι μεσαιωνικός σκοταδισμός οὔτε θεολογικός σχολαστικισμός. Εἶναι ἡ θεωρία πού ἑδραιώνεται, καθώς συμπληρώνεται ἀπό τήν πράξη. Εἶναι ἡ ἀλήθεια πού λάμπει, ὅταν ἐφαρμόζεται, ἡ τροφή πού ἀξιοποιεῖται, ὅταν ἀφομοιώνεται ἀπό τόν ὀργανισμό, ὥστε νά τόν διατηρεῖ ζωντανό καί ἀκμαῖο.
Γιά τούς πιστούς -καί ὑπογραμμίζω· μόνο γι᾿ αὐτούς- τά δόγματα τῆς ᾿Εκκλησίας ἔχουν μοναδικό κῦρος καί ἰσχύ. Διότι αὐτοί παραδέχονται ὅτι «ἔστι Θεός καί... μισθαποδότης γίνεται» (῾Εβ 11,6), ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός «ἀπέθανεν... καί ἐτάφη, ἀνέστη καί ὤφθη» (πρβλ. Α´ Κο 15,3-5· Α´ Θε 4,14). Αὐτή ἡ τοποθέτηση τούς ἐμπνέει νά ἀναγνωρίζουν τό δόγμα καί νά ὑποτάσσονται σ᾿ αὐτό. Νά μήν τό θεωροῦν ἐξωτερικό καταναγκασμό ἀλλά ἔκφραση τῆς ἐσωτερικῆς τους πίστεως. Κάτι περισσότερο· Γιά τόν πιστό τό δόγμα ταυτίζεται μέ τήν ἴδια τήν ζωή του.
Δόγμα καί ζωή
῾Η θεωρητική τεκμηρίωση τῆς πρακτικῆς τοῦ Χριστιανισμοῦ εἶναι αὐτονόητη. ῾Ο ἴδιος ὁ Κύριος ἐξάλλου εἶναι «ὁ διδάσκαλος», πού ἀποκαλύπτει τήν ἀλήθεια, καί -συγχρόνως- «ὁ καθηγητής», πού καθοδηγεῖ τούς πιστούς στόν δρόμο τῆς ζωῆς (Μθ 5,19). Φεύγοντας ἀπό τόν κόσμο αὐτό ἀποστέλλει τούς μαθητές μέ τό παράγγελμα· «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, διδάσκοντες αὐτούς τηρεῖν πάντα ὅσα ἐνετειλάμην ὑμῖν» (Μθ 28,19). Δίπλα στήν δογματική διδασκαλία, ἡ ὁποία ὁμολογεῖται μέ τό βάπτισμα, θέτει καί τήν «παραγγελία περί πολιτείας. Οὐκ ἀρκεῖ γάρ τό βάπτισμα καί τά δόγματα εἰ μή καί πολιτεία προσείη», ἐξηγεῖ ὁ Ζιγαβηνός3.
῾Ο Παῦλος καί οἱ ἄλλοι ἀπόστολοι, καί στήν συνέχεια οἱ πατέρες καί διδάσκαλοι τῆς ᾿Εκκλησίας, θεμελιώνουν τήν ἠθική διδασκαλία τους πάντοτε στήν θεολογία τῆς πίστεως. Τόσο στά ἑρμηνευτικά ἔργα ὅσο καί στούς λόγους τους τονίζουν ὅτι γιά τήν σωτηρία εἶναι ἀπαραίτητο τό ὀρθό δόγμα καί τό ἅγιο ἦθος. Νά συνυπάρχει ὀρθότητα πίστεως καί ἁγιότητα ζωῆς, συνέπεια φρονήματος καί πράξεως, κοσμοθεωρίας καί βιοθεωρίας. Νά συμβαδίζει ἡ ἀλήθεια μέ τήν ἀγάπη, ἡ ὀρθοδοξία μέ τήν ὀρθοπραξία. ᾿Από τό πλῆθος τῶν πατερικῶν μαρτυριῶν θά ἀναφέρω ἐλάχιστες.
῾Ο Κύριος, γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Νύσσης, διαιρεῖ «εἰς δύο τήν τῶν χριστιανῶν πολιτείαν, εἴς τε τό ἠθικόν μέρος, καί εἰς τήν δογμάτων ἀκρίβειαν»4. Κλασικό τό χωρίο τοῦ ἁγίου Κυρίλλου ᾿Ιεροσολύμων στίς Κατηχήσεις του διασαφηνίζει ὅτι «ὁ τῆς θεοσεβείας τρόπος ἐκ δύο τούτων συνέστηκε, δογμάτων εὐσεβῶν καί πράξεων ἀγαθῶν· καί οὔτε τά δόγματα χωρίς ἔργων ἀγαθῶν εὐπρόσδεκτα τῷ Θεῷ οὔτε τά μή μετ᾿ εὐσεβῶν δογμάτων ἔργα τελούμενα προσδέχεται ὁ Θεός»5. «Βίος διεφθαρμένος πονηρά τίκτει δόγματα», διδάσκει ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος6. Γι᾿ αὐτό, «Οὐκ ἀρκεῖ πρός σωτηρίαν ἡμῖν μόνη ἡ τῶν ὀρθῶν δογμάτων γνῶσις, ἀλλά δεῖ καί πολιτείας ἀρίστης»7.
῾Η οὐσιώδης διαφορά τῆς χριστιανικῆς πίστεως ἀπό τά συστήματα τῶν ἠθικοδιδασκάλων ἀλλά καί ἀπό τίς ποικίλες αἱρέσεις εἶναι ὅτι ἡ ζωή τοῦ χριστιανοῦ θεμελιώνεται στά δόγματα τῆς πίστεως8.
Τήν στενή σχέση δόγματος καί ζωῆς ἐκφράζει ἡ ᾿Εκκλησία μας καί μέ τήν διάταξη τῶν πέντε πρώτων Κυριακῶν τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς· Οἱ δύο πρῶτες Κυριακές, τῆς ᾿Ορθοδοξίας καί τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ, διατρανώνουν τό ὀρθόδοξο δόγμα καί τήν κυριαρχία του ἀπό τά χρόνια τῆς Εἰκονομαχίας μέχρι τόν καιρό τῶν παπικῶν αὐθαιρεσιῶν, στίς ὁποῖες ἀντιτάχθηκε ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς· θά ἐπανέλθω σ᾿ αὐτό. ῾Η τέταρτη Κυριακή καί ἡ πέμπτη, ὅπου προβάλλονται ἀντίστοιχα οἱ μορφές τοῦ ἁγίου ᾿Ιωάννου τῆς Κλίμακος, δοτοῦ τῷ Κυρίῳ ἐκ κοιλίας μητρός, καί τῆς ὁσίας Μαρίας τῆς Αἰγυπτίας, ἐξαγνισμένης διά τῆς μετανοίας καί τοῦ αἵματος τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, παρουσιάζουν τήν ἐν Χριστῷ ζωή. Κι ἀνάμεσα στίς δύο δυάδες, ἡ Κυριακή τῆς Σταυροπροσκυνήσεως, δείχνει πῶς ὁ σταυρός, σύμβολο καί χαρακτηριστικό γνώρισμα τῆς ᾿Ορθοδοξίας, συμπλέκει καί ἑνώνει τό δόγμα μέ τήν ζωή. Τό κατακόρυφο δοκάρι του ἑνώνει τόν οὐρανό μέ τήν γῆ ἀποκαλύπτοντας τήν μοναδική ἀλήθεια, τήν πίστη, πού συμφιλιώνει τόν ἄνθρωπο μέ τόν Θεό, καί τό ὁριζόντιο ἑνώνει ὅλα τά μήκη καί πλάτη τῆς γῆς ἐφαρμόζοντας τήν ἐν Χριστῷ ἀγάπη.
Εὐνόητο εἶναι ὅτι τά δόγματα ἀφοροῦν σέ ὅλους τούς πιστούς πού ἐνδιαφέρονται γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς τους καί τήν συμμόρφωση τῆς ζωῆς τους μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. ῞Οπως τά πορίσματα τῆς ἰατρικῆς διατυπώνονται βέβαια ἀπό τούς εἰδικούς ἐπιστήμονες, ἐνδιαφέρουν ὅμως καί τόν πιό ἁπλοϊκό πολίτη, ἔτσι καί τά δόγματα δέν εἶναι μόνο τῶν θεολόγων ζητήματα. Δέν εἶναι, λοιπόν, παρωνυχίδα ἡ ἐνημέρωση ὅλων στά θέματα τῆς πίστεως. Εἶναι θέμα ζωῆς ἤ θανάτου πνευματικοῦ, σωτηρίας ἤ αἰώνιας ἀπώλειας τῆς ψυχῆς μας. Καί βεβαίως, ἡ σταθερή προσήλωση στό ὀρθόδοξο δόγμα δέν ἀποτελεῖ τροχοπέδη ἀλλά ὠστική δύναμη γιά τήν πνευματική ζωή. ᾿Από τήν στάση ἔναντι τοῦ δόγματος ἐξαρτᾶται ἡ ποιότητα τῆς ζωῆς τοῦ καθενός. Μέ ἁπλά λόγια δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει ὀρθοπραξία χωρίς τήν ὀρθοδοξία καί ἀντίστροφα. Φθορά τοῦ δόγματος ὁδηγεῖ σέ διαφθορά τῆς ζωῆς καί ἀβαρίες στήν ἠθική συνεπάγονται ναυάγιο στήν πίστη (Α´ Τι 1,6).
Τά δόγματα ἀποτελοῦν ὅρμο καί ὁρμητήριο γιά πνευματικές νίκες καί οὐράνιες κατακτήσεις. Τό ξεθώριασμά τους στήν συνείδηση τῶν χριστιανῶν τούς καθιστᾶ χλιαρούς, συμβατικούς καί τελικά ἀχρίστιανους. Νά γιατί εἶναι ἀπόλυτη ἀνάγκη νά φυλαχθοῦμε ἀπό κάθε «νόθον δόγμα», πού μᾶς προσφέρεται «προσχήματι ἀγάπης». Νά διαφυλάξουμε μέ εὐλάβεια τά ὀρθόδοξα δόγματα πού παραλάβαμε ἀπό τούς ἁγίους πατέρες καί νά μήν ἐπιτρέψουμε σέ κανέναν τήν παραχάραξη καί διασάλευσή τους!
Γνωρίσματα τῆς ᾿Ορθοδοξίας
῾Η παρουσία τῶν αἱρέσεων αὐξάνει τήν εὐθύνη μας νά μήν ἐγκαταλείψουμε τήν ἀλήθεια· νά μήν παρασυρθοῦμε ἀπό τήν αἵρεση, ἀλλά νά φυλάξουμε τό ὀρθό δόγμα. «Πιστευτέον τοῖς βεβαίως ἐχομένοις τῆς ἀληθείας»9. ᾿Επειδή, ὅπως προεῖπα, ὑπάρχει ἀδιάρρηκτη ἕνωση μεταξύ ἀγάπης καί ἀλήθειας, δηλαδή μεταξύ ἀγάπης καί δόγματος, ἀναπόφευκτα ἡ νόθευση τοῦ ἑνός συνεπάγεται τήν παραχάραξη τῆς ἄλλης. Τό «νόθον δόγμα» δέν μπορεῖ νά συνυπάρχει μέ τήν ἀνυπόκριτη, τήν ἐν Χριστῷ ἀγάπη. ῞Οσο κι ἄν διατείνεται καί ἐπαγγέλλεται ἀγάπη, δέν μπορεῖ παρά νά προσφέρει ὑποκατάστατο, πρόσχημα τῆς ἀγάπης, ἀφοῦ αὐτό διαθέτει! Μόνο τό ἀληθινό, τό ὀρθόδοξο δόγμα κατέχει τήν γνήσια ἀγάπη καί μόνο αὐτό μονοπωλεῖ τήν ἀγάπη, ὅπως μονοπωλεῖ καί τήν ἀλήθεια. Σέ καμία περίπτωση, δηλαδή, τό ὀρθόδοξο δόγμα δέν ἐμποδίζει τήν ἐπικράτηση τῆς ἀγάπης, γιά τόν ἁπλούστατο λόγο ὅτι ταυτίζεται μαζί της. ῞Οπως τό καθένα ἀπό τά τρία πρόσωπα τῆς ἁγίας Τριάδος ἔχει τό δικό του ἀποκλειστικό γνώρισμα, τά λεγόμενα ἰδιώματα, ἔτσι ἡ ἀγάπη καί ἡ ἀλήθεια συναποτελοῦν ἰδιώματα τῆς ᾿Ορθοδοξίας, προσδιορίζουν τήν ἰδιοπροσωπία της.
