Γιά τήν Ὀρθοδοξία πολλοί καί πολύ μιλοῦν στίς μέρες μας. Τούς ἀκοῦμε ἀπό τά κανάλια τῶν τηλεοράσεων, τούς διαβάζουμε στίς στῆλες τῶν ἐφημερίδων, τούς βλέπουμε συγγραφεῖς ποικίλων δημοσιευμάτων καί βιβλίων. Σύμφωνα μέ τά λεγόμενά τους ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ἕνα εἶδος κουλτούρας ἤ ἕνα εἶδος φολκλόρ, ἀνάλογα μέ τήν κατευθυντήρια προτίμηση τοῦ κάθε σχετικοῦ στοχαστῆ. Εἶναι μία μορφή πολιτισμοῦ -ἐξαιρετική καί μοναδική πάντοτε- ἤ ἕνα γνώρισμα τοῦ λαοῦ τῆς Ρωμιοσύνης -ἰδιαίτερο καί ἀξιόλογο ὁπωσδήποτε. Καταντᾶ ἔτσι νά φαίνεται ἡ Ὀρθοδοξία ὡς ἰδεολόγημα μᾶλλον, φιλοσοφία ἤ κοσμοθεωρία, ὡς λαϊκή θρησκεία περισσότερο, παρά ὡς ἀποκάλυψη Θεοῦ, ὅπως πράγματι εἶναι.
Μιλᾶ γιά τήν Ὀρθοδοξία καί ἡ Ἐκκλησία, ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Καί δέν μιλᾶ μόνο τώρα, μέ τή μόδα τῆς ὀρθοδοξολογίας καί μέ τά φῶτα τῆς δημοσιότητος, ἀλλά μιλᾶ ἐδῶ καί εἴκοσι αἰῶνες, ἀπό τή στιγμή πού γεννήθηκε καί μιλᾶ μέ τούς χαμηλούς τόνους τοῦ ταπεινοῦ λόγου μέσα στήν κατανυκτική ἀτμόσφαιρα τοῦ πράου πνεύματος. Νομίζω, ἀξίζει νά τήν προσέξουμε, ὅσοι εἰλικρινά ἐνδιαφερόμαστε γιά τήν Ὀρθοδοξία εἶναι ἡ μόνη πού ἀξίζει νά προσέξουμε, διότι εἶναι ἀκριβῶς ἡ εἰδική τοῦ θέματος. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε -μέ μία πολύ γενική ἁπλοποίηση, βέβαια, γιά πρακτικούς λόγους- ὅτι ἡ Ὀρθοδοξία ταυτίζεται μέ τήν Ἐκκλησία, τήν μία, ἁγία, ἀνατολική Ἐκκλησία. Τά χαρακτηριστικά της ἀποτελοῦν χαρακτηριστικά τῆς Ἐκκλησίας καί δέν εἶναι ἄλλα ἀπό τά χαρακτηριστικά τοῦ θεανδρικοῦ προσώπου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἀφοῦ ἡ Ἐκκλησία εἶναι ὁ μυστικός Χριστός, πού παρατείνεται στούς αἰῶνες, κατά τήν ἔκφραση τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου. Αὐτό ἀναφαίνεται μέσα ἀπό τή διδασκαλία τῶν πατέρων, πού ὑπῆρξαν στυλοβάτες τῆς Ἐκκλησίας, ἀποδεικνύεται ἀπό τή ζωή τῶν ἁγίων πού μαρτύρησαν γιά τήν Ὀρθοδοξία, αὐτό καταθέτει ἡ κοινή συνείδηση τοῦ ὀρθοδόξου πληρώματος. Ἔτσι, ἀμέσως καί ἀσφαλῶς ἔχουμε συγκεκριμένη καί σαφῆ ἄποψη γιά τήν Ὀρθοδοξία, αὐτήν πού ἀδιάψευστα καταθέτει ἡ ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Πρῶτα ἀπ᾿ ὅλα καί πάνω ἀπ᾿ ὅλα ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι τρόπος ζωῆς, πού θεμελιώνεται στή θεία ἀλήθεια. Ὁπωσδήποτε δημιουργεῖ πολιτισμό, διαμορφώνει ἔθος, ἀλλά αὐτά εἶναι ἀποτελέσματα, δέν εἶναι ἡ οὐσία της. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι ὁ δρόμος τοῦ Θεοῦ, πού ἀπαιτεῖ νά τόν βαδίσεις μέ ὑπακοή στήν ἀποκαλυμμένη ἀλήθεια καί μέ πειθαρχία στή θεία ἐντολή. Ὁ συνδυασμός τῆς ὀρθῆς πίστεως (ὀρθοδοξία) μέ τήν ἁγία ζωή (ὀρθοπραξία) εἶναι γνώρισμα τῆς Ὀρθοδοξίας «ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ». Τό διατυπώνει ἀποφθεγματικά γιά πολλοστή φορά ὁ ἀπόστολος Παῦλος, καθώς φθάνοντας στό τέρμα τῆς ζωῆς του ἐξομολογεῖται στό μαθητή του Τιμόθεο «τόν ἀγῶνα τόν καλόν ἠγώνισμαι, τόν δρόμον τετέλεκα, τήν πίστιν τετήρηκα» (Β' Τι 4,7). Τό δόγμα καί τήν ἐντολή τά παραδίδει ἡ Ἐκκλησία κρατώντας στό ἕνα χέρι τή θεόπνευστη Γραφή καί στό ἄλλο τήν ἱερή Παράδοση. Δόγματα εἶναι οἱ ἀποκαλυμμένες ἀλήθειες τοῦ θείου λόγου, ὅπως διατυπώθηκαν ἀπό φωτισμένους ἁγίους ὕστερα ἀπό ἀγῶνες καί μάχες τῆς Ἐκκλησίας μέ πνεύματα πονηρά καί πλάνα. Ἐντολές εἶναι οἱ ἠθικές προτροπές τοῦ θείου λόγου, ὅπως τίς ἔζησαν οἱ ἅγιοι κάθε ἐποχῆς, πού δέν συσχηματίζονταν μέ κανένα σχῆμα τοῦ καιροῦ τους, ἀλλά μεταμορφώνονταν σέ σκεύη τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Ἐν τούτοις, ὅλα αὐτά δέν θά μποροῦσαν ἐπ᾿ οὐδενί νά τά ἀσπασθοῦν οἱ ἄνθρωποι, ἄν ἐπιχειροῦσαν νά τά ἀκολουθήσουν μόνοι τους -μεμονωμένα ἤ ὁμαδικά, πάντως αὐτόνομα-, μέ τή δική τους κρίση καί μέ τίς προσωπικές τους προσπάθειες. Ὅσοι τό ἐπιχείρησαν, ἤ παραιτήθηκαν ἤ πλανήθηκαν, ὀρθόδοξοι δέν ἔμειναν. Χρειάζεται ν᾿ ἀκούσεις τό δόγμα -γιά νά μπορέσεις νά τό ἑρμηνεύσεις- καί νά ὑπακούσεις στήν ἐντολή -γιά νά μπορέσεις νά τήν ἐκτελέσεις- συνδεδεμένος μέ ἕνα σῶμα καί συντονισμένος σέ μία συχνότητα στό σῶμα πού κεφαλή ἔχει τόν Χριστό καί μέλη τούς ἀπό αἰῶνες ἁγίους, καί στή συχνότητα πού ἐκπέμπει τό Πνεῦμα τό ἅγιο μέσα σ᾿ αὐτή τή θεανθρώπινη κοινωνία. Τή δυνατότητα τῆς συμμετοχῆς στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τήν ἐξασφαλίζουν τά ἱερά μυστήρια καί ἡ πνευματική λατρεία. Μέ τή χάρη τῶν μυστηρίων ὁ ὀρθόδοξος ἑνώνεται μέ τόν τριαδικό Θεό, λαμβάνει τήν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν καί ζῆ παρ᾿ ὅλη του τήν περατότητα καί ἀτέλεια τό ἄπειρο καί τέλειο τῆς αἰωνιότητος. Μέσα στή θεία λατρεία ἐξ ἄλλου, μέ τήν προσευχή καί τήν ὑμνωδία ἔχει τήν εὐλογία νά ἐκφράσει τόν ἑαυτό του κατενώπιον τοῦ Κυρίου, νά δοξολογήσει τά μεγαλεῖα του, νά εὐχαριστήσει γιά τήν ἀγάπη του, νά ἱκετεύσει μέ συντριβή