Ὁ Ἀβραάμ, ὁ ἐκλεκτός δοῦλος καί φίλος τοῦ Θεοῦ, ἔπλεε μέσα στόν πλοῦτο, τή χαρά καί τήν εὐτυχία. Διήνυε τήν πιό εὐτυχισμένη περίοδο τῆς ζωῆς του. Αὐτήν ἀκριβῶς τήν ἐποχή διάλεξε ὁ Θεός, γιά νά τόν ὑποβάλει στήν πιό σκληρή δοκιμασία. Τόν καλεῖ καί τοῦ λέγει: «Πάρε τόν υἱό σου τόν ἀγαπητό, αὐτόν πού ἀγαπᾶς, τόν Ἰσαάκ, πήγαινε στό βουνό, θυσίασέ τον καί κάνε τον ὁλοκαύτωμα σ’ ὅποιο ὕψωμα σοῦ πῶ» (βλ. Γέ 22,2).
Προφανῶς νύχτα ἔλαβε ὁ Ἀβραάμ τό μήνυμα. Τό πρωί σηκώνεται, σαμαρώνει τή γαϊδούρα του, παίρνει μαζί του δυό δούλους καί τόν Ἰσαάκ, παίρνει καί ξύλα σχισμένα ἕτοιμα, γιά νά κατακάψει τό θύμα του, καί μετά ἀπό πορεία τριῶν ἡμερῶν φτάνει στόν τόπο πού τοῦ ὑπέδειξε ὁ Θεός. Ὅταν εἶδε ἀπό μακριά τό ὕψωμα ὅπου θά γινόταν ἡ θυσία, ἔδωσε ἐντολή στούς δούλους του νά μείνουν ἐκεῖ μέ τό ζῶο. Αὐτός μέ τό παιδί, εἶπε, θά πᾶνε μέχρι τό μέρος ἐκεῖνο, θά προσκυνήσουν καί θά γυρίσουν. Φορτώνει τά ξύλα στόν Ἰσαάκ, πράγμα πού δείχνει ὅτι τό παιδί θά ἦταν παλληκάρι γύρω στά δεκαπέντε του χρόνια, παίρνει ὁ διος τή φωτιά καί τό μαχαίρι καί ξεκινοῦν γιά τό ὕψωμα. Στό δρόμο ὁ Ἰσαάκ τόν ρωτάει:
- Πατέρα, βλέπω μόνο τή φωτιά καί τά ξύλα· ποῦ εἶναι τό πρόβατο, πού θά γίνει ὁλοκαύτωμα;
- Ὁ Θεός, παιδί μου, θά βρεῖ πρόβατο γιά ὁλοκαύτωμα, ἀπαντάει ὁ Ἀβραάμ.
Ἔφτασαν στόν τόπο τῆς θυσίας, πού ὅρισε ὁ Θεός. Ἐκεῖ ὁ Ἀβραάμ ἔστησε τό θυσιαστήριο κι ἔβαλε πάνω τά ξύλα. Ἔπειτα πιάνει τόν Ἰσαάκ, τοῦ δένει τά πόδια, τόν βάζει πάνω στά ξύλα καί ἁπλώνει τό χέρι νά πιάσει τό μαχαίρι, γιά νά σφάξει τόν υἱό του. Ἐκείνη τήν ὥρα τοῦ φωνάζει ἕνας ἄγγελος Κυρίου ἀπό τόν οὐρανό:
- Ἀβραάμ!
- Ἐδῶ εἶμαι, ἀπαντάει αὐτός καί σταματᾶ.
- Μή βάζεις τό χέρι σου φονικό στό παιδί καί μήν τοῦ κάνεις τίποτε· τώρα βλέπω ὅτι σέβεσαι τόν Θεό καί δέν λυπήθηκες νά σφάξεις γιά χάρη μου τόν γιό σου τόν ἀγαπημένο.
Εὔκολα ἐντοπίζεται ἡ ἀντιστοιχία ἀνάμεσα στά περιστατικά τῆς θυσίας τοῦ Ἰσαάκ καί τῆς θυσίας τοῦ Ἰησοῦ.