῾Η ἀγάπη ὑπαγορεύει στήν ᾿Ορθοδοξία τήν εὐθύνη καί ὑποχρέωση νά προσφέρει σέ ὅλους τήν ἀλήθεια της· μέ ταπείνωση καί ἠπιότητα ἀλλά καί χωρίς νά ἀπεμπολήσει τήν αὐτοσυνειδησία της, ὅτι εἶναι ἡ ταμιοῦχος τῆς ἀποκεκαλυμμένης ἀλήθειας, «ἡ ἅπαξ παραδοθεῖσα πίστις» (᾿Ιδ 3), «ἡ ἁγία ἐντολή» (Β´ Πέ 2,21), «ἡ παροῦσα ἀλήθεια» (Β´ Πέ 1,12), ἤ, ὅπως διατυπώνεται στό Σύμβολο τῆς πίστεως, «ἡ μία ἁγία καθολική καί ἀποστολική ᾿Εκκλησία». Κι ἐπειδή ἕνας εἶναι ὁ Χριστός, ἡ κεφαλή τῆς ᾿Εκκλησίας, μία εἶναι καί ἡ ᾿Εκκλησία, τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ἡ ᾿Ορθοδοξία. Μόνον αὐτή ἁγιάζει τόν ἄνθρωπο, ἀποκαθιστᾶ τήν σχέση του μέ τόν Θεό, τόν ἐπαναφέρει στόν παράδεισο. Μ᾿ ἕνα λόγο τόν σώζει. Γι᾿ αὐτό πολύ σωστά καί σύμφωνα μέ τήν ὀρθόδοξη ἐκκλησιολογία εἶχε γράψει ὁ ἀείμνηστος π. Σπυρίδων Μπιλάλης· «῾Η ἕνωσις, ἡ ἀληθής ἕνωσις καί ὄχι ἡ παρῳδία ἑνώσεως, ἡ χαλκευομένη εἰς τάς ἡμέρας ἡμῶν ὑπό τοῦ παναιρετικοῦ Οἰκουμενισμοῦ τῆς ᾿Ανατολῆς καί τῆς Δύσεως, θά ἐπιτευχθῇ μόνον διά τῆς ἄρσεως πασῶν τῶν αἱρετικῶν καινοτομιῶν τῆς Δύσεως»10.
᾿Ασφαλῶς κανείς δέν ἀμφισβητεῖ τήν ταπείνωση τοῦ Χριστοῦ, αὐτός εἶναι «ἡ ἄκρα ταπείνωσις»· κανείς δέν ἀμφιβάλλει γιά τήν ἀγάπη του, εἶναι «ἡ ἐνσαρκωμένη ᾿Αγάπη»· κανείς δέν προβληματίζεται γιά τήν εἰρηνοφιλία του, εἶναι ὁ «ἄρχων εἰρήνης» (᾿Ησ 9,6). Κι ὅμως ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός μέ παρρησία διακηρύττει «ἐγώ εἰμι τό φῶς τοῦ κόσμου» (᾿Ιω 8,12), «ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί ἡ ζωή» (᾿Ιω 14,6) καί τά τόσα ἄλλα «ἐγώ εἰμί», πού τονίζουν τήν αὐθεντική κυριότητα καί κυριαρχία του στήν ἱστορία. ᾿Απαιτεῖ νά κατέχει τήν πρώτη θέση στήν καρδιά τῶν μαθητῶν του· «εἴ τις ἔρχεται πρός με καί οὐ μισεῖ τόν πατέρα ἑαυτοῦ καί τήν μητέρα καί τήν γυναῖκα καί τά τέκνα καί τούς ἀδελφούς καί τάς ἀδελφάς, ἔτι δέ καί τήν ἑαυτοῦ ψυχήν, οὐ δύναταί μου μαθητής εἶναι» (Λκ 14,26). ᾿Ακόμη, δέν διστάζει ὁ Κύριος νά ἀποκαλύψει ὅτι «οὐκ ἦλθον βαλεῖν εἰρήνην, ἀλλά μάχαιραν» (Μθ 10,34). ῞Οπως κανείς δέν θά τολμοῦσε νά χαρακτηρίσει ὡς ἐγωιστή ἤ ἐχθρό τῆς ἀγάπης καί τῆς εἰρήνης τόν Κύριο γιά τίς παραπάνω διακηρύξεις του, ἔτσι οὔτε τήν ᾿Εκκλησία μπορεῖ νά κατηγορήσει γιά ἀλαζονεία ἤ ἔλλειψη ἀγάπης, ὅταν αὐτή καταθέτει μέ παρρησία τήν ταυτότητά της.
Μέ ἄλλα λόγια, δέν εἶναι ἔπαρση ἤ ἀλαζονεία νά γνωρίζουμε καί νά κηρύττουμε ὅτι ἡ ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία κρατᾶ ἀκέραια καί ἀνόθευτη τήν διδασκαλία καί τόν τρόπο τῆς σωτηρίας· ἑπομένως σώζονται μόνο ὅσοι καθίστανται μέλη της. Τά ἄλλα χριστιανικά συστήματα καί οἱ ἄλλες λεγόμενες χριστιανικές ὁμολογίες ὅσο ποσοστό ἀλήθειας κι ἄν διατηροῦν, ἐφόσον δέν συνδέονται ὀργανικά μέ τήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία εἶναι πλάνες καί τά μέλη τους πλανῶνται. Δέν ἔχει κανένα νόημα ἄν ἐνοχοποιοῦνται γιά λίγες ἤ πολλές, μικρές ἤ μεγάλες διαφορές ἀπό τήν ᾿Ορθοδοξία· ὅπως δέν ἔχει κανένα νόημα ἄν τό γάλα εἶναι λίγο ἤ πολύ δηλητηριασμένο ἤ ἄν ὁ πνιγμένος βρίσκεται σέ μικρό ἤ σέ μεγάλο βάθος κάτω ἀπό τήν ἐπιφάνεια τῆς θάλασσας. «Τό γάρ ἐπί δόγμασιν, εἴτε μικροῖς εἴτε μεγάλοις ἁμαρτάνειν, ταὐτόν ἐστιν· ἐξ ἀμφοτέρων γάρ ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ ἀθετεῖται»11, διατρανώνει ἡ Ζ´ Οἰκουμενική Σύνοδος. Σωστά ἐπεσήμανε ὁ ἀείμνηστος π. Γ. Φλωρόφσκυ ὅτι μέσα «εἰς τήν διῃρημένην χριστιανοσύνην... ἡ ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησία εἶναι ἐντελῶς ἰδία κατά τήν οὐσίαν μέ τήν ᾿Εκκλησίαν ὅλων τῶν αἰώνων καί μάλιστα μέ τήν πρώτην ᾿Εκκλησίαν.... ᾿Ενταῦθα ὑπάρχει τι περισσότερον μιᾶς ἁπλῆς ἀδιασπάστου συνεχείας, ἡ ὁποία εἶναι πράγματι καταφανής. ῾Υπεράνω πάντων ὑπάρχει μία τελική πνευματική καί ὀντολογική ταυτότης, ἡ ἰδία πίστις, τό ἴδιο πνεῦμα, τά ἴδια ἤθη. Καί αὐτό ἀποτελεῖ τό διακριτικόν σημεῖον τῆς ᾿Ορθοδοξίας»12.
῾Η οἰκουμενικότητα τῆς ᾿Ορθοδοξίας
Μέ αὐτή τήν βάση, ἡ ᾿Ορθοδοξία εἶναι ἀνοιχτή σέ ὅλους. Μέ ὅλους διαλέγεται καί ὅλους τούς καλεῖ στήν ἀλήθεια. ᾿Εξάλλου, ἡ οἰκουμενικότητα καί ἡ παγκοσμιότητα ἀποτελοῦν βασικά στοιχεῖα τοῦ Εὐαγγελίου καί τῆς χριστιανικῆς πίστεως. Νά μή μᾶς διαφεύγει αὐτό ἀλλά οὔτε καί νά συγχέουμε τίς ἔννοιες. ῞Οπως ἄλλο θέωση καί ἄλλο θεοποίηση, τήν ὁποία ψευδόμενος ὁ σατανᾶς ὑποσχέθηκε στόν ᾿Αδάμ, ἔτσι ἄλλο παγκοσμιότητα καί ἄλλο παγκοσμιοποίηση, τουτέστιν ἰσοπέδωση τῶν πάντων ἐν ὀνόματι τῆς οἰκονομικῆς ἀνόδου· ἄλλο οἰκουμενικότητα καί ἄλλο οἰκουμενισμός, τουτέστιν συγκρητισμός μέ τό πρόχημα τῆς ἑνότητος· ἄλλο ταπείνωση καί ἄλλο ταπεινολογία καί ταπεινοσχημία, διά τῆς ὁποίας ἀδικοῦμε τήν ᾿Ορθοδοξία καί στραγγαλίζουμε τήν ἀλήθεια. Αὐτό πράττουμε ὅταν, δῆθεν ἀπό ἀγάπη καί ταπείνωση, ὑποβιβάζουμε τήν ᾿Ορθοδοξία στή θέση ἑνός ἀπό «τούς πολλούς κλάδους τοῦ Χριστιανισμοῦ», ἔστω κι ἄν ἰσχυριζόμαστε πώς εἶναι ὁ καλύτερος, ὁ ὑγιέστερος, ὁ ἀρχαιότερος κλάδος. Μέ αὐτή τήν τακτική «τά ἰσοπεδώνουμε ὅλα» καί ἔτσι «σήμερα βλέπεις ἕναν νερόβραστο κόσμο», ὅπως ἔλεγε ὁ ἀείμνηστος π. Παΐσιος13.
῞Οπως ὁ Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστός, Θεός ὤν, προσέλαβε τήν ἀνθρώπινη φύση «καί μή ἐκστάς τῆς φύσεως μετέσχε τοῦ ἡμετέρου φυράματος»14, γιά νά σώσει τόν κόσμο, ἔτσι καί τό σῶμα του, ἡ ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία προτείνει σέ ὅλους τήν ἀλήθεια τοῦ δόγματός της γιά νά ὁδηγήσει ὅλους στή σωτηρία. Καί τοῦτο χωρίς οὐδέ εἰς τό ἐλάχιστο νά ἀποστεῖ τοῦ δόγματός της, χωρίς σέ τίποτε νά τό ἀλλοιώσει ἤ νά τό ἀντικαταστήσει μέ νόθα δόγματα. ᾿Αρχή καί εὐθύνη της εἶναι, ὅπως γράφει ἡ «’Επιστολή τοῦ ἁγιωτάτου ἀρχιεπισκόπου Ρώμης Λέοντος πρός Φλαβιανόν ἀρχιεπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως», ἡ ὁποία καταχωρίσθηκε στά πρακτικά τῆς Δ´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (ἐν Χαλκηδόνι) «μάλιστα φροντίζειν ὥστε ἐκτός θορύβου καί φιλονεικίας καί τήν ἀγάπην φυλάττεσθαι καί τήν ἀλήθειαν ἐκδικεῖσθαι»15. Διαλεγομένη ἐπιμένει ἀδιάλλακτα στήν σώζουσα ἀλήθεια, τήν ὁποία αὐτή μόνη κατέχει. ῞Οσοι τό ἀμφισβητοῦν αὐτό, δέν ἔχουν λόγο νά συζητοῦν καί νά διαλέγονται μέ τήν ᾿Ορθοδοξία.
Αὐτή τήν τακτική μᾶς ὑπέδειξε ὁ ᾿Αρχηγός τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας, ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός. Διαλέχθηκε καί μέ τούς φαρισαίους καί μέ τούς σαδδουκαίους καί μέ τούς ἠρωδιανούς καί μέ τούς φανατικούς μαθητές τοῦ Προδρόμου καί μέ τούς τελῶνες, μέ ὅλους. ῞Ολους τούς ἀγαποῦσε· «ἠγάπησε τόν κόσμον» (᾿Ιω 3,16). ᾿Αλλά πῶς τόν ἠγάπησε; ῞Οπως οἱ ἀκτῖνες τοῦ ἥλιου φωτίζουν καί θερμαίνουν τά πάντα πάνω στή γῆ· ὄμορφα καί ἄσχημα, καθαρά καί βρώμικα, πολυτελῆ καί εὐτελῆ, χωρίς καθόλου νά ἐπηρεάζονται ἤ νά ἀλλοιώνονται οἱ ἴδιες, ἔτσι καί ὁ ἥλιος Χριστός ἀγάπησε τόν κόσμο, ὄχι γιά νά τόν ἀκολουθήσει καί νά ἐξομοιωθεῖ μέ αὐτόν. Τόν ἠγάπησε γιά νά τόν ὁδηγήσει, νά τόν μεταμορφώσει καί νά τόν καταστήσει ἀκόλουθο δικό του.
῞Οσοι δέν δέχονται αὐτή τήν προϋπόθεση δέν ὑπάρχει λόγος νά συζητοῦν μαζί του. «Καί οὐδείς ἐδύνατο ἀποκριθῆναι αὐτῷ λόγον, οὐδέ ἐτόλμησέ τις ἀπ᾿ ἐκείνης τῆς ἡμέρας ἐπερωτῆσαι αὐτόν οὐκέτι» (Μθ 22,46), σημειώνει ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος. Εἶναι δέ χαρακτηριστικό ὅτι στίς ἔντονες συζητήσεις του μέ τούς ᾿Ιουδαίους, τίς ὁποῖες διασώζει ὁ εὐαγγελιστής ᾿Ιωάννης στά κεφ. 7 καί 8, ὅταν ἐκεῖνοι ἀνεπίδεκτοι ἀληθείας ἐπέμεναν νά ἀμφισβητοῦν τήν ἴδια τήν ὑπόστασή του καί ἐπαναλάμβαναν τήν ἐρώτηση «σύ τίς εἶ», τούς ἀποστόμωσε μέ τόν παροιμιώδη λόγο «τήν ἀρχήν ὅτι καί λαλῶ ὑμῖν» (᾿Ιω 7,25), πολύ εἶναι πού κάθομαι καί συζητῶ μαζί σας16. Διακόπτει τόν διάλογο!