γιά τήν ἀδυναμία του. Συντροφιά μέ τούς ἀγγέλους καί τούς ἁπλούς ἁγίους τῆς Ὀρθοδοξίας, οἱ ὁποῖοι ὑποδηλώνουν τήν παρουσία τους μέ τίς ἅγιες εἰκόνες ὁλόγυρα, ὅλοι οἱ πιστοί «ὁμοθυμαδόν καί ἐπί τό αὐτό» ἐπικαλοῦνται καί δέχονται τή θεία χάρη μέσα στό ναό. Τά πάντα ἐκεῖ μέσα εἶναι ἁγιασμένα σύμβολα, πού διατυπώνουν μέ τή δική τους γλῶσσα, τήν τόσο ὑποβλητική καί περίτρανη, τό δόγμα καί τό ἦθος τῆς Ἐκκλησίας διδάσκοντας βουβά. Γι᾿ αὐτό καί θεωροῦνται ὅλα τά τῆς λατρείας ἐκφράσεις γνήσιες τῆς Ὀρθοδοξίας, οἱ εἰκόνες, οἱ ὕμνοι, τό τυπικό. Ἀλλά ἡ ὀρθόδοξη ζωή δέν περιορίζεται μόνο στό ναό οὔτε σταματᾶ στή λατρεία. Ἁπλώνεται καί καλύπτει τήν κάθε στιγμή τοῦ χριστιανοῦ, συνεχίζεται καί διαποτίζει τήν κάθε του κίνηση. Ἀδιάκοπα ἐπιτελεῖται μία λογική λατρεία μέσα στό ναό τοῦ σώματος τοῦ πιστοῦ καί ἀκατάπαυστα βιώνεται μία μυστική κοινωνία του μέ τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας. Τοῦτο ἐπιτυγχάνεται μέ τό Πνεῦμα καί ἐκφράζεται μέ τό κατ᾿ ἐξοχήν σημεῖο τοῦ σταυροῦ, πού σημαδεύει κυριολεκτικά κάθε ὀρθόδοξο. Τό σχῆμα τοῦ τιμίου σταυροῦ δέν διαγράφεται μόνο νοητά κατά περίπτωση μέ τά τρία δάκτυλα τοῦ δεξιοῦ χεριοῦ ἑνωμένα στό ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος, ἀλλά διαγράφει ἐπίσης καί τή ζωή τοῦ χριστιανοῦ συνεχῶς, καθώς αὐτός διαρκῶς διασταυρώνει τό θέλημά του μέ τό θέλημα τοῦ κόσμου καί τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, καθώς ἀγόγγυστα ὑπομένει τόν πόνο καί ἑκούσια πάσχει γιά τό καλό, ἐγκρατεύεται στόν ἑαυτό του καί προσφέρεται στούς ἄλλους, μέ ἕνα λόγο, ἀσκητεύει. Πράγματι, τό ἀσκητικό στοιχεῖο ἀποτελεῖ σῆμα κατατεθέν τῆς Ὀρθοδοξίας. Οἱ μορφές του εἶναι ποικίλες μέσα στήν ὀρθόδοξη ζωή νηστεία, ἀγρυπνία, πτωχεία, ἁγνεία, θυσία· εἶναι ὅμως πάντοτε ἕνας σταυρός πού μιμεῖται τό σταυρό τοῦ Χριστοῦ, γι᾿ αὐτό φέρει καί τή δόξα του. Μ᾿ αὐτά τά γνωρίσματα πόσοι, ἀλήθεια, ἀπό τούς ὀρθοδοξολογοῦντες τῆς ἐποχῆς μας μποροῦν νά δικαιωθοῦν; Κάθε χρόνο ἡ Ἐκκλησία ἀφιερώνει μία Κυριακή στό ὄνομα τῆς Ὀρθοδοξίας. Αὐτή τήν Κυριακή τονίζει πρό πάντων τήν ἀποστολή τοῦ εὐαγγελισμοῦ πού ἔχει πρός τήν οἰκουμένη, τό ἔργο νά κηρύξει τήν ὀρθόδοξη πίστη καί ζωή σ᾿ ὅλο τόν κόσμο. Ἴσως εἶναι καιρός ν᾿ ἀφήσουμε ν᾿ ἀκουστεῖ σήμερα ἡ φωνή της πιό δυνατή καί πιό καθαρή μέσα στίς φωνασκίες τῶν διαφόρων, γιά νά μάθουμε ἐπί τέλους τί σημαίνει Ὀρθοδοξία. Στέργιος Ν. Σάκκος
|