- «Ὁ Θεός ἐπείρασε τόν Ἀβραάμ... καί εἶπε· Λαβέ τόν υἱόν σου τόν ἀγαπητόν, ὅν ἠγάπησας, τόν Ἰσαάκ, καί πορεύθητι εἰς τήν γῆν τήν ὑψηλήν καί ἀνένεγκον αὐτόν ἐκεῖ εἰς ὁλοκάρπωσιν ἐφ’ ἕν τῶν ὀρέων, ὧν ἄν σοι επω» (Γέ 22,1-2). «Υἱός ἀγαπητός» ὁ Ἰσαάκ, «Υἱός ἀγαπητός» καί ὁ Ἰησοῦς. Τό διο στόμα ὀνόμασε καί τούς δύο υἱούς ἀγαπητούς τοῦ πατέρα τους. Ὁ Θεός Ἀ-βραάμ καί Θεός Ἰσαάκ μετά ἀπό δύο χιλιάδες περίπου χρόνια εἶπε γιά τόν Ἰησοῦ· «Οὗτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα» (Μθ 3,17· 17,5· πρβλ. Μρ 1,11· 9,7· Λκ 3, 22· 9,35).
- Ὁ Ἀβραάμ, ὡς ἐκπρόσωπος τῆς ἀνθρωπότητος, προσέφερε τόν γιό του τόν ἀγαπητό στόν Θεό. Ὁ Θεός προσέφερε τόν γιό του τόν ἀγαπητό στήν ἀνθρωπότητα. Θυσία τοῦ ἀγαπητοῦ, λοιπόν, καί ἐκείνη καί αὐτή.
- «Εἰς γῆν ὑψηλήν» ὁρίστηκε νά γίνει ἡ θυσία τοῦ Ἰσαάκ. Πρόκειται γιά τό λόφο Μορία, πού βρισκόταν κοντά στό Γολγοθᾶ, ὅπου ὁδηγήθηκε γιά νά θυσιαστεῖ ὁ Ἰησοῦς. Σέ καμία ἄλλη περίπτωση προηγουμένως ὁ Θεός δέν εἶχε ὁρίσει συγκεκριμένο τόπο θυσίας. Τό κάνει πρώτη φορά στήν περίπτωση τοῦ Ἰσαάκ, δείχνοντας ἔτσι τήν ἰδιαίτερη πρόνοιά του γιά τήν τέλεση τῆς θυσίας αὐτῆς. Θέλει νά φανερώσει, κατά κάποιο τρόπο, ὅτι αὐτή ἡ θυσία προεικονίζει ἕνα κατεξοχήν σοβαρό γεγονός, τό γεγονός τῆς ἀπολυτρωτικῆς θυσίας τοῦ Χριστοῦ.
- Μέ ὄνο πῆγε ὁ Ἰσαάκ μέχρι τό ὄρος· καθισμένος ἐπάνω σέ ὄνο μπῆκε ὁ Ἰησοῦς στήν πόλη τοῦ μαρτυρίου του.
- Μέ δύο δούλους πορευόταν ὁ Ἰσαάκ πρός τή θυσία· μέ δύο ληστές ἀνέβηκε ὁ Ἰησοῦς στό Γολγοθᾶ.
- Ὁ Ἀβραάμ «ἔσχισε ξύλα» (Γέ 22,3) γιά τή θυσία· καί οἱ ἀπόγονοί του ἔσχισαν ξύλα, γιά νά κατασκευάσουν τό ὄργανο τῆς θυσίας, τό σταυρό.
- Ὁ Ἀβραάμ ἑτοίμασε τή θυσία τοῦ Ἰσαάκ ἀπό ὑπακοή· οἱ σταυρωτές τοῦ Χριστοῦ ἀπό ἀπείθεια. Ἐκεῖνος ἐκτελώντας τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτοί ἐναντιούμενοι στόν Θεό.