Χωρισμός τῆς ἀγάπης ἀπό τήν ἀλήθεια
Μπορεῖ κανείς νά ἰσχυρισθεῖ ὅτι δέν ἀγαποῦσε ὁ Κύριος; Καί ἀγαποῦμε περισσότερο ἐμεῖς, πού ἄλλοτε μέ τό διαβόητο «Παγκόσμιο Συμβούλιο ᾿Εκκλησιῶν», ἄλλοτε μέ τούς ἀτελέσφορους καί ἀνούσιους διαλόγους ᾿Ορθοδόξων καί Ρωμαιοκαθολικῶν, «πωλοῦμε» ἀγάπη, τήν ὁποία κακῶς θεοποιήσαμε; «῾Ο Θεός ἀγάπη ἐστί», τό μαρτυρεῖ ἡ ἁγία Γραφή, ἀλλά ἡ ἀγάπη δέν εἶναι θεός! Οἱ ἅγιοι ἀπόστολοι διακηρύττουν ὅτι ἡμεῖς «ἀγαπῶμεν ἐν ἀληθείᾳ» (Α´ ᾿Ιω 3,18· Β´ ᾿Ιω 1) καί συγχρόνως «ἀληθεύομεν ἐν ἀγάπῃ» (᾿Εφ 4,15). Δέν διαχώρισαν ποτέ τήν ἀγάπη ἀπό τήν ἀλήθεια, διότι ἡ ἀγάπη «συγχαίρει τῇ ἀληθείᾳ» (Α´ Κο 13,6)· δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει χωρίς τήν ἀλήθεια, εἶναι φυτό ἀληθοχαρές!
Στήν ἴδια γραμμή κινοῦνται οἱ ἅγιοι πατέρες. «Εἴ που τήν εὐσέβειαν παραβλαπτομένην ἴδοις», λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, «μή προτίμα τήν ὁμόνοιαν τῆς ἀληθείας». Στάσου γενναῖος μέχρι θανάτου καί διατηρώντας τήν φιλική διάθεση πρός ὅλους, σέ τίποτε μήν προδόσεις τήν ἀλήθεια17.
Δέν χωρίζεται ἡ ἀγάπη ἀπό τήν ἀλήθεια. ῾Ο διαχωρισμός τους, ἐπί ζημίᾳ βέβαια καί τῶν δύο, εἶναι τῶν ἡμερῶν μας ἐπίτευγμα. Εἶναι τό κατόρθωμα τοῦ συγχρόνου διαχριστιανικοῦ συγκρητισμοῦ! Ποτέ ἄλλοτε ἡ λέξη ἀγάπη δέν χρησιμοποιήθηκε τόσο πρόχειρα, ἀνεύθυνα καί ὕπουλα εἰς βάρος τῆς ἀλήθειας. Ποτέ στήν ἱστορία τῆς ᾿Εκκλησίας δέν χρησιμοποιήθηκαν στίς σχέσεις μέ τούς αἱρετικούς οἱ ἀνταλλαγές ἐπισκέψεων καί δώρων, οἱ ἑκατέρωθεν φιλοφρονήσεις, οἱ ἐναγκαλισμοί καί οἱ ἀσπασμοί μέ πλήρη ἤ ἔστω μερική παραθεώρηση τῆς ἀλήθειας.
Διαλέχθηκαν μέ τούς ἑτεροδόξους οἱ πατέρες μας, ἀλλ᾿ ἐν ἀνυποκρίτῳ ἀγάπῃ καί ἀληθείᾳ. «Οὐ γάρ νικῆσαι ζητοῦμεν, ἀλλά προσλαβεῖν ἀδελφούς, ὧν τῷ χωρισμῷ σπαρασσόμεθα»18, ἐξομολογεῖται ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος. Ποτέ ἡ ἀγάπη δέν κατήργησε οὔτε ὑποβίβασε τό δόγμα. Ποτέ δέν παραμερίσθηκε ἡ ἀλήθεια χάριν μιᾶς κατ᾿ ἐπίφασιν εἰρήνης. «῎Αν ἡ εἰρήνη περιορίζεται μόνο στά λόγια, εἶναι καταγέλαστη», γράφει ὁ Μ. Βασίλειος19, ἐνῶ ὁ εὐαίσθητος καί πραότατος Θεολόγος Γρηγόριος διαγγέλλει· «Κρείττων γάρ ἐπαινετός πόλεμος εἰρήνης χωριζούσης Θεοῦ· καί διάτοῦτο τόν πραΰν μαχητήν ὁπλίζει τό Πνεῦμα, ὡς καλῶς πολεμεῖν δυνάμενον»20. Εἶναι μία ρήση ὄντως σκληρή, ἀλλά διαφωτιστική καί σωτήρια, ὅπως κατ᾿ ἐπανάληψιν ἀπέδειξε ἡ ἱστορία. Τήν ἐπιβεβαιώνει καί ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, ὁ ὁποῖος τεκμηριώνοντας τόν λόγο του μέ παραδείγματα τῆς βιβλικῆς ἱστορίας συνάγει·· «῎Εστιν οὖν σχισθῆναι καλῶς καί ἔστιν ὁμονοῆσαι κακῶς... ῞Ωστε οὐ πανταχοῦ ὁμόνοια καλόν, ὥσπερ οὖν οὐδέ πανταχοῦ ἡ διάστασις κακόν21.
῞Οταν οἱ αἱρετικοί ἐπέμεναν στίς κακοδοξίες τους οἱ πατέρες ἔπαυαν νά συζητοῦν μαζί τους ἐφαρμόζοντας τήν ἀποστολική παραγγελία «αἱρετικόν ἄνθρωπον μετά μίαν καί δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδώς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καί ἁμαρτάνει ὤν αὐτοκατάκριτος» (Ττ 3,10). Μαχητικός καί ἀνένδοτος ὁ ἅγιος Χρυσόστομος θεωρεῖ αὐτονόητο ὅτι πρός τό συμφέρον τῆς εἰρήνης, πρέπει νά ἀποκόπτονται ἀπό τό σῶμα τῆς ᾿Εκκλησίας ὅσοι δέν συμμορφώνονται πρός τίς ἀρχές της. «῎Αν κόβουμε», λέγει «τό σάπιο καί ἀθεράπευτο μέλος τοῦ σώματος, ὄχι διότι τό περιφρονοῦμε, ἀλλά διότι ἔτσι θά διασφαλίσουμε τό ὑπόλοιπο σῶμα, πόσο πιό ἀναγκαῖο εἶναι νά ἀκολουθοῦμε αὐτή τήν τακτική στήν περίπτωση τῆς κακίας;... Αὐτή ἡ τακτική πολλές φορές ἀποβαίνει ὠφέλιμη ὄχι μόνο γιά τήν ᾿Εκκλησία ἀλλά καί γιά τούς ἴδιους (τούς παρεκτρεπομένους)»22. Μέ αὐστηρότητα στιγματίζει ὁ ἅγιος πατέρας κάθε ἐπιπόλαιη προσέγγιση πρός τούς αἱρετικούς καί τήν παραβάλλει πρός τόν διάλογο τῆς Εὔας μέ τόν ὄφι. Τόσο μεγάλο κακό εἶναι νά ἀποκαλύπτουμε σέ ὅλους ἀβασάνιστα τά θεῖα μυστήρια. ῎Ας τό ἀκούσουν, λέει, «οἱ ἁπλῶς καί ἀδιαφόρως πρός ἅπαντας διαλεγόμενοι»23. Τότε καί τώρα. Κρατοῦμε τήν πίστη μας γράφει ὁ ἐπίσκοπος ᾿Αντιοχείας ἅγιος ᾿Αναστάσιος ὁ Α´ «πίστει κραταιούμενοι καί κατά τῶν αἱρετικῶν ἀγωνιζόμενοι τῶν διαιρούντων ἤ συγχεόντων ἤ οὐχ ὁμολογούντων τήν ἀλήθειαν»24. ῾Η καταπάτηση τῆς ἀλήθειας δέν συνάδει μέ τήν ἀγάπη, εἶναι πρόσχημα, προσωπεῖο, μάσκα ἀγάπης. Καί ἐπειδή, λέγει ὁ Μέγας Βασίλειος, τό πρόσχημα τῆς ἀγάπης ἐπιφέρει μεγάλη ζημία, «σκοπεῖν ὀφείλομεν οἷς ἑαυτούς ἀναμίγνυμεν»25, πρέπει νά προσέχουμε πολύ μέ ποιούς συναναστρεφόμαστε.
Περιττά τά δόγματα σήμερα;
Πρώτη φορά στήν ἐποχή μας ἀκούσθηκαν ἀπό κορυφαίους ἐκπροσώπους τῆς ᾿Ορθοδόξου ᾿Εκκλησίας προτάσεις ὅπως «νά ἀφήσουμε τούς θεολογικούς διαλόγους καί νά κάνουμε διάλογο ἀγάπης», διότι «ἡ θεολογία διαιρεῖ, ἐνῶ ἡ ἀγάπη ἑνώνει» ἤ ἐκεῖνο τό βλάσφημο, ὅτι τά δόγματα πρέπει νά τεθοῦν στό θησαυροφυλάκιο τῆς ᾿Εκκλησίας26! Θά θυμηθῶ ἐδῶ τήν ὑπόδειξη τοῦ Παναγιώτη Τρεμπέλα πρός τόν πατριάρχη ᾿Αθηναγόρα· «῾Η θεωρία περί θεολογίας τῆς ἀγάπης εἶναι ὅλως ξένη καί ἄγνωστος πρός τήν ἀποστολικήν διδασκαλίαν καί τήν παράδοσιν τῶν πατέρων, οἵτινες ἠγωνίσθησαν ἀνυποχωρήτως κατά πάσης πλάνης καί ὅταν ἀκόμη αὐτή ἐνεφανίζετο ὑπό μορφήν τοσούτῳ λεπτήν, ὥστε ἡμεῖς οἱ νεώτεροι ἐνίοτε νά δυσκολευώμεθα, παρ᾿ ὅλην τήν ἐπιστήμην μας νά διακρίνωμεν ταύτην»27.
Καί ἡ ἐλάχιστη παρέκκλιση, παραποιεῖ, νοθεύει τό δόγμα, ἀποφαίνεται ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. Παραβάλλει δέ τήν παρέμβαση στό δόγμα μέ τήν νόθευση τῶν νομισμάτων. ῞Οπως ἐκεῖ, ἡ παραμικρή περικοπή καθιστᾶ τό νόμισμα κίβδηλο, ἔτσι καί «ὁ τῆς ὑγιοῦς πίστεως καί τό βραχύτατον ἀνατρέψας, τῷ παντί λυμαίνεται ἐπί τά χείρονα προϊών ἀπό τῆς ἀρχῆς»28. ῎Αν, συνεχίζει ὁ ἅγιος διδάσκαλος, τιμωρήθηκε σκληρά ὁ ᾿Ισραηλίτης πού μάζευε ξύλα τό Σάββατο καταπατώντας τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ (᾿Αρ 15,32-36), «ὁ δόγματα φρικτά καί ἀπόρρητα λυμηνάμενος, οὗτος ἀπολογίας τεύξεται καί συγγνώμης; Οὐκ ἔστι ταῦτα, οὐκ ἔστιν· ἀλλά καί αὐτό μέν οὖν τοῦτό ἐστι τό πάντων αἴτιον τῶν κακῶν, τό μή ὑπέρ τῶν μικρῶν τούτων ἀγανακτεῖν»29. Δέν ἔχουμε δικαίωμα νά διακρίνουμε μεγάλες καί μικρές ἀποκλίσεις ἀπό τήν ἀλήθεια. Καί δέν ἔχουν καθόλου δίκαιο ἐκεῖνοι πού ἰσχυρίζονται ὅτι μέ τόν μέν προτεσταντισμό μᾶς χωρίζουν πολλά, μέ τόν παπισμό ὅμως, μποροῦμε νά τά βροῦμε. Διότι, λέει, ᾿Ορθοδοξία καί Καθολικισμός (τουτέστιν παπισμός) εἶναι «οἱ δύο πνεύμονες» τῆς χριστιανοσύνης30. Τέτοιες διακηρύξεις ὁδηγοῦν στήν ἀσφυξία τήν χριστιανοσύνη. Δέν συνάδουν οὔτε μέ τό ὀρθόδοξο δόγμα οὔτε μέ τό ὀρθόδοξο ἦθος.
Οἱ ἐκτός τῆς ᾿Ορθοδοξίας ἐκτός ἀληθείας
Γιά νά λέμε τά πράγματα μέ τό ὄνομά τους ὄχι μόνο ὁ προτεσταντισμός ἀλλά καί ὁ παπισμός εἶναι αἵρεση, παρ᾿ ὅλα τά καλά χριστιανικά στοιχεῖα πού μπορεῖ νά διαθέτουν καί οἱ δύο, ὅπως καί κάθε ἄλλη αἵρεση. Σαφής εἶναι ἡ καταδικαστική ἀπόφαση τοῦ ἁγίου Πνεύματος· «ὅστις γάρ ὅλον τόν νόμον τηρήσῃ, πταίσῃ δέ ἐν ἑνί, γέγονε πάντων ἔνοχος» (᾿Ια 2,10). «Οἱ τῆς τοῦ Χριστοῦ ἐκκλησίας», γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, «τῆς ἀληθείας εἰσί· καί οἱ μή τῆς ἀληθείας ὄντες οὐδέ τῆς τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησίας εἰσίν»31. Εἶναι ἐκτός ἀληθείας οἱ ἐκτός τῆς ᾿Ορθοδοξίας. Γι᾿ αὐτό τό ἅγιο Εὐαγγέλιο ἀπαγορεύει κάθε πνευματική σχέση μαζί τους. ῾Ο ἴδιος ὁ Κύριος συνιστᾶ νά φυλαγόμαστε «ἀπό τῶν ψευδοπροφητῶν» (Μθ 7,15), ἐνῶ ὁ ἀπόστολος ᾿Ιωάννης, ὁ μαθητής τῆς ἀγάπης διδάσκει τόν αἱρετικόν «μή λαμβάνετε εἰς οἰκίαν καί χαίρειν αὐτῷ μή λέγετε» (Β´ ᾿Ιω 10). ᾿Ακολουθώντας τήν εὐαγγελική γραμμή οἱ ἱεροί Κανόνες μέ αὐστηρότητα ἀπαγορεύουν τήν συμπροσευχή καί ὁποιαδήποτε ἄλλη λειτουργική κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς32.
Σήμερα, ὅπως ἤδη προανέφερα, δέν τίθεται θέμα παραχάραξης ἤ ἀλλοίωσης τῶν ὀρθοδόξων δογμάτων. ᾿Επίσημα χείλη μάλιστα μᾶς διαβεβαίωσαν ὅτι «δέν πρόκειται νά ἀλλοιώσουμε οὐδέ εἰς τό ἐλάχιστο τά δόγματά μας». ᾿Αλλά πῶς λησμονοῦμε ὅτι αὐτά τά δόγματα μᾶς ἀπαγορεύουν τήν ἀνάμιξη μέ τούς αἱρετικούς; Εἶναι ἀθέμιτος ὁ συμφυρμός μέ ἑτεροδόξους, ὅπως σαφῶς καί κατ᾿ ἐπανάληψιν δηλώνεται ἀπό τήν ἁγία Γραφή. Θά ἀναφέρω ἐδῶ μόνο τά ἐπιτιμητικά ἐρωτήματα τοῦ ἀποστόλου Παύλου· «Τίς γάρ μετοχή δικαιοσύνῃ καί ἀνομίᾳ; τίς δέ κοινωνία φωτί πρός σκότος; τίς δέ συμφώνησις Χριστῷ πρός Βελίαρ; ἤ τίς μερίς πιστῷ μετά ἀπίστου;» (Β´ Κο 6,14-15). Δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει σχέση πνευματική μεταξύ πιστῶν καί ἀπίστων ἤ αἱρετικῶν, διότι «ἡμεῖς πεφωτισμένοι τῇ ἀληθείᾳ, ἐκεῖνοι δέ ἐσκοτισμένοι τῇ πλάνῃ»33, ἑρμηνεύει ὁ Ζιγαβηνός. Τό φῶς τοῦ Χριστοῦ φωτίζει μόνον ὅσους παραμένουν στήν ἀλήθεια του. Οἱ αἱρετικοί, ἐφόσον ἀποκόπτονται ἀπό τήν ἀλήθεια τοῦ Χριστοῦ, βυθίζονται στό σκοτάδι καί οἱ υἱοί τοῦ φωτός δέν μποροῦν νά συμφύρονται μέ αὐτούς. «Κάνει νά ἀνακατέψουμε χρυσό καί μπακίρι;»34, πού ἔλεγε ὁ π. Παΐσιος; ῎Οχι, βέβαια!
Προσοχή στήν παγίδα!
῎Επειτα, τό νά διατηροῦμε τά δόγματά μας συναγελαζόμενοι μέ τούς αἱρετικούς -ὅσο κι ἄν, ἐκ πρώτης ὄψεως, φαίνεται δελεαστικό- εἶναι μία καλοστημένη οἰκουμενιστική παγίδα. Πράγματι, τί καλύτερο ἀπό τήν ἑνότητα καί τήν ἀγάπη τῶν πάντων, ὅταν μάλιστα δέν παρακωλύεται καί ἡ ἰδιαιτερότητα τοῦ καθενός; ῞Οπως, π.χ., στό ἴδιο τραπέζι, ὁ καθένας τρώει ὅ,τι τοῦ ἐπιτρέπει ἡ ὑγεία του καί τοῦ ὑπαγορεύει ἡ ὄρεξή του -ἄλλος ψητό, ἄλλος τηγανιτό, ἄλλος βραστό-, χωρίς αὐτό νά ψυχραίνει τίς σχέσεις μεταξύ τῶν συνδαιτημόνων, ἀλλά ὅλοι εἶναι φίλοι καί ἀγαπημένοι, ἔτσι καί στό θέμα τῆς πίστεως· ὁ καθένας διατηρεῖ τίς δικές του θέσεις, χωρίς φανατισμούς καί μισαλλοδοξίες!
Αὐτό ἀκριβῶς εἶναι τό ἐπικίνδυνο, πού ὁδηγεῖ πρός τήν ἐπικράτηση μιᾶς «νέας ἐκκλησίας», ὅπως ἔγραψα σέ μία σειρά ἄρθρων35. Πρόκειται γιά μία παγκόσμια θρησκευτική συνένωση τῶν πάντων. Προβάλλεται ὡς ἡ πλέον ἐνδεδειγμένη ἀντιμετώπιση τῶν ποικίλων καί σοβαρῶν κινδύνων, οἱ ὁποῖοι ὡς ἄλλη δαμόκλεια σπάθη ἀπειλοῦν ἀπό στιγμή σέ στιγμή νά καρατομήσουν καί νά ἐξαφανίσουν τόν Χριστιανισμό. Κατά τήν πρώτη χιλιετία, ἰσχυρίζονται οἱ Οἰκουμενιστές, ἡ ᾿Εκκλησία ἑνωμένη κατέκτησε τόν κόσμο. Κατά τήν δεύτερη, μέ τήν διαίρεση καί διάσπαση ταπεινώθηκε καί συρρικνώθηκε. Στήν τρίτη χιλιετία, ἄν δέν ἑνωθοῦμε, θά καταπωθοῦμε ἀπό τήν ἀθεΐα καί τήν ἀπιστία ἤ θά συντριβοῦμε ἀπό τό συνεχῶς ἐπεκτεινόμενο ἰσλαμικό τόξο.
Δέν ἀμφιβάλλω ὅτι ὅσον ἀφορᾶ στόν κοινωνικό, στόν ἐπιστημονικό καί γενικά στόν ἀνθρώπινο τομέα, π.χ. σέ θέματα βιοηθικῆς ἤ περιβαλλοντικῆς εὐαισθησίας, ὑπάρχει ὄντως κάποια δόση ἀλήθειας καί ὀρθότητος στίς οἰκουμενιστικές προτάσεις. ᾿Ασφαλῶς ὡς ἄνθρωποι «μηδενί μηδέν ὀφείλομεν εἰ μή τό ἀγαπᾶν ἀλλήλους» (βλ. Ρω 13,8). Νά ἀγαποῦμε, νά βοηθοῦμε, νά συνεργαζόμαστε μέ ὅλους, ἀνεπηρέαστοι ἀπό τίς θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. ῎Οχι ὅμως νά ἐπεκτείνουμε αὐτή τήν ἑνότητα καί στόν τομέα τῆς πίστεως, παραθεωρώντας τίς θέσεις τοῦ Εὐαγγελίου καί καταπατώντας τήν γραμμή τῆς Παραδόσεως! Διότι τότε παραφθείρουμε τήν ἀγάπη, τήν ἐκφυλίζουμε σέ πρόσχημα, μάσκα ἀγάπης· τήν καθιστοῦμε μέσο γιά τήν νοθεία τοῦ δόγματος καί τήν καταστρατήγηση τῆς ἀλήθειας. Δυστυχῶς αὐτό μαρτυρεῖ ἡ πείρα ὀρθοδόξων θεολόγων πού ἔλαβαν μέρος σέ διαχριστιανικούς διαλόγους.
Γράφει ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς, ὁ ἐκλεκτός συνάδελφος αἰδεσιμολογιώτατος π. Γεώργιος Μεταλληνός· «᾿Εδῶ καί δεκαετίες ἡ μέθοδος τῶν ἑτεροδόξων εἶναι· Καλλιέργεια προσωπικῶν σχέσεων καί κλίματος (κοσμικῆς) φιλίας μεταξύ τῶν θεολόγων, μέ ὅλα τά διαθέσιμα μέσα, ἀλλά καί ἡ παροχή οἰκονομικῶν ἐνισχύσεων· (ἀρκετοί μητροπολίτες μας θεωροῦν καύχηση νά ἀναγράφουν στά ῾Ιδρύματά τους τήν εὐγνωμοσύνη τους πρός τό Π.Σ.Ε. ἤ τό Βατικανό, γιά τήν προσφερθεῖσα οἰκονομική βοήθεια). Καί ὅλα αὐτά γιά τήν ἄμβλυνση καί ἀποδυνάμωση κάθε διαθέσεως μαρτυρίας καί ὁμολογίας». ῎Ετσι «ὁ διάλογος νοεῖται ὡς “ἀμοιβαία ἀναγνώριση” καί ὄχι συνάντηση στήν ᾿Αλήθεια, στόν ἕνα Χριστό δηλαδή, ὅπως παραδίδεται στό λόγο καί στήν πολιτεία τῶν ἁγίων μας»36.
῾Η φιλική, «προσχήματι ἀγάπης», διάθεση πρός τόν παπισμό προβάλλεται ἀπό τούς οἰκουμενιστές ὡς διάσωση τοῦ Χριστιανισμοῦ στήν Εὐρώπη. ᾿Αλλά γιά ποιό Χριστιανισμό μιλᾶμε, ὅταν στηρίζουμε τόν παπισμό καί τόν ὀνομάζουμε, ὡς μή ὤφειλε, «ἀδελφή ἐκκλησία»; ῞Οταν μέ τήν στάση μας ἐπιβεβαιώνουμε τόν τίτλο τοῦ πάπα ὡς «πλανητάρχη»; Δέν ἐπαναλαμβάνουμε ἔτσι τό σφάλμα πού διέπραξαν οἱ ἱεράρχες τοῦ Βυζαντίου, ὅταν στήν σύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας τάχθηκαν στό πλευρό τοῦ πάπα; Καί τότε μέν βρέθηκε ἕνας Μᾶρκος Εὐγενικός, γιά νά διακηρύξει ὅτι· «Δέν εἶναι οἱ Λατίνοι μόνο σχισματικοί, ἀλλά καί αἱρετικοί. Αὐτό τό ἀποσιώπησε ἡ ᾿Εκκλησία μας, διότι εἶναι πολλοί καί ἰσχυρότεροί μας, ἀλλά ἐμεῖς δέν διακόψαμε τίς σχέσεις μαζί τους γιά κάποιον ἄλλο λόγο παρά διότι εἶναι αἱρετικοί. Καί δέν μποροῦμε νά συμφωνήσουμε μαζί τους, ἄν πρῶτα δέν μετανοήσουν καί ὁμολογήσουν τό αὐτό Σύμβολο τῆς πίστεως»37. Σήμερα ὅμως ποιός θά μιλήσει γι᾿ αὐτή τήν ἀνάγκη μετανοίας;
Προωθεῖται ἡ Οὐνία
᾿Αλλά, θά πεῖ κάποιος, ἤδη ἔχουμε δήλωση μετανοίας· ῾Ο πάπας Παῦλος-᾿Ιωάννης Β´ εἶχε ζητήσει συγγνώμη γιά τά ὄντως ἀνήκουστα κακά καί τούς βανδαλισμούς πού διέπραξαν οἱ παπικοί σταυροφόροι, τά ὁποῖα στιγματίζουν ἀκόμη καί ὁμόδοξοί τους ἱστορικοί. ᾿Αλλά τί νόημα ἔχει ἡ δήλωση μετανοίας καί ἡ αἴτηση συγγνώμης, ὅταν οἱ ἴδιες ἀγριότητες ἐπαναλήφθηκαν καί ἐξακολουθοῦν νά ἐπαναλαμβάνονται; ᾿Αρκεῖ νά ὑπενθυμίσω τά ἐγκλήματα τῶν παπικῶν Οὔστασι ἐναντίον τῶν ὀρθοδόξων Σέρβων στήν Κροατία κατά τόν περασμένο αἰώνα. Τό σπουδαῖο εἶναι ὅτι οἱ Οὔστασι δροῦσαν μέ τίς εὐλογίες τοῦ διαβόητου ἀρχιεπισκόπου Στέπινατς, τόν ὁποῖο κατόπιν οἱ παπικοί ἁγιοποίησαν. Καί μάλιστα τήν ἁγιοποίηση εἰσηγήθηκε ὁ ἴδιος πάπας πού μᾶς ζήτησε συγγνώμη!
Καί τί νά πεῖ κανείς γιά τόν ὕπουλο θεσμό τῆς Οὐνίας, τήν ὁποία τό Βατικανό ἐπίσημα ἐπικυρώνει καί μεθοδικά προωθεῖ38; Εἶναι χαρακτηριστικό τό ἀπόσπασμα ἀπό ἐπιστολή τοῦ σημερινοῦ πάπα Βενεδίκτου Ράτσιγκερ πρός τόν οὐνίτη ἀρχιεπίσκοπο Οὐκρανίας, καρδινάλιο Λιουμπομίρ Χούζαρ· «᾿Επιβάλλεται νά ἐξασφαλίσουμε τήν παρουσία καί τῶν δύο μεγάλων φορέων τῆς μοναδικῆς παραδόσεως (τοῦ λατινικοῦ καί τοῦ ἀνατολικοῦ)... Διπλή εἶναι ἡ ἀποστολή πού ἔχει ἀνατεθεῖ στήν ῾Ελληνοκαθολική (ἐν. Οὐνιτική) ᾿Εκκλησία, πού βρίσκεται σέ πλήρη κοινωνία μέ τόν διάδοχο τοῦ ἀποστόλου Πέτρου (ἐν. τόν πάπα)· ἀπό τή μία πλευρά νά διατηρήσει ὁρατή μέσα στήν καθολική ἐκκλησία τήν ἀνατολική παράδοση· ἀπό τήν ἄλλη πλευρά νά εὐνοήσει τήν σύγκλιση τῶν δύο παραδόσεων, μαρτυρώντας ὅτι αὐτές ὄχι μόνο συνδυάζονται μεταξύ τους, ἀλλά καί ἀποτελοῦν μία βαθειά ἑνότητα μέσα στήν ποικιλία τους»39.
Αὐτή, λοιπόν, εἶναι ἡ ἀγάπη καί ἑνότητα γιά τήν ὁποία «καίγεται» τό Βατικανό· τό σφιχταγκάλιασμά του μέ τήν ᾿Ορθοδοξία καί ὁ πνιγμός της μές στά πλοκάμια τῆς Οὐνίας. «᾿Εκμεταλλευόμενοι τήν δυστυχίαν τῶν λαῶν τῆς ᾿Ανατολῆς, μέ δοράς προβάτων ὑπεισῆλθον οἱ φοβεροί αὐτοί λύκοι (οἱ οὐνίτες) εἰς τάς μάνδρας καί ἀπεδεκάτισαν τά πρόβατα»40, γράφει χαρακτηριστικά ὁ αἰωνόβιος ἐπίσκοπος πρώην Φλωρίνης π. Αὐγουστῖνος Καντιώτης. ᾿Απευθυνόμενος δέ στό Βατικανό ὁ σεβάσμιος γέροντας τονίζει· «᾿Εάν θέλετε, κύριοι, νά ἔλθῃ ἡ ποθητή ἐκείνη ἡμέρα “τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως”, παύσατε νά μεταχειρίζεσθε τοιαύτας μεθόδους, πού... προκαλοῦν φρίκην εἰς πᾶσαν ἀδιάφθορον συνείδησιν καί εὐρύνουν τό ἀνοιγέν χάσμα μεταξύ ᾿Ανατολῆς καί Δύσεως. ῾Η ὁδός ἡ ἄγουσα πρός τήν ἕνωσιν δέν διέρχεται διά τῆς οὐνίας ἀλλά διά τῆς ὁδοῦ ἐκείνης, τήν ὁποίαν ἐχάραξεν ὁ Θεάνθρωπος εἰπών· “Γνώσεσθε τήν ἀλήθειαν καί ἡ ἀλήθεια ἐλευθερώσει ὑμᾶς” (᾿Ιω 8,32)»41.
᾿Εμεῖς ὄχι μόνο δέν τολμοῦμε νά ἀπαιτήσουμε ἀπό τούς παπικούς εἰλικρινῆ μετάνοια, ἀλλά τούς ἀποκλείουμε κάθε δυνατότητα ἐπιστροφῆς στήν ᾿Ορθόδοξη πίστη, ἀφοῦ ὅπως διακηρύχθηκε ἤδη τό 1993, μέ τή συμφωνία τοῦ Balamand, τήν ὁποία συνυπέγραψαν ᾿Ορθόδοξοι Οἰκουμενιστές μέ ἐκπροσώπους τοῦ Βατικανοῦ· «῾Εκατέρωθεν ἀναγνωρίζεται ὅτι ὅσα ἐνεπιστεύθη ὁ Χριστός εἰς τήν ᾿Εκκλησίαν του -ὁμολογία τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, μετοχή εἰς τά αὐτά μυστήρια, κυρίως εἰς τήν μίαν ἱερωσύνην τήν τελοῦσαν τήν μίαν θυσίαν τοῦ Χριστοῦ, ἀποστολικήν διαδοχήν τῶν ἐπισκόπων- δέν δύνανται νά θεωρηθοῦν ὡς ἀποκλειστική ἰδιοκτησία μιᾶς τῶν ἡμετέρων ᾿Εκκλησιῶν. Εἶναι σαφές ὅτι ἐντός τοῦ πλαισίου τούτου ἀποκλείεται πᾶς ἀναβαπτισμός»42. Καί πρός ἐπίρρωση τῆς συμφωνίας, μόλις πρίν δύο χρόνια, κατά τήν ἐπίσκεψη τοῦ πάπα στήν Κωνσταντινούπολη ὁ Οἰκουμενικός Πατριάρχης μας προσέφερε ὡς δῶρο ἕναν σταυρό στόν ἀρχηγό τῶν οὐνιτῶν καρδινάλιο ᾿Ιγνάτιο. ῎Ετσι δώσαμε στόν πάπα τό δικαίωμα νά διακηρύξει, λίγο ἀργότερα, ὅτι ἡ «ρωμαϊκή ἐκκλησία» εἶναι ἡ μοναδική πραγματική ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ καί ὅτι «οἱ ᾿Ορθόδοξες τοπικές ἐκκλησίες εἶναι ἐλλειμματικές, ἐπειδή δέν ἔχουν κοινωνία μέ τόν διάδοχο τοῦ Πέτρου»!43.
Στήν γραμμή τῶν πατέρων
Αὐτή εἶναι ἡ τακτική τῶν πατέρων μας πού ἐπί αἰῶνες τόνιζαν ὅτι εἶναι νόθον τό παπικό δόγμα; Μήπως ἐμεῖς ἔχουμε περισσότερη ἀγάπη ἀπό τόν Μέγα Φώτιο, ὁ ὁποῖος ἀσφάλισε τήν ᾿Εκκλησία ἀπό τήν δικτατορία τοῦ πάπα καί ἔμεινε σύμβολο ᾿Ορθοδοξίας γιά τόν εὐσεβῆ λαό44;
᾿Ασφαλῶς δέν διέθετε λιγότερη ἀγάπη ἀπό ἐμᾶς ὁ ᾿Ιωσήφ Βρυέννιος. Στούς χαλεπούς καιρούς του θεωρεῖ τήν ἕνωση μέ τούς παπικούς ὡς γεγονός πολύ σπουδαῖο καί σωτήριο γιά τήν ταλανιζόμενη Ρωμανία, δηλαδή τήν βυζαντινή αὐτοκρατορία, ὡς «δευτέραν οἰκονομίαν Θεοῦ μετά τήν ἔνσαρκον». Τονίζει ὅμως ὅτι, ἄν δέν διευθετηθοῦν οἱ διαφορές πού ἀπομάκρυναν ἀπό τήν ᾿Εκκλησία τούς παπικούς, ὁποιαδήποτε ἕνωση εἶναι «τοῦ προτέρου σχίσματος σχίσμα χεῖρον καί διαίρεσις καί κατατομή καί ἀπάτη». Καί στι γματίζοντας ἐκείνους πού ἔσπευδαν πρός τήν ἐπαίσχυντη ἕνωση, γράφει· «Μή δέ νομίσῃς, ὅτι ἐξουσιάζεται ἡ πίστις ἡμῶν Πατριαρχικῷ τινι ἤ Βασιλικῷ προσώπῳ κἄν τις ἰσχύσῃ τούτους μεταβαλεῖν καί τούς λοιπούς διά τούτων μεταπεῖσαι δυνήσεται... Καί τοῦτο πολλάκις ἡ πεῖρα παρέστησεν· ὅτι ἀφ᾿ οὗπερ χριστιανοί ἐπεκλήθημεν, Πατριάρχαι πολλοί καί Βασιλεῖς σύν αὐτοῖς, αἱρεσιῶται γεγόνασι καί τούτοις συναπήχθησάν τινες τῶν ὑπ᾿ αὐτούς· ἡ μέν τοι πίστις ἀσάλευτος ἔμεινε»45.
Δέν εἴμαστε πιό φιλάδελφοι ἐμεῖς ἀπό τόν μαθητή τοῦ Βρυεννίου, τόν ἅγιο Μᾶρκο Εὐγενικό, ὁ ὁποῖος τοποθετώντας τήν ἐλευθερία τῆς ᾿Εκκλησίας πάνω ἀπό τῆς πατρίδος τήν ἐλευθερία διακήρυξε ὅτι· «Σέ καμία περίπτωση δέν πρέπει νά ἑνωθοῦμε μέ τούς λατίνους, ἄν αὐτοί δέν ἀποβάλουν ἀπό τό Σύμβολο τῆς πίστεως τήν προσθήκη καί δέν ὁμολογήσουν τό Σύμβολο ὅπως ἐμεῖς»46.
Θά ἀναφέρω ἀκόμη·
Τόν ἅγιο Κοσμᾶ τόν Αἰτωλό, πού μέ τήν ἁπλοϊκή διδαχή του ἐπεσήμαινε στούς χριστιανούς νά φοβοῦνται τόν πάπα, διότι αὐτός ἐνσαρκώνει τήν ὕπουλη μορφή τοῦ ἀντιχρίστου47.
Τόν ἅγιο Νικόδημο ῾Αγιορείτη, κατά τόν ὁποῖο οἱ Λατῖνοι «εἶναι παμπάλαιοι αἱρετικοί», ὅπως δείχνουν «τά βιβλία τοῦ ἁγιωτάτου Πατριάρχου ᾿Ιεροσολύμων κυρίου Δοσιθέου τοῦ παπομάστιγος», στά ὁποῖα παραπέμπει48.
Τόν ἅγιο τοῦ περασμένου αἰώνα, τόν Πενταπόλεως Νεκτάριο, πού μελετώντας τήν ἱστορία τοῦ παπικοῦ σχίσματος γράφει· «῾Η ἑνότης τῆς ᾿Εκκλησίας οὐχί ἐν ἑνιαίῳ προσώπῳ ἑνός τῶν ἀποστόλων θεμελιοῦται καί ἑδράζεται, ἀλλ᾿ ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ... ᾿Εκ τῆς Οἰκουμενικῆς ᾿Εκκλησίας μόνη ἡ ῾Ρωμαϊκή ᾿Εκκλησία ἄλλως ἀντελάβετο τό πνεῦμα τῆς ἑνότητος καί δι᾿ ἄλλων ἐπεζήτησε καί ἐπεδίωξε ταύτην μέσων. ῾Η διάφορος αὕτη ἀντίληψις τοῦ τρόπου τῆς ἑνότητος προὐκάλεσε τό σχίσμα, ὅπερ λαβόν τήν ἀρχήν ἀπό τῶν πρώτων αἰώνων ηὐξάνετο σύν τῷ χρόνῳ καί προέβαινε κατά τό μέτρον τῆς ἐφαρμογῆς τῶν ἀρχῶν τῆς ῾Ρωμαϊκῆς ᾿Εκκλησίας, μέχρις οὗ ἀφίκετο εἰς τήν τελείαν ἀπόσχισιν, ἕνεκα τῆς ἀπαιτήσεως τῶν παπῶν τῆς ὑποταγῆς τῆς Οἰκουμενικῆς ᾿Εκκλησίας, τῆς μίας καθολικῆς καί ἀποστολικῆς Έκκλησίας, τῇ ἐπισκοπῇ τῆς Ρώμης. ᾿Εν τούτῳ δέ κεῖται ὁ λόγος τοῦ σχίσματος, ὅστις ἀληθῶς εἶναι μέγιστος, διότι ἀνατρέπει τό πνεῦμα τοῦ Εὐαγγελίου, καί ὁ σπουδαιότατος δογματικός λόγος, διότι εἶναι ἄρνησις τῶν ἀρχῶν τοῦ Εὐαγγελίου. Οἱ λοιποί δογματικοί λόγοι, καίτοι σπουδαιότατοι, δύνανται νά θεωρηθῶσιν ὡς δευτερεύοντες καί ἀπόρροια τοῦ πρώτου τούτου λόγου»49.
Παρατρέχω τόν Μιχαήλ Κηρουλάριο, τόν Γεννάδιο Σχολάριο καί τόσους ἄλλους ἁγίους πατέρες καί διδασκάλους τῆς ᾿Εκκλησίας, οἱ ὁποῖοι μέσα στούς δώδεκα αἰῶνες πού μεσολάβησαν ἀπό τήν ἀπόσχιση τῶν παπικῶν μέχρι σήμερα, χωρίς ἐμπάθεια καί κακία ἀλλά μέ σεμνότητα καί παρρησία καταδικάζουν τήν παπική αἵρεση. Θά σταθῶ μόνο στό ὄνομα τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, πού προανέφερα. Μέ σθένος ὁ Παλαμᾶς ξεσκέπασε τόν φιλοπαπικό ἐκπρόσωπο τῶν ᾿Ορθοδόξων Βαρλαάμ τόν Καλαβρό, ἕνα εἶδος οὐνίτη ἐκείνης τῆς ἐποχῆς. ᾿Ασυμβίβαστος καί ἀκαταγώνιστος ὁ ἅγιος Γρηγόριος καταδικάζει ἔντονα τήν «ἔκφυλον προσθήκην» τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί ἐκ τοῦ Υἱοῦ κι ὅλες τίς παπικές κακοδοξίες καί καλεῖ ὅλους τούς πιστούς νά ἐπαγρυπνοῦν στά θέματα τῆς πίστεως. ῾Η σιγή, λέγει, σέ θέματα πίστεως εἶναι τρίτο εἶδος ἀθεΐας μετά ἀπό τήν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ καί τήν ἀπόρριψη τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ50.
