Εὔλογη ἡ ἀπορία κατατρώγει καθέναν πού μελετᾶ τήν ἱστορία τοῦ Ἰησοῦ: Πῶς μέσα στή μικρή ὁμάδα τῶν διαλεγμένων του φιλοξενήθηκε γιά τρία χρόνια μιά τέτοια βλοσυρή καί ὕπουλη φυσιογνωμία; Πῶς ἄντεξε τήν ἅγια συναναστροφή, τή διδασκαλία τῆς αἰώνιας ἀλήθειας, τήν τόσο στενή προσέγγιση τῆς θεϊκῆς ὀμορφιᾶς μέσα στήν καθημερινή ζωή, καί παρέμεινε τυφλή καί πωρωμένη; Ἐντούτοις ὁ Κύριος τόν διάλεξε ὅπως καί τούς ὑπόλοιπους ἕνδεκα, τόν ἐμπιστεύθηκε καί θέλησε νά τόν κρατήσει κοντά του, ἀνάμεσα στούς καλύτερους φίλους του. Διέκρινε σ᾿ αὐτόν ἱκανότητες πολύτιμες γιά τήν ὑπόθεση πού τόν ἤθελε. Ἀλλά καί ὁ Ἰούδας τόν εἶχε ἀγαπήσει· γι᾿ αὐτό μιλοῦμε γιά προδοσία, διότι προϋπῆρχε ἡ ἀγάπη. Στό ἅγιο κάλεσμα τά ἐγκατέλειψε κι αὐτός ὅλα καί ἀκολούθησε τόν Ἰησοῦ, κάνοντας θυσίες τόσο εἰλικρινά ὅσο καί οἱ ἄλλοι. Κι ὅμως, ἐνῶ ἦταν ἕνα καλό σκάφος, βυθίστηκε!
Οἱ εὐαγγελιστές τό μόνο πού σημειώνουν εἶναι ὅτι μπῆκε μέσα του ὁ σατανᾶς. Ἡ ἀνθρώπινη ἱστορία ὡστόσο δείχνει ὅτι δέν μεταπηδοῦμε ἀμέσως πρός τό χειρότερο. Προηγεῖται μιά ἀργή διαδικασία πού τό ξεκίνημά της μέσα μας εἶναι ἀρκετά δυσδιάκριτο. Ὁ Ἰούδας παραμένει γιά κάθε ἐποχή ἡ φοβερή ἐνσάρκωση τοῦ κινδύνου πού διατρέχουμε ἀπό τήν προγραμματισμένη ἁμαρτία. Αὐτή δούλεψε μέσα στήν καρδιά του, ὅπως τό σκουλήκι μέσα στόν καρπό. Κατέφαγε ὅ,τι καλό ὑπῆρχε καί διέλυσε ὅλο τό περιεχόμενό της.
Δέν ὑπάρχει ἄλλη ἀδυναμία τόσο συναρπαστική, τόσο παράλογη μά καί τόσο ἐξευτελιστική ὅσο ἡ φιλαργυρία. Σ᾿ αὐτήν προστέθηκε ἡ ἀδυναμία τοῦ Ἰούδα νά παλέψει μέ τούς πειρασμούς του, ἀλλά καί ἡ ἀπογοήτευση κάθε προσδοκίας πού τόν εἶχε ἑλκύσει κοντά στόν Ἰησοῦ· ἡ αὐταπάρνησή του γιά νά τόν ἀκολουθήσει τοῦ φαινόταν πιά μάταιη, ἀφοῦ τό κέρδος δέν θά ἦταν πλούτη καί ἀξιώματα ἀλλά μόνο φτώχεια καί διωγμός. Κι ἐκείνη ἡ ἀνυπόφορη ἐνόχληση ἀπό τήν καθημερινή ἐπαφή μέ τήν ἀναμάρτητη καθαρότητά Του! Ἀκόμη καί ἡ ἀπέραντη ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ πού τόν ὀνόμαζε «φίλο» τόν ἔκανε νά νιώθει περισσότερο τή μικρότητα καί τή φτώχεια του κι ἔτσι συρρικνωνόταν ἐσωτερικά.
Ἔχουν δυστυχῶς οἱ ἁμαρτίες τήν τάση νά πολλαπλασιάζονται μέ καταπληκτική ταχύτητα... Ἔτσι συσσωρεύτηκε μέσα στήν καρδιά του ἡ μοχθηρία, ἡ κοσμική φιλοδοξία, ἡ κλοπή, τό μίσος γιά κάθε καλό καί ἁγνό, ἡ ἀχαριστία καί μιά ἔξαλλη ὀργή... Ἡ ὥρα τοῦ πειρασμοῦ ἦταν ἡ ὥρα τῆς φοβερῆς κρίσεως, ἀλλά ἡ ἔκβασή της δέν καθορίστηκε ἐκείνη τή στιγμή· ἦταν ἡ συνέχεια ὅλων τῶν προηγούμενων πτώσεων.