- «Ἔλαβε δέ Ἀβραάμ τά ξύλα τῆς ὁλοκαρπώσεως καί ἐπέθηκεν Ἰσαάκ τῷ υἱῷ αὐτοῦ» (Γέ 22,6). Παράδοξη ἡ ἐνέργεια τοῦ πατέρα! Δέν ἀγαποῦσε τρυφερά τόν Ἰσαάκ ἡ πατρική καρδιά τοῦ Ἀβραάμ; Δέν πονοῦσε τόν μικρό μονογενῆ του ὁ φιλόστοργος πατέρας; Ἔκανε μία θυσία. Δέχτηκε νά προσφέρει ὁλοκαύτωμα τό μονάκριβο σπλάχνο του. Ἔστω. Γιατί ὅμως φορτώνει ἐπάνω στούς ἀσθενικούς παιδικούς ὤμους τοῦ Ἰσαάκ τά ξύλα τῆς θυσίας; Γιατί δέν σέβεται τίς τελευταῖες στιγμές τοῦ ἄκακου παιδιοῦ; Ἡ ἐνέργεια τοῦ Ἀβραάμ φαίνεται ἀνθρώπινα ἀνεξήγητη, διότι εἶναι θεοκίνητη. Δέν πράττει ὅ,τι θέλει, ἀλλά ἀντιγράφει τό μέλλον. Καμία λογική δέν ἔχει τόπο σέ μυστήρια τέτοιου εἴδους. Ὁ Ἰσαάκ, ὁ ὁποῖος σηκώνει ἐπάνω στούς ὤμους του τά ξύλα, καθώς ἀνεβαίνει ἐπάνω στό ὄρος, προδιαγράφει σαφῶς τόν Χριστό, πού πορεύεται πρός τό Γολγοθᾶ καί σηκώνει τό σταυρό τοῦ μαρτυρίου του.
- Καθώς ὁ Ἀβραάμ ἀνεβαίνει ἐπάνω στό ὄρος μέ τό γιό του, κρατάει στά χέρια του φωτιά καί μαχαίρι. Ἡ φωτιά συμβολίζει τήν ἀγάπη τοῦ Ἐσταυρωμένου, πού θυσιάστηκε «ὑπέρ τοῦ κόσμου».
- Τό μαχαίρι εἶναι προτύπωση τῆς λόγχης τοῦ στρατιώτη, ὁ ὁποῖος «ἔνυξε» τήν πλευρά τοῦ Ἰησοῦ (Ἰω 19,34).
- Κατά τήν ἀνάβαση ἐκτυλίσσεται ἕνας συγκινητικότατος διάλογος μεταξύ τοῦ στοργικοῦ πατέρα καί τοῦ ἀθώου παιδιοῦ: «Εἶπε δέ Ἰσαάκ πρός Ἀβραάμ τόν πατέρα αὐτοῦ· πάτερ. Ὁ δέ εἶπε· τί ἐστι τέκνον; Εἶπε δέ· ἰδού τό πῦρ καί τά ξύλα· ποῦ ἐστι τό πρόβατον τό εἰς ὁλοκάρπωσιν; Εἶπε δέ Ἀβραάμ· ὁ Θεός ὄψεται ἑαυτῷ πρόβατον εἰς ὁλοκάρπωσιν, τέκνον» (Γέ 22,7-8).
Ἀλλά καί ὁ Ἀβραάμ ὡς προφήτης μιλάει· «Ὁ Θεός θά φανερώσει τό πρόβατό του». Βέβαια ἄλλη ἦταν ἡ σκέψη τοῦ Ἀβραάμ, ὅταν μιλοῦσε γιά τό πρόβατο, καί ἄλλη ἦταν ἡ σκέψη τοῦ Ἰσαάκ. Ἀλλά οἱ γλῶσσες καί τῶν δύο ἦταν θεοκίνητες. Καί ἐνῶ διαφορετικό ἦταν τό νόημα τῶν λόγων τους, ἐκφράστηκαν μέ τίς διες λέξεις. Προέλεγαν μυστικά τήν δια θυσία, τή θυσία τοῦ Θεανθρώπου, τή θυσία τοῦ Ἀμνοῦ τοῦ Θεοῦ, πού φορτώνεται τήν ἁμαρτία τοῦ κόσμου. Οἱ λόγοι καί τοῦ πατέρα καί τοῦ γιοῦ ὑποδήλωναν τό λυτρωτικό ἔργο τοῦ Θεοῦ.
Σύντομα περιγράφει ἡ Γραφή τή στιγμή τῆς ἀτέλεστης θυσίας· «Καί ᾠκοδόμησεν ἐκεῖ Ἀβραάμ τό θυσιαστήριον καί ἐπέθηκε τά ξύλα, καί συμποδίσας Ἰσαάκ τόν υἱόν αὐτοῦ, ἐπέθηκεν αὐτόν ἐπί τό θυσιαστήριον ἐπάνω τῶν ξύλων. Καί ἐξέτεινεν Ἀβραάμ τήν χεῖρα αὐτοῦ λαβεῖν τήν μάχαιραν σφάξαι τόν υἱόν αὐτοῦ» (Γέ 22,9-10). Γιά νά θυσιάσουν ἕνα μοσχάρι ἤ πρόβατο, πρῶτα τοῦ ἔδεναν τά πόδια, ὥστε νά τό ρίξουν κάτω καί νά μήν κλωτσάει. Τό διο κάνει καί ὁ Ἀβραάμ.
- Ἀλλά, ὅσο κι ἄν τεντώσει κανείς τό αὐτί του, δέν θά ἀκούσει παράπονο ἀπό τό στόμα τοῦ Ἰσαάκ. Ὁ Ἀβραάμ δένει τά πόδια του, τόν ἀνεβάζει ἐπάνω στό βωμό ὡς σφάγιο, ἁπλώνει τό χέρι του νά πάρει τό μαχαίρι καί νά τό μπήξει στό λαιμό τοῦ παιδιοῦ του. Τό ἄκακο παιδί δέν αἰφνιδιάζεται, δέν ρωτᾶ κἄν γιατί ὁ πατέρας του προβαίνει σ’ αὐτή τή φοβερή πράξη. Ὁ Ἰσαάκ μένει ἄφωνος. Γιατί; Γιά νά εἶναι τύπος τοῦ Ἰησοῦ. Καί ὁ Ἰησοῦς, ὁ Κύριός μας, ἄφωνος ὑπέμεινε τό φρικτό μαρτύριό του, χωρίς νά γογγύσει, χωρίς νά ἀντιδράσει, χωρίς νά διαμαρτυρηθεῖ γιά τήν ἄδικη σφαγή: «Ὡς ἀμνός ἐναντίον τοῦ κείροντος αὐτόν ἄφωνος, οὕτως οὐκ ἀνοίγει τό στόμα», προφήτευσε ὁ Ἠσαΐας (53,7· πρβλ. Πρξ 8, 32). Ὁ εὐαγγελιστής Ματθαῖος σημείωσε ὅτι ὁ Ἰησοῦς «οὐκ ἀπεκρίθη... πρός οὐδέ ἕν ρῆμα, ὥστε θαυμάζειν τόν ἡγεμόνα λίαν» (Μθ 27,14). Ὁ Ἰσαάκ καί τυπικά καί ἠθικά προδιαγράφει τόν Χριστό.
- Ὁ Ἰσαάκ ἐπάνω στό θυσιαστήριο καί ὁ Ἀβραάμ ἕτοιμος νά ὑψώσει τό μαχαίρι ἐπάνω ἀπό τόν μονογενῆ του. Ὁ μικρός Ἰσαάκ, μέ φρόνημα ὑπακοῆς πρός τόν πατέρα του, ἄφωνος ἀντιμετωπίζει τή σφαγή· ἀγόγγυστα ἔχει ἀποφασίσει τή θυσία ὁ Ἀβραάμ, μέ φρόνημα ὑπακοῆς πρός τόν οὐράνιο Πατέρα. Τί μεγαλεῖο πίστεως, ἀγάπης καί ὑπακοῆς! Ὁ ἄγγελος βέβαια ἐμπόδισε τόν Ἀβραάμ νά σφάξει τόν υἱό του. Στήν οὐσία ὅμως ἡ θυσία τελέσθηκε, ἀφοῦ ἡ ἀπόφαση εἶχε ληφθεῖ ἀμετάκλητα ἀπό τόν Ἀβραάμ, καί ὁ Ἰσαάκ εἶχε ὁδηγηθεῖ καί εἶχε τοποθετηθεῖ ἐπάνω στό θυσιαστήριο ἀδιαμαρτύρητα. Τά περαιτέρω δέν ἦταν παρά ζήτημα στιγμιαίας κίνησης. Ἡ ἀρετή τοῦ Ἀβραάμ δοκιμάσθηκε καί βρέθηκε γνήσια καί μεγάλη.