Ποιά ἀπήχηση εἶχε στήν ζωή καί παράδοση τῆς ᾿Εκκλησίας ὁ ἀγώνας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου φαίνεται ἀπό τό γεγονός ὅτι, ὅπως εἶπα, ἡ ᾿Εκκλησία θέσπισε νά τιμᾶται ἡ μνήμη του κατά τήν δεύτερη Κυριακή τῆς Μ. Τεσσαρακοστῆς. Κι ἐνῶ κατά τήν πρώτη, τήν Κυριακή τῆς ᾿Ορθοδοξίας, μέ τήν ἀναστήλωση τῶν ἁγίων εἰκόνων ἡ ᾿Εκκλησία πανηγυρίζει τήν νίκη της ἐναντίον τῶν αἱρέσεων τῶν ὀκτώ πρώτων αἰώνων, μέ τήν Κυριακή τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ γιορτάζει τήν κατατρόπωση τῆς αἱρέσεως τοῦ παπισμοῦ, πού πάσχισε νά στηλώσει τήν εἰκόνα τοῦ πάπα-πλανητάρχη. Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι τήν μεγάλη αὐτή ἡμέρα δέν τιμᾶ ἡ ᾿Εκκλησία κάποιον ἀπό τούς ἀρχαίους μεγάλους πατέρες καί θεολόγους της, ὅπως Μ. ᾿Αθανάσιο, Μ. Βασίλειο, Γρηγόριο Θεολόγο κ.ἄ., διότι στήν δική τους ἐποχή δέν εἶχε ἀποσκιρτήσει ἀκόμη ἡ Δύση, ἀνῆκε στήν μία ᾿Εκκλησία τοῦ Χριστοῦ. ᾿Αργότερα οἱ παπικοί προσπαθώντας νά στηρίξουν τό θεμελιῶδες καί κυρίαρχο δόγμα τους περί πρωτείου τοῦ πάπα, πού πρόβαλε σάν ἀθεμελίωτος ἑτοιμόρροπος μιναρές, προσκόλλησαν σ᾿ αὐτό σάν ἀντερείσματα ἕναν ὁλόκληρο ἀστερισμό αἱρετικῶν δογμάτων. ῎Ετσι ἀποστασιοποιήθηκαν καί ἀποκόπηκαν ἀπό τήν ᾿Ορθοδοξία. Τιμᾶται, λοιπόν, ὁ Γρηγόριος Παλαμᾶς ὡς ἐκφραστής καί ἐνσαρκωτής τῆς ᾿Ορθοδοξίας, διότι κατατρόπωσε τόν παπισμό, πού ἐκείνη τήν ἐποχή εἶχε ἤδη διαμορφώσει τίς αἱρετικές του πλάνες.
᾿Ανεπίκαιροι οἱ πατέρες;
Βεβαίως οἱ Οἰκουμενιστές διακηρύττουν ὅτι ἀγαποῦν καί τιμοῦν τούς πατέρες. Δυστυχῶς ὅμως δέν ἀκολουθοῦν τήν τακτική ἐκείνων, διότι τούς θεωροῦν ἀνεπίκαιρους51. Σήμερα, λένε, οἱ ἀπαιτήσεις τῶν καιρῶν ἐπιβάλλουν νά συμμορφωθοῦμε μέ τό πνεῦμα τῆς ἐποχῆς. ᾿Αλλά τό πέρασμα τοῦ χρόνου δέν ἀλλοιώνει σέ τίποτε τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου. ῾Η πίστη δέν παλιώνει οὔτε χρειάζεται ἐκσυγχρονισμό ἤ βελτίωση. Τροποποιοῦνται καί ἐκσυγχρονίζονται τά ἀνθρώπινα δημιουργήματα ὄχι τά ἔργα τοῦ Θεοῦ. Οἱ προσπάθειες τῶν ἐπιστημόνων π.χ. στρέφονται γύρω ἀπό τό πῶς θά ἀξιοποιήσουν τήν ἡλιακή ἐνέργεια, κανείς δέν σκέφθηκε νά βελτιώσει τόν ἥλιο. Πολύ περισσότερο δέν ἔχουμε δικαίωμα νά «ἀνακαινίσουμε» τήν ἀλήθεια πού ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός, ὁ νοητός ἥλιος τῆς δικαιοσύνης μᾶς ἔχει ἀποκαλύψει.
Καί γιά νά θυμηθῶ τόν μεγάλο δογματικό τῆς ᾿Εκκλησίας μας ᾿Ιωάννη Δαμασκηνό ἡ θέση τῶν ᾿Ορθοδόξων στόν σύγχρονο κόσμο εἶναι ἀκριβῶς ὅπως τήν διασάφησε ἐκεῖνος· «Πάντα τοίνυν τά παραδεδομένα ἡμῖν διά τε νόμου καί προφητῶν καί ἀποστόλων καί εὐαγγελιστῶν δεχόμεθα καί γινώσκομεν καί σέβομεν, οὐδέν περαιτέρω τούτων ζητοῦντες... Ταῦτα ἡμεῖς στέρξωμεν, καί ἐν αὐτοῖς μείνωμεν, μή μεταίροντες ὅρια αἰώνια, μηδέ ὑπερβαίνοντες τήν θείαν παράδοσιν»52.
Φυσικά καθόλου δέν συνάδουν μέ τήν «θείαν παράδοσιν» οἱ διαθρησκειακές συναντήσεις καί συμπροσευχές (πρβλ. Καμπέρα, ᾿Ασσίζη κτλ), ὅπου συμμετεῖχαν καί ἐκπρόσωποι τῶν ᾿Ορθοδόξων. «Προσχήματι ἀγάπης» σέρνουμε τήν ἄσπιλη ᾿Ορθοδοξία στόν κυκεώνα τῶν νόθων δογμάτων. ῎Ετσι καταντοῦμε περίγελως ἀκόμη καί τῶν μαρτύρων τοῦ ᾿Ιεχωβᾶ. Εἶδα σέ κάποιο ἀπό τά βιβλία τους φωτογραφία μιᾶς τέτοιας διαθρησκειακῆς συμπροσευχῆς μέ δηκτικά σχόλια.
῾Η νέα ἐποχή θέλει μία ἐκκλησία οἰκουμενιστική, δηλαδή ἕνα συνονθύλευμα ὅλων τῶν «χριστιανικῶν» ὁμολογιῶν καί αἱρέσεων -γιατί ὄχι- καί ὅλων τῶν θρησκειῶν, πού ὁμολογοῦν ἕνα Θεό εἴτε αὐτός λέγεται Τριαδικός εἴτε ᾿Αλλάχ εἴτε ὁτιδήποτε ἄλλο! Πρόσφατα ἀκούσθηκαν καί μάλιστα ἀπό ἐπίσημα χείλη ἀπόψεις ὅπως· «Κατά βάθος μία ἐκκλησία ἤ ἕνα τέμενος ἀποβλέπουν στήν ἴδια πνευματική καταξίωση τοῦ ἀνθρώπου»53! ᾿Ακόμη, ὅτι «Ρωμαιοκαθολικοί (δηλαδή παπικοί) καί ᾿Ορθόδοξοι, Προτεστάνται καί ῾Εβραῖοι, Μουσουλμάνοι καί ᾿Ινδοί, Βουδισταί καί Κομφουκιανοί... θά πρέπει νά συντελέσωμε ὅλοι μας στήν προώθηση τῶν πνευματικῶν ἀρχῶν τοῦ οἰκουμενισμοῦ, τῆς ἀδελφωσύνης καί τῆς εἰρήνης. Τοῦτο ὅμως θά μπορέσει νά γίνει μόνον ἐάν εἴμεθα ἡνωμένοι ἐν τῷ πνεύματι τοῦ ἑνός Θεοῦ»54. Μέ τό πρόσχημα τῆς ἀγάπης αὐτή ἡ οἰκουμενιστική ἀδελφωσύνη καί εἰρήνη, ἐξαφανίζει τίς διαφορές μεταξύ ὁμολογιῶν καί θρησκειῶν, σχετικοποιεῖ τήν πίστη καί ἐπιβάλλει τό νόθον δόγμα. Θέτει ἐκτός ζωῆς καί ἐνδιαφέροντος τόν Χριστό καί τό Εὐαγγέλιο, ἀπωθεῖ στά ἀζήτητα τήν μία ἀληθινή ᾿Εκκλησία.
Τραγικός ἀπολογισμός
«᾿Αγάπην δείκνυσι γνησίαν», διακηρύττει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, «οὐ κοινωνία τραπέζης, οὐδέ πρόσρησις ὑψηλή, οὐδέ κολακεία ρημάτων, ἀλλά τό διορθῶσαι καί σκοπῆσαι τό συμφέρον τοῦ πλησίον καί τόν πεπτωκότα διαναστῆσαι...»55. Σέ τί ἔχομε ἀνορθώσει τούς ἑτεροδόξους μέ τούς ἀτέλειωτους διαλόγους μας; Πόσους ἔχουμε ὁδηγήσει στήν ἀλήθεια; ῾Ο ἀπολογισμός εἶναι τραγικός. Μεταφέρω τήν ἐνδιαφέρουσα ὁμολογία ἑνός πρωήν προτεστάντη τοῦ γνωστοῦ Frank Schaeffer· «῾Η Οἰκουμενική Κίνηση ἀποτελεῖ ἀποτυχία ἀπό τήν ᾿Ορθόδοξη ἄποψη. Εἶναι ἕνα ἄθλιο φιάσκο, ἰσότιμο μέ τήν ἄτυχη Λεγεώνα τῶν ἐθνῶν, ἕνα ἄλλο προϊόν τῆς μανίας τοῦ οὐτοπισμοῦ πού κυρίευσε τόν εἰκοστό αἰώνα. ῾Η ᾿Ορθοδοξία δέν “ζύμωσε ὅλη τή ζύμη”. Μᾶλλον τό ἀντίθετο συνέβη. ῾Η ἀποστασία τοῦ φιλελευθέρου Προτεσταντισμοῦ καί ἡ ἀποδοχή ἀπό τίς προτεσταντικές ὁμολογίες τῆς ἀνηθικότητας καί τῆς διαστροφῆς ἔχουν αὐξηθεῖ φανερά κατά τή διάρκεια τῆς “οἰκουμενιστικῆς ἐποχῆς”.
Σέ μία ἐκ τῶν ὑστέρων ἐξέταση φαίνεται καθαρά ὅτι ἔχει γίνει κατάχρηση τῆς ἀθώας καλῆς θέλησης τῶν ὀρθοδόξων στήν Οἰκουμενική Κίνηση. Στήν πραγματικότητα ἡ ἐμπλοκή τῶν ὀρθοδόξων δέν πέτυχε νά μαρτυρήσει τήν ἀλήθεια, ἀλλά μόνο νά προσδώσει κῦρος σ᾿ ἕνα σκάνδαλο καί νά φέρει σέ σύγχυση τούς πιστούς γιά τό ποιός εἶναι ὁ πραγματικός χαρακτήρας τῆς ἀποστασίας τοῦ Προτεσταντισμοῦ καί τῆς σχετικοκρατίας. ᾿Αποτελεῖ τραγική εἰρωνεία τό γεγονός ὅτι οἱ χιλιάδες προτεστάντες, οἱ ὁποῖοι ἔχουν πρόσφατα μεταστραφεῖ στήν ᾿Ορθοδοξία, συμπεριλαμβανομένου καί ἱκανοῦ ἀριθμοῦ λαϊκῶν εὐαγγελικῶν ποιμένων καί ἱερέων ἀπό διάφορη ὁμολογιακή προέλευση, δέν ἦρθαν στήν ᾿Ορθοδοξία ἀπό τήν ᾿Ορθόδοξη “μαρτυρία”῾ στίς οἰκουμενιστικές συναντήσεις, ἀλλά συνέβη ἀκριβῶς τό ἀντίθετο. Τό κῦμα τῶν προσφάτων προτεσταντῶν προσηλύτων ἦρθε μέσα στήν ᾿Εκκλησία ὄχι ἐξ αἰτίας τῶν εὐγενικῶν τους προσπαθειῶν στόν “διάλογο”, ἀλλά ἐξ αἰτίας τῆς αἰώνιας, τῆς πατερικῆς καί ἀποστολικῆς μαρτυρίας. Σ᾿ αὐτή μπορεῖ νά συμπεριληφθεῖ καί ἡ μαρτυρία ἐκείνη, ἡ ὁποία διακηρύττει μέ δύναμη τήν ἀποκλειστική φύση τῆς ᾿Ορθόδοξης ᾿Εκκλησίας ὡς τῆς ἀληθινῆς ᾿Εκκλησίας.
Πρώην προτεστάντες, ὅπως ἐγώ, δέν ἤρθαμε στήν ᾿Ορθοδοξία, καί μάλιστα μέ ἀκριβό προσωπικό κόστος, ἐπειδή κάναμε κάποιον “διάλογο” ἤ μᾶς εἶπαν ὅτι “ὅλοι ἐμεῖς εἴμαστε μία εὐτυχισμένη οἰκογένεια χριστιανῶν’’, ἀλλά γιά νά μπορέσουμε νά βροῦμε τήν ἀλήθεια»56.
῾Η προσφορά αὐτῆς τῆς ἀλήθειας γιά τήν ὁποία διψοῦν οἱ αἱρετικοί ἀποτελεῖ τήν ὕψιστη ἔκφραση ἀγάπης. Δέν ἔχουμε, λοιπόν, τό δικαίωμα μέ τό πρόσχημα τῆς ἀγάπης νά τούς ἀποκρύπτουμε τήν ἀλήθεια, νά ἐξισώνουμε τό ὀρθόδοξο δόγμα μέ τά δικά τους νόθα δόγματα.
᾿Αξίζει νά θυμηθοῦμε ἐδῶ αὐτό πού εἶχε γράψει πρίν μερικές δεκαετίες ὁ ἀείμνηστος π. ᾿Ιουστίνος Πόποβιτς· «Χωρίς τήν ἀποστολικήν καί ἁγιοπατερικήν ὁδόν, χωρίς τήν ἀποστολικήν καί ἁγιοπατερικήν ἀκολούθησιν ὄπισθεν τοῦ μόνου ἀληθινοῦ καί ἀειζώου Θεοῦ, τοῦ Θεανθρώπου Σωτῆρος Χριστοῦ, εἶναι βέβαιον ὅτι ὁ ἄνθρωπος θά καταποντισθῇ εἰς τήν νεκράν θάλασσαν τῆς εὐρωπαϊκῆς πολιτισμένης εἰδωλολατρίας καί ἀντί τοῦ Ζῶντος καί ᾿Αληθινοῦ Θεοῦ, θά λατρεύσῃ τά ψευδοείδωλα τοῦ αἰῶνος τούτου, εἰς τά ὁποῖα δέν ὑπάρχει σωτηρία, οὔτε ἀνάστασις, οὔτε θέωσις διά τό θλιμμένον ὄν, τό ὀνομαζόμενον ἄνθρωπος»57.
῾Η σημερινή κατάσταση τοῦ λεγομένου δυτικοῦ χριστιανικοῦ κόσμου ἐπαληθεύει θλιβερά τήν πρόβλεψη τοῦ ἁγίου ἐκείνου ἀνθρώπου. ῾Η θρησκευτική πλάνη τῆς Δύσεως ὁδήγησε σέ ἀδιέξοδα ἀπελπισίας. Οἱ πυκνές αὐτοκτονίες, ἡ ἀπαξίωση τῆς ζωῆς μέ τήν ἀχαλίνωτη ροπή σέ κάθε εἴδους κατάχρηση, τά ναρκωτικά, ἀλλά καί ἡ στροφή πολλῶν εὐρωπαίων χριστιανῶν στίς ἀποκρυφιστικές ἀνατολικές θρησκεῖες καί σ᾿ αὐτόν τόν μουσουλμανισμό ἀποτελοῦν, νομίζω, ἕναν σοβαρό δείκτη. Εἶναι βέβαια γεγονός ὅτι ἡ ραγδαία ἐπίδραση τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ κατέστησε συνηθισμένα καί ἐδῶ στήν πατρίδα μας ἔκτροπα τέτοιου εἴδους. Μπορεῖτε ὅμως νά φαντασθῆτε πόσο αὐτά θά αὐξηθοῦν, ὅταν ἡ ᾿Ορθοδοξία παραιτηθεῖ ἀπό τήν ἀλήθεια καί ταυτισθεῖ μέ τίς δυτικές αἱρετικές θέσεις;
῾Η προχωρημένη κοινωνική ἀποσύνθεση μαρτυρεῖ ἀδιάψευστα τήν πνευματική χρεωκοπία τῆς Δύσεως. ῾Η νομιμοποίηση τῶν γάμων μεταξύ ὁμοφυλοφίλων, ἡ ἱερωσύνη τῶν γυναικῶν καί τόσες ἄλλες παρεκτροπές ἔχουν ὁδηγήσει πολλούς στήν ἀηδία καί ἀπομάκρυνση ἀπό τόν «δυτικό Χριστιανισμό». Εἶναι ἐνδεικτικό τό γεγονός ὅτι στό Λονδίνο καί σέ ἄλλες μεγάλες πόλεις τῆς ᾿Αγγλίας ἐδῶ καί δεκαετίες ἔχει ἀρχίσει τό ξεπούλημα τῶν ναῶν. ᾿Από ἄμεση πηγή καί προσωπική ἐμπειρία γνωρίζω ὅτι στήν ᾿Αγγλία τό 1982 περίπου 2.000 ναοί εἶχαν πουληθεῖ σέ διάφορες ἐπιχειρήσεις καί καταστήματα.
῾Η ἐπείγουσα ἀνάγκη
Τί ἀποδεικνύουν ὅλα αὐτά; ᾿Αποδεικνύουν ὅτι δέν μᾶς χρειάζεται «νέα ἐκκλησία», ἀλλά ρίζωμα στήν πρώτη καί αἰώνια ᾿Εκκλησία, στήν ᾿Ορθοδοξία. Δέν μᾶς χρειάζονται ἀτέλειωτοι διάλογοι πού δέν βγάζουν πουθενά καί μόνον καθιστοῦν τήν ᾿Ορθόδοξη πίστη μας συνεργό καί «ἀβανταδόρο» γιά τήν ἀναγνώριση καί προώθηση τῶν νόθων δογμάτων. Εἶναι καιρός οἱ ἱεράρχες καί οἱ θεολόγοι μας νά ἐπαναλάβουν ἐκεῖνο πού εἶχε γράψει ὁ πατριάρχης ᾿Ιερεμίας Τρανός στήν δεύτερη ᾿Απόκρισή του πρός τούς προτεστάντες θεολόγους τῆς Τυβίγγης· «῞Ωστε τό καθ᾿ ὑμᾶς ἀπαλλάξατε τῶν φροντίδων ἡμᾶς. Τήν ὑμετέραν οὖν πορευόμενοι, μηκέτι μέν περί δογμάτων, φιλίας δέ μόνης ἕνεκα εἰ βουλητόν γράφετε»58.
῞Οσο γιά τό ὀρθόδοξο πλήρωμα ὀφείλει μέ ζῆλο ἱερό νά ἐντρυφήσει στά λόγια τοῦ ἁγίου ᾿Ιωάννη τοῦ Δαμασκηνοῦ· «Εἰπέ μοι, ὦ ἄνθρωπε, τίνας ὑπακούσομεν, τόν χορόν τῶν σεπτῶν πατριαρχῶν τῶν ἐκλαμψάντων ἀπό τῆς ἁγίας καί οἰκουμενικῆς πρώτης Συνόδου ἕως τῆς ἕκτης, ἥν καί πᾶσα χώρα, ἀπ᾿ ἄκρου τοῦ οὐρανοῦ ἕως τῶν ἄκρων ἐσφράγισεν, ἤ τούς ὑποκριτάς ἱερεῖς τούς νόθον δόγμα ὕστερον τῇ ᾿Εκκλησίᾳ περιφέροντας, ὅ οὐδείς τῶν πατριαρχῶν καί τῶν θρόνων ἐκύρωσεν, ἀλλά μᾶλλον καί ἐξωστράκισαν, καί στηλιτευτικούς αὐτῶν λόγους ἐξαπέστειλαν, ὡς ἐχθρῶδες Θεῷ δόγμα μελετήσαντας, καί τῶν ἐκκλησιαστικῶν κανόνων ἀλλότρια θεσπίσαντας;»59.
Τέλος, εἶναι ἐνθαρρυντικό τό γεγονός ὅτι παρ᾿ ὅλες τίς ἐλλείψεις καί τά λάθη τῶν ὀρθοδόξων, ἡ ᾿Ορθοδοξία σήμερα κτίζει ναούς καί ἐπανδρώνει μοναστήρια. «Προτεστάντες καί Ρωμαιοκαθολικοί», γράφει ὁ προαναφερθείς Frank Schaeffer, «ὡς ἄτομα πρέπει νά προσκληθοῦν νά ἐπιστρέψουν στό σπίτι, στήν ἀληθινή ἀρχαία ᾿Εκκλησία, στήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία. Τά θυσιαστήριά μας εἶναι καθαρά, οἱ Λειτουργίες μας ἀνέπαφες καί τό Πνεῦμα κατοικεῖ στά ἱερά μας. ᾿Εμεῖς δέν ἔχουμε ἀλλάξει. ᾿Εμεῖς πρέπει νά μοιραστοῦμε αὐτό τό ζωντανό νερό μέ τόν διψασμένο κόσμο. ᾿Εμεῖς οἱ ᾿Ορθόδοξοι χριστιανοί πρέπει νά ἔχουμε τό θάρρος νά σταθοῦμε στά πόδια μας καί νά μήν εἴμαστε πλέον ἐκεῖνοι πού κάνουν τήν ᾿Ορθόδοξη ᾿Εκκλησία ἀόρατη, “τό πιό καλά κρυμμένο μυστικό στήν ᾿Αμερική”»60. ῾Ο ἴδιος σέ πρόσφατο ἄρθρο του ἐπαναλαμβάνει· «᾿Εάν θέλουμε πραγματική ἑνότητα μεταξύ ὅλων τῶν χριστιανῶν, θά πρέπει νά ἐπικεντρώσουμε τήν προσοχή μας στόν ᾿Ορθόδοξο εὐαγγελισμό. Θά πρέπει νά κηρύξουμε τά καλά νέα τῆς ᾿Ορθοδοξίας καί νά καλέσουμε ὅλους ὅσους πιστεύουν στόν Χριστό, στήν πληρότητα τῆς μίας ἁγίας καθολικῆς καί ἀποστολικῆς ᾿Εκκλησίας»61.
῾Η ᾿Ορθοδοξία εἶναι ἡ μόνη ἐλπίδα τοῦ κόσμου καί ὀφείλει νά παραμείνει σταθερή στά δόγματά της, ἀναλλοίωτη καί ἀπαραχάρακτη. ῎Οχι μόνο γιά νά ὁδηγεῖ στήν λύτρωση τά παιδιά της, ἀλλά καί γιά νά κρατᾶ ἄσβεστο τό φῶς, στό ὁποῖο μιά μέρα θά ζητήσει νά ἐπιστρέψει ὁ δυτικός κόσμος. Αὐτό τῆς ὑπαγορεύει τό γνήσιο δόγμα της, αὐτό τῆς ἐπιβάλλει ἡ ἀληθινή ἀγάπη της. Αὐτό διαγγέλλει δυναμικά καί θριαμβευτικά ἡ αὐριανή Κυριακή τῆς ᾿Ορθοδοξίας!
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. ᾿Ιω. Χρυσοστόμου, Εἰς Φιλιππησίους 2,1· PG 62,191· ΕΠΕ 21,392.
2. ᾿Ιω. Χρυσοστόμου, Εἰς Γένεσιν 55,3· PG 54,483· ΕΠΕ 4,394.
3. Ζιγαβηνοῦ, Εἰς Ματθαῖον, PG 129,764Β.
4. Γρηγορίου Νύσσης, ᾿Επιστ. κδ´, ῾Ηρακλειανῷ αἱρετικῷ, PG 46,1089Α.
5. Κυρίλλου ᾿Ιεροσολύμων, Κατηχήσεις 4,2· PG 33,456· ΕΠΕ 1,134.
6. ᾿Ιω. Χρυσοστόμου, Εἰς Α´ Κορινθίους 40,3· PG 61,351· ΕΠΕ 18Α,658.
7. ᾿Ιω. Χρυσοστόμου, Περί τοῦ μή δεῖν εἰς ἱπποδρομίας..., PG 63,516· ΕΠΕ 33,350. ᾿Επίμονα ὁ ἅγιος πατέρας ἐξαίρει ὡς γνώρισμα τῆς ᾿Ορθοδοξίας τήν σύμφωνη πρός τά δόγματα, τήν «ἀκριβῆ πολιτείαν» (᾿Ιω. Χρυσοστόμου, Εἰς τό οὐδέποτε ἀφ᾿ ἑαυτοῦ ποιεῖ ὁ Υἱός οὐδέν..., PG 56,256· ΕΠΕ 27,604). Πρβλ. τοῦ αὐτοῦ, Εἰς Α´ Κορινθίους 8,2· PG 61,70· ΕΠΕ 18,222· «Βίος ἀκάθαρτος ἐμποδίζει δόγμασιν ὑψηλοῖς, οὐκ ἀφείς τό διορατικόν φανῆναι τῆς διανοίας... Χρή πάντων καθαρεύειν τῶν παθῶν τόν μέλλοντα θηρᾶν τήν ἀλήθειαν». ᾿Επίσης ᾿Ιω. Χρυσοστόμου, Εἰς ᾿Ιωάννην 66,3· PG 59,369· ΕΠΕ 14,282· «Οὐδέν γάρ ὄφελος βίου καθαροῦ, δογμάτων διεφθαρμένων· ὥσπερ οὖν οὐδέ τοὐναντίον, δογμάτων ὑγιῶν, ἐάν βίος ᾖ διεφθαρμένος».
8. Βλ. ᾿Ιω. Χρυσοστόμου, Εἰς τό οὐδέποτε ἀφ᾿ ἑαυτοῦ ποιεῖ ὁ Υἱός οὐδέν...· PG 56,256· ΕΠΕ 27,604· «᾿Αποστρεφόμεθα τῶν αἱρετικῶν τούς συλλόγους, ἐχώμεθα δέ διηνεκῶς τῆς ὀρθῆς πίστεως, καί βίον ἀκριβῆ καί πολιτείαν τοῖς δόγμασιν ἴσην ἐπιδειξώμεθα». Πρβλ. τοῦ αὐτοῦ Εἰς Γένεσιν 13,4· PG 53,110· ΕΠΕ 2,344· «τά ὑγιῆ δόγματα σπουδάζωμεν ἐναποτίθεσθαι ταῖς ἑαυτῶν ψυχαῖς καί μετά τούτων καί βίου ἀκρίβειαν ἐπιδείκνυσθαι, ἵνα καί ὁ βίος μαρτυρῇ τοῖς δόγμασι...», διότι «τόν χριστιανόν οὐδέν ὀνίνησι τά ὀρθά δόγματα, ἐάν τῆς κατά τόν βίον πολιτείας ἀμελῇ».
9. Κλήμεντος ᾿Αλεξανδρέως, Στρωματεῖς 7,15· PG 9,525Α· ΕΠΕ 4,452-454.«Μή τι οὖν, εἰ καί παραβαίη τις συνθήκας, καί τήν ὁμολογίαν παρέλθοι τήν πρός ἡμᾶς, διά τόν ψευσάμενον τήν ὁμολογίαν ἀφεξόμεθα τῆς ἀληθείας καί ἡμεῖς; ᾿Αλλ᾿ ὡς ἀψευδεῖν χρή τόν ἐπιεικῆ καί μηδέν ὧν ὑπέσχηται ἀκυροῦν, κἄν ἄλλοι τινές παραβαίνωσι συνθήκας· οὕτω καί ἡμᾶς κατά μηδένα τρόπον τόν ἐκκλησιαστικόν παραβαίνειν προσήκει κανόνα· καί μάλιστα τήν περί τῶν μεγίστων ὁμολογίαν ἡμεῖς μέν φυλάττομεν, οἱ δέ παραβαίνουσι. Πιστευτέον οὖν τοῖς βεβαίως ἐχομένοις τῆς ἀληθείας».
