Μωυσῆς καί Ἠλίας στή Μεταμόρφωση (Β΄)

ΔΥΟ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ (Β΄)

Γιατί ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας;
metamorfosi Στή Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου παρευρίσκονται ὡς ἐκπρόσωποι τῆς καινῆς διαθήκης οἱ τρεῖς μαθητές Πέτρος, Ἰάκωβος καί Ἰωάννης, καί ὡς ἐκπρόσωποι τῆς παλαιᾶς διαθήκης οἱ δύο προφῆτες Μωϋσῆς καί Ἠλίας. Γιατί ὅμως ὁ Χριστός διάλεξε νά παρουσιάσει ἐκεῖ ἐπάνω στό ὄρος ὡς μάρτυρες τῆς Μεταμορφώσεώς του εἰδικά αὐτά τά δύο πρόσωπα τῆς παλαιᾶς διαθήκης;
 Ἀπαντώντας στό ἐρώτημα αὐτό ἀρχαῖοι καί νεώτεροι ἑρμηνευτές ἐπισημαίνουν κατ' ἀρχήν τά κοινά στοιχεῖα τῶν δύο ἀνδρῶν:

  • Εἶναι καί οἱ δύο μεγάλοι προφῆτες, πού προφήτευσαν τόν Μεσσία. Ὁ Μωϋσῆς, ὁ μεγαλύτερος ἀπό τούς προφῆτες πού ἔγραψαν βιβλία, καί ὁ Ἠλίας, ὁ μεγαλύτερος ἀπό τούς προφῆτες πού δέν ἔγραψαν.
  •  Ἐγκαινιάζουν καί οἱ δύο τήν ἀρχή δύο νέων σημαντικῶν περιόδων. Μέχρι τήν ἐποχή τοῦ Μωϋσῆ ἡ ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ γινόταν στούς ἀνθρώπους προφορικά. Αὐτός πρῶτος τήν καταγράφει στήν Πεντάτευχο, δηλ. στά πέντε πρῶτα βιβλία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἀρχίζει ἔτσι ἡ ἐποχή τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, πού δόθηκε μέ τόν Μωϋσῆ. Ἀντίστοιχα, ὁ Ἠλίας ἐγκαινιάζει τήν ἀρχή τοῦ προφητικοῦ νόμου, πού κηρύχθηκε πρώτη φορά ἀπό αὐτόν. Παραδίδει ἄγραφη τήν προφητεία του. Θά γράψουν ἀργότερα οἱ ἄλλοι προφῆτες. Αὐτός μέ μόνο τό προφορικό κήρυγμα καθιερώνεται στίς συνειδήσεις τῶν ἀνθρώπων ὡς ὁ μεγάλος προφήτης καί ἡ διδασκαλία του μεταδίδεται προφορικά ἀπό γενιά σέ γενιά.
  •  Ἐπιτελοῦν καί οἱ δύο θαυμαστά σημεῖα μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ.
  • Νηστεύουν καί οἱ δύο ἐπί 40 ἡμέρες· ὁ Μωϋσῆς ὅταν ἐπρόκειτο νά παραλάβει ἀπό τόν Θεό τό νόμο, καί ὁ Ἠλίας ὅταν καταδιωκόταν ἀπό τήν Ἰεζάβελ.
  • Συνδέονται καί οἱ δύο μέ τά ὄρη. Στό ὄρος Σινᾶ ὁ Μωϋσῆς πῆρε τίς θεοχάρακτες πλάκες τοῦ νόμου. Στό ὄρος Χωρήβ ὁ Ἠλίας δέχθηκε τήν ἐνίσχυση τοῦ Θεοῦ, ὅταν κυνηγημένος ἀπό τόν Ἀχαάβ λιποψύχησε καί φοβήθηκε πώς ἔχει μείνει μόνος λάτρης τοῦ Γιαχβέ. Καί τώρα πάλι σέ «ὄρος ὑψηλόν» (Μθ 17,1· Μρ 9,2) συναντῶνται οἱ δύο μαζί μέ τόν Κύριο καί συνομιλοῦν μαζί του.
  •  Ἔχουν καί οἱ δύο τόν τίτλο τοῦ θεόπτη. Δέν εἶδαν ὅμως τόν ἴδιο τόν Θεό. Ὁ Μωϋσῆς εἶδε τόν γνόφο καί τό φῶς στό Σινᾶ, ὁ Ἠλίας αἰσθάνθηκε τή λεπτά αὔρα στό ὄρος Χωρήβ. Καί μέ τούς δύο τρόπους ὁ Θεός ἁπλῶς ἔκανε αἰσθητή τήν παρουσία του. Δέν ἐμφάνισε τό πρόσωπό του. Τούς τό ἐμφανίζει τώρα ὁ θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός κατά τή Μεταμόρφωσή του.
  •  Εἶναι δύο ἐξέχουσες προσωπικότητες «οἱ ἐπισημότεροι» τῆς παλαιᾶς διαθήκης, κατά τόν Ζιγαβηνό, πού ἐπηρέασαν καί στήριξαν τόν λαό. Γι' αὐτό, μεταξύ τῶν ἄλλων, λέει ὁ Ἰωάννης Χρυσόστομος, τούς παρουσιάζει ὁ Κύριος στούς μαθητές του ὡς ὑποδείγματα ἀρετῆς· «ἠβούλετο γάρ αὐτούς