«Ἔρχου καί ἴδε!». Δύο ἔντονες προστακτικές, δύο ἰσχυρές προτροπές, τίς ὁποῖες διαβάζουμε στό ἱερό Εὐαγγέλιο (Ἰω 1,47). Δύο ἠχηρές λέξεις πού προτρέπουν γιά μιά ἀλλαγή πορείας, γιά μιά νέα ζωή.
Πρόκειται γιά μιά πρόσκληση σέ κάτι νέο, ἀξιόλογο καί πολύ διαφορετικό. Πρόκειται γιά τή συνάντηση τοῦ ἀνθρώπου μέ τόν Θεό, τῶν κάτω μέ τά ἄνω, τῆς γῆς μέ τόν οὐρανό. Σέ κάθε συνάντηση ἔχουμε τό λιγότερο δύο πρόσωπα, δύο ἀνθρώπινες ὑπάρξεις, πού ἐπικοινωνοῦν, συνομιλοῦν, συνεργάζονται. Προϋπόθεση, ὅμως, τοῦ ὑψηλοῦ αὐτοῦ ἔργου εἶναι ἡ ὑπέρβαση καί ὑπερνίκηση ἐγγενῶν δυσκολιῶν πού γεννᾶ ὁ ἀνθρώπινος ἐγωισμός. Γιά νά ἐπικοινωνήσουν δύο ψυχές, γιά νά ἔλθει ὁ ἕνας ἄνθρωπος κοντά στόν ἄλλο, χρειάζεται θέληση καί ὑπερνίκηση τῆς φιλαυτίας καί ὅσων γεννῶνται ἀπ᾿ αὐτή. Μόνο ὅταν πέσουν τά κάστρα τῶν ἀτομικῶν φιλοδοξιῶν, θά ἀνοίξει ὁ δρόμος πού ὁδηγεῖ στόν ἄλλο, στήν ἄλλη ψυχή. Εὐνόητο εἶναι ὅτι ἄν ὅλα αὐτά ἰσχύουν γιά κάθε κοινωνική συνάντηση, γιά κάθε συνάντηση ἀνθρώπων, κατά μείζονα λόγο ἰσχύουν γιά τή συνάντηση ἑνός ἀνθρώπου μέ τόν Θεό. Ἡ πρόσκληση «ἔρχου καί ἴδε» εἶναι διαχρονική. Τήν ἀπευθύνει ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία του πρός κάθε ἄνθρωπο. Τήν ἀπευθύνουν πρός κάθε ἄνθρωπο οἱ πιστοί ὅλων τῶν αἰώνων, οἱ ἅγιοι, οἱ μάρτυρες, οἱ ἀρχιερεῖς, οἱ ἱερεῖς, οἱ μοναχοί καί ὅλοι ὅσοι ζοῦν στούς κόλπους τῆς μίας Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας. Δύο χιλιάδες χρόνια τώρα ἀκούγεται ἡ φωνή αὐτή. Πολλοί εἶναι ἐκεῖνοι πού τήν ἄκουσαν. Πολλοί συμμορφώθηκαν πρός τίς ἐντολές τοῦ Χριστοῦ. Πολλοί ἀκολούθησαν τή γραμμή τῆς Ἐκκλησίας. Καί κέρδισαν, ὠφελήθηκαν, σώθηκαν. Ὑπάρχουν, ὅμως, καί πολλοί πού ἀδιαφόρησαν, πού κώφευσαν, πού δέν ἀνταποκρίθηκαν στήν πρόσκληση αὐτή, μέ ἀποτέλεσμα νά μείνουν ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία, νά ταλαιπωροῦνται, νά τρέχουν διψασμένοι στρατοκόποι σ᾿ ἄλλους τόπους. Πολλοί στράφηκαν σέ διάφορους μυστικισμούς καί σέ ποικίλες ἰδεολογίες, ζητώντας λύσεις στά ὑπαρξιακά τους ζητήματα καί τίς ἀγωνιώδεις ἀνησυχίες τους. Ἀναζήτησαν φῶτα, τά ὁποῖα πίστευαν ὅτι θά φωτίσουν τά σκοτάδια τῆς ψυχῆς τους, ἀλλά μάταια. Καί αὐτό γιατί δέν βρῆκαν τό Φῶς. Ἀναζήτησαν πηγές ὑδάτων, γιά νά σβήσουν τήν πνευματική τους δίψα, ἀλλά πέτυχαν τό ἀντίθετο, γιατί δέν βρῆκαν τήν Πηγή τῆς ἀλήθειας. «Ἔρχου καί ἴδε!». Αὐτή εἶναι ἡ πρόσκληση τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας μας πρός κάθε ἄνθρωπο. Μᾶς καλεῖ ὅλους στούς κόλπους της, γιά νά δοῦμε μέ τά μάτια τοῦ σώματος καί τῆς ψυχῆς τήν καινή, τή γνήσια καί τήν ἀληθινή ζωή. Μᾶς καλεῖ νά λουσθοῦμε στή χάρη πού ἀπορρέει ἀπό τό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ. Μᾶς προτρέπει νά ἀπαρνηθοῦμε τόν παλαιό ἑαυτό μας «σύν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ» (Κλ 3,9) καί νά συμμετάσχουμε στή μυστηριακή ζωή, γιά νά ἁγιασθοῦμε, νά καθαρισθοῦμε, νά φωτισθοῦμε καί νά νιώσουμε τήν παρουσία τοῦ Θεοῦ στή ζωή καί τά ἔργα μας. Τό μήνυμα αὐτό ἀπευθύνεται ἰδιαίτερα στούς νέους τῆς ἐποχῆς μας, οἱ ὁποῖοι ὁραματίζονται ἕνα νέο κόσμο, μιά διαφορετική κοινωνία, μιά ἄλλη ζωή. Θέλουν νά ἀλλάξουν τόν κόσμο μέ μέσα τοῦ κόσμου ἀγνοώντας τή βασική ἀλήθεια, ὅτι αὐτό μόνο ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά τό φέρει σ᾿ αὐτούς καί σέ ὅλους ἐμᾶς. Μόνο ὅταν ὁ Χριστός γίνει κυβερνήτης τοῦ κόσμου, οἱ ἀλλαγές πού ποθεῖ ἡ νεότητα θά γίνουν πράξεις. Καί θά πρόκειται τότε γιά ἀλλαγές οὐσιαστικές καί γνήσιες, γιά μεταμορφώσεις ριζικές καί αὐθεντικές. «Ἔρχου καί ἴδε», λοιπόν, νέε τῆς ἐποχῆς μας. Ἔλα στόν Χριστό καί στήν Ἐκκλησία του, γιά νά ζήσεις ὅ,τι ποθεῖ ἡ ψυχή σου καί μάλιστα γιά νά βρεῖς τή χαρά καί τήν ἠρεμία, πού τόσο σοῦ λείπουν. Πλησίασε Ἐκεῖνον πού εἶναι ἡ Ἀλήθεια καί ἡ Ζωή. Δῶσε Του τήν καρδιά σου, γιά νά τήν ἁγιάσει καί νά τήν ἀνυψώσει στόν οὐρανό. Γεώργιος Κρασανάκης
Καθηγητής Πανεπιστημίου Κρήτης |