10. Σπ. Μπιλάλη, ῾Η αἵρεσις τοῦ Filioque, τόμ. Α´, ῾Ιστορική καί κριτική θεώρησις τοῦ Filioque, ἔκδ. «᾿Ορθοδόξου τύπου», ᾿Αθῆναι 1972, σελ. 456.
11. J. D. Mansi, Sacrorum Consiliorum nova et amplissima collectio 12,1031-1034.
12. G. Florovsky, «The ethos of Orthodox Church», The Ecumenical Review 2 (1960), σελ. 186.
13. Γέροντος Παϊσίου, Πνευματική ᾿Αφύπνιση, τ. Β´, ἔκδ. ῾Ησυχ. ἁγ. ᾿Ιω. Θεολόγου Σουρωτῆς 1999, σελ. 46.
14. Γ´ Κάθισμα ῎Ορθρου 25ης Δεκεμβρίου, Μηναῖον Δεκεμβρίου, ἔκδ. «᾿Αποστολικῆς Διακονίας», σελ. 505.
15. Consilium universale Chalcedonense anno 451, ἔκδ. Ε. Schwartz, Acta consiliorum oecomenicorum, τόμ. 2ος, μέρ. 2ον, Berlin 1962, σελ. 47.
16. Βλ. Στ. Ν. Σάκκου, Περί τῆς μεταφράσεως τῆς Καινῆς Διαθήκης, τεῦχ. Α´, ᾿Αθῆναι 1970, σελ. 40-43.
17. Εἰς Ρωμαίους 22,2· PG 60,611· ΕΠΕ 17,472· «Εἴ που τήν εὐσέβειαν παραβλαπτομένην ἴδοις, μή προτίμα τήν ὁμόνοιαν τῆς ἀληθείας, ἀλλ᾿ ἵστασο γενναίως ἕως θανάτου... ἀλλ᾿ ἔσο φίλος κατά γνώμην... τήν ἀλήθειαν μηδαμοῦ προδιδούς».
18. Γρηγορίου Θεολόγου, Εἰς Πεντηκοστήν 8· PG 36,440Β· ΕΠΕ 5,130.
19. Μ. Βασιλείου, Πατροφίλῳ ἐπισκόπῳ τῆς ἐν Αἰγεαῖς ἐκκλησίας, ᾿Επιστολή σν´· PG 32,932Α· ΕΠΕ 2,88.
20. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος Β´, ᾿Απολογητικός τῆς εἰς τόν Πόντον φυγῆς 82· PG 35,488C· ΕΠΕ 1,176. Πρβλ. ᾿Ισιδώρου Πηλουσιώτου, Πέτρῳ μοναχῷ, ᾿Επιστολή 4,36· PG 78,1088C· ΕΠΕ 4,66-68· «῎Εστιν, ὦ σοφέ, καί πόλεμος εὐαγής καί εἰρήνη πάσης ἀσπόνδου μάχης ἀργαλεωτέρα... Λησταί μέν γάρ πρός ἀλλήλους σπένδονται κατά τῶν μηδέν ἀδικούντων ὁπλιζόμενοι... καί ὁ μέν μοιχός εἰρηνεύει πρός τήν μοιχευομένην, ὁ δέ πόρνος πρός τήν πορνευομένην. Μή τοίνυν πανταχοῦ τήν εἰρήνην νόμιζε εἶναι καλόν. ῎Εστι γάρ πολλάκις παντός πολέμου χαλεπωτέρα».
21. ᾿Ιω. Χρυσοστόμου, Εἰς ᾿Ιωάννην 47,2· PG 59,314· ΕΠΕ 14,58.
22. Αὐτόθι 47,3· PG 59,314· ΕΠΕ 14,58.
23. ᾿Ιω. Χρυσοστόμου, Εἰς Γένεσιν 16,2· PG 53,127-128· ΕΠΕ 2,416.
24. Διάλεκτος Β´ 3,48· Σ. Ν. Σάκκου, ᾿Αναστασίου Α´ ᾿Αντιοχείας ἅπαντα, Θεσ/νίκη 1976.
25. Μ. Βασιλείου, Περί ἀγάπης τῆς πρός Θεόν καί τόν πλησίον (᾿Επιλογή Συμεών Μεταφραστοῦ), PG 32,1149Β.
26. Βλ. Κ. Μουρατίδου, Οἰκουμενική Κίνησις- ῾Ο σύγχρονος μέγας πειρασμός τῆς ᾿Ορθοδοξίας, ᾿Αθῆναι 1973, σελ. 59.
27. Παν. Τρεμπέλα, ᾿Επί τῆς Οἰκουμενικῆς Κινήσεως καί τῶν θεολογικῶν διαλόγων ἡμιεπίσημα ἔγγραφα, ᾿Αθῆναι 1972, σελ. 19.
28. ᾿Ιω. Χρυσοστόμου, Εἰς Γαλάτας 1,6· PG 61,622· ΕΠΕ 20,194.
29. Αὐτόθι, PG 61,623· ΕΠΕ 20,196.
30. Τόν ὅρο εἶχε χρησιμοποιήσει ὁ πάπας ᾿Ιωάννης-Παῦλος Β´ σέ ἐγκύκλιό του πρός τούς Ρωμαιοκαθολικούς μέ θέμα τήν ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν (25/3/1995). Σχολιασμό τῆς ἐγκυκλίου βλ. ᾿Ι. Παναγοπούλου, «Τό Βατικανό καί ἡ ἕνωση τῶν χριστιανικῶν ἐκκλησιῶν», ἐφ. ῾Η Καθημερινή, Κυριακή 30 ᾿Ιουλίου 1995. Πρβλ. ᾿Αρχιμ. Γεωργίου (Καψάνη), ᾿Ορθοδοξία καί Ρωμαιοκαθολικισμός (Παπισμός), ἔκδ. ῾Ι. Μ. ῾Οσίου Γρηγορίου, ῞Αγιον ῎Ορος 2006, σελ. 33-36.
31. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ἀναίρεσις γράμματος ᾿Ιγνατίου ᾿Αντιοχείας, 3· ΕΠΕ 3,608.
32. Βλ. Κανόνες· ΞΕ´ τῶν ἁγίων ἀποστόλων, Θ´ καί ΛΓ´ τῆς ἐν Λαοδικείᾳ Συνόδου. Πηδάλιον, ἐκδ. Ρηγοπούλου, Θεσ/νίκη 1982, σελ. 84. 423. 433.
33. Εὐ. Ζιγαβηνοῦ, ῾Ερμηνεία εἰς τάς ᾿Επιστολάς τοῦ ἀπ. Παύλου καί εἰς τάς Ζ´ Καθολικάς, ἐκδ. Νικηφόρου Καλογερᾶ, τόμ, 1ος, ᾿Αθῆναι 1887, σελ. 429.
34. ὅ.π. σελ. 347-348.
35. Σ. Ν. Σάκκου, «Πρός νέαν ἐκκλησίαν;», ἐφ. ᾿Ορθόδοξος Τύπος, ἀρ. φύλ. 1673(19/1/2007) - 1680(9/3/2007) καί περ. ᾿Απολύτρωσις, ἀρ. φύλ. 733-741(᾿Ιαν. - Σεπτ. 2007)4-7. 36-39. 68-71. 100-103. 132-134. 164-166. 196-197. 228-230.
36. π. Γ. Μεταλληνοῦ, Οἱ διάλογοι χωρίς προσωπεῖο, σελ. 7.
37. «Οὐ μόνον εἰσίν οἱ Λατῖνοι σχισματικοί, ἀλλά καί αἱρετικοί. Καί τοῦτο παρεσιώπησεν ἡ ἐκκλησία ἡμῶν, διά τό γένος ἐκείνων εἶναι πολύ καί ἰσχυρότερον ἡμῶν. ῾Ημεῖς δέ οὐδέ δι᾿ ἄλλο τι ἐσχίσθημεν αὐτῶν, εἰ μή ὅτι εἰσίν αἱρετικοί. Διό οὐδέ πρέπει ὅλως ἑνωθῆναι αὐτοῖς, εἰ μή ἐκβάλωσι τήν προσθήκην ἀπό τοῦ συμβόλου καί ὁμολογήσωσι τό σύμβολον καθώς καί ἡμεῖς» (J. D. Mansi, Sacrorum Consiliorum nova et amplissima collectio 31Α,885DE).
38. Σύντομες ἀλλά πολύ κατατοπιστικές γιά τό θέμα εἶναι οἱ μελέτες τοῦ ἐκλεκτοῦ συναδέλφου π. Θεοδώρου Ζήση, Οὐνία. ῾Η καταδίκη της, Θεσσαλονίκη 1993. Τοῦ αὐτοῦ, Οὐνία. Νεώτερες ἐξελίξεις, Θεσσαλονίκη 1994.
39. ᾿Εφ. Καθολική , ἀ.φ. 3046/18-4-2006.
40. Αὐ. Καντιώτη, ᾿Αντιπαπικά, σελ. 44
41. Αὐτόθι, σελ. 51.
42.«῾Η Οὐνία ὡς μέθοδος ἑνώσεως κατά τό παρελθόν καί σημερινή ἀναζήτησις τῆς πλήρους κοινωνίας», ᾿Εφ. Καθολική ἀ.φ. 2705/20-7-1993.
43. Βλ. περ. ᾿Απολύτρωσις, ἀρ. φύλ. 741(Σεπτ. 2007),240.
44. «Τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί ἡ ἔμπνευσις αὐτοῦ τοιοῦτον φῶς δέδωκεν εἰς τήν καθαράν ψυχήν τοῦ ἁγιωτάτου πατριάρχου, ὅτι λαμπρύνει καί φωτίζει πᾶσαν τήν κτίσιν» (J. D. Mansi, Sacrorum Consiliorum nova et amplissima collectio 17Α, 484) ὁμολογοῦσαν καί αὐτοί ἀκόμη οἱ παπικοί τοποτηρητές τῆς Ρώμης.
45. ᾿Ιωσήφ Βρυεννίου, Τά εὑρεθέντα, τόμ. Α´, σελ. 452-453.
46. J. D. Mansi, Sacrorum Consiliorum nova et amplissima collectio 31Α,885DE.
47. Βλ. Αὐγ. Καντιώτου, Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ἔκδ. 16η, ᾿Αθῆναι 1993, σελ. 286-287. Πρβλ. Σ. Ν. Σάκκου, ῾Ο ἀπόστολος τοῦ σκλαβωμένου γένους, Θεσ/νίκη 1996, σελ. 205.
48. Πηδάλιον, σ. 55.
49. Μελέτη ἱστορική περί τῶν αἰτίων τοῦ σχίσματος, τόμ. 1ος, ᾿Αθῆναι 1911, σελ. 69.
50. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Συγγράμματα, τόμ. 2ος, ἔκδ. Π. Χρήστου, Θεσ/νίκη 1966, σελ. 482.
51. Εὔστοχα γράφει ὁ Ν. Π. Βασιλειάδης· «᾿Εκεῖνοι (οἱ πατέρες) ὑπέτασσαν τήν ἀγάπην πρός τά πρόσωπα εἰς τήν ἀγάπην πρός τόν Θεάνθρωπον Κύριον καί τήν ᾿Εκκλησίαν, τό μυστικόν σῶμα τοῦ Χριστοῦ. ῞Οσοι ἀπό τούς σημερινούς σπεύδουν ἀσυγκράτητοι πρός τήν ἕνωσιν καί κρίνουν τά πράγματα μέ κριτήρια κοσμικά, ὑποτάσσουν τήν ἀγάπην πρός τόν Σωτῆρα Κύριον καί τήν ᾿Εκκλησίαν του εἰς τήν ἀγάπην πρός πρόσωπα, τά ὁποῖα παρεχάραξαν τό ᾿Ορθόδοξον δόγμα καί ἔσχισαν τήν ἁγίαν ᾿Εκκλησίαν τοῦ Χριστοῦ» (῾Ο ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός καί ἡ ἕνωσις τῶν ᾿Εκκλησιῶν, ᾿Αθῆναι 1998, σελ. 116).
52. ᾿Ιω. Δαμασκηνοῦ, ῎Εκδ. ᾿Ορθοδόξου Πίστεως PG 94,792· ΕΠΕ 1,56.
53. Περ. ᾿Επίσκεψις, ἀρ. φύλ. 494(1993), 23.
54. Περ. ᾿Επίσκεψις, ἀρ. φύλ. 511(1994), 28.
55. ᾿Ιω. Χρυσοστόμου, Εἰς τήν Γένεσιν 9,2· PG 54, 623.
56. Frank Schaeffer, Χορεύοντας μόνος, μετφρ ἀρχιμ. π. Αὐγ. Μύρου, β´ ἔκδ., σελ. 505-506.
57. ᾿Ιουστίνου Πόποβιτς, ᾿Ορθόδοξος ᾿Εκκλησία καί Οἰκουμενισμός, σελ. 252.
58. Βλ. Καρμίρη, Τά Δογματικά καί Συμβολικά Μνημεῖα τῆς ᾿Ορθ. Καθολικῆς ᾿Εκκλησίας, Graz 1968, 2,489.
59. ᾿Ιω. Δαμασκηνοῦ, Περί ἁγίων εἰκόνων, PG 95,332.23.
60. Frank Schaeffer, ὅ.π., σελ. 513.
61. Frank Schaeffer, Letters to Father Aristotle, let. 24, μετφρ. ᾿Ασκάλωνος Νικηφόρου, σελ. 169-172.
Στέργιος Ν. Σάκκος