Ἀκόμη καί μέσα στήν πιό ἱερή συντροφιά δέν ἀσφαλιζόμαστε ἀπό τίς ἐπιθέσεις τοῦ κακοῦ. στήν καρδιά τοῦ Ἰούδα ἔσβησε ἡ πρώτη φλόγα τῆς ἀγάπης στόν Ἰησοῦ. Ἡ σχέση του μέ τήν ἁγία συντροφιά ἔπαψε νά εἶναι προσωπική· ἔγινε τυπική. Ὁ σεβασμός γιά τόν διδάσκαλο μειώθηκε καί αὐξήθηκε ἡ αὐτοεκτίμηση. Ἡ ἔμφυτη κρυψίνοιά του κάλυπτε τίς προδοτικές του κινήσεις. Ἡ ἀποξένωση, πού ἄρχισε τελικά νά νιώθει, μέρα μέ τή μέρα γινόταν μεγαλύτερη. Πῶς μπορεῖ αὐτό νά συμβεῖ σέ ἕναν μαθητή; Θά τό καταλάβουμε πολύ καλά, ἄν ἐρευνήσουμε τά βάθη τῆς καρδιᾶς μας...
Τό βράδυ τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου ὁ Κύριος ἔκανε ἐπίμονες καί συγκινητικές προσπάθειες νά σώσει τήν ψυχή πού ἀγάπησε. Γονάτισε καί τοῦ ἔπλυνε τά πόδια, γιά νά ἀνοίξει μπροστά του τό δρόμο τῆς συγγνώμης καί τοῦ γυρισμοῦ. Ἐκεῖνος ἔμεινε σκληρός, ἀπαθής, ἀποφασισμένος. Ὁ Ἰησοῦς συνέχισε τήν προσπάθεια: «Δέν εἶστε ὅλοι καθαροί...», «αὐτός πού ἔφαγε μαζί μου...». Κι ὅμως κανένα σημάδι ἀλλαγῆς στήν καρδιά· τό πρόσωπο τοῦ ἀγαπημένου δέν μαλάκωσε. Τότε μίλησε καθαρά: «Ἕνας ἀπό σᾶς θά μέ προδώσει». Κανείς δέν γύρισε νά δεῖ τόν Ἰούδα, διότι κανείς δέν τόν εἶχε ὑποψιαστεῖ. Ἀργότερα ἀνακάλυψαν «ὅτι κλέπτης ἦν»...
Ὁ ἴδιος συνειδητοποίησε αὐτό πού εἶχε κάνει, μόνο ὅταν εἶδε τόν Ἰησοῦ νά ὁδηγεῖται στή σταύρωση. Μέσα σέ κάθε ἔγκλημα ὑπάρχει μιά δύναμη πού φωταγωγεῖ τή συνείδηση, ἀλλά ἐμφανίζεται πολύ καθυστερημένα. Ὁ πρωταγωνιστής τῆς προδοσίας κυριεύεται ἀπό τύψεις κι αὐτές τόν ὁδηγοῦν στήν ἀπελπισία. Ἡ ἀπελπισία νεκρώνει τή λογική του καί ἔτσι φτάνει στήν τρέλα καί τήν αὐτοκτονία.
Τά χρήματα πού κρατοῦσε τόν ἔκαιγαν σάν τή φωτιά τῆς κόλασης. Οἱ συνεργοί του ἀντιμετώπισαν τίς τύψεις του μέ σκληρή καταφρόνια. Τούς ἄφησε καί χάθηκε τρέχοντας πρός τήν ἀπελπιστική μοναξιά του, ἀπό ὅπου δέν θά γύριζε ποτέ πιά. Θά μποροῦσε νά τρέξει, νά βρεῖ τόν Κύριο, νά πέσει στά πόδια Του, γιά νά ζητήσει ἄφεση. Δέν ἐκμεταλλεύτηκε οὔτε τήν τελευταία στιγμή. Φώναξε «ἁ-μάρτησα... ἦταν ἀθῶος!», ἀλλά ὄχι μπροστά στόν Ἰησοῦ οὔτε κἄν μπροστά στούς συμμαθητές του ἀλλά στούς συνωμότες του. σ᾿ αὐτούς δέν βρῆκε, φυσικά, ἔλεος οὔτε παρηγοριά.
Πρόδωσε τόν Ἰησοῦ ὁ Ἰούδας, «εἷς ἐκ τῶν δώδεκα». Στήν πραγματικότητα ὅμως πρόδωσε τόν ἴδιο του τόν ἑαυτό. Τό μόνο πού ἀπέμεινε ἦταν νά καταστρέψει κι αὐτόν τόν προδομένο ἑαυτό· δέν ἄντεχε πλέον νά ζῆ μαζί του. Ἦταν σάν νά βρέθηκε σέ μιά ἔρημο χιλιάδες μίλια μακριά ἀπό τήν ποθητή ἀκτή. Ἡ ζωή του ἔμοιαζε μέ ἕνα πεδίο μετά τή μάχη χωρίς κανένα σημάδι ζωῆς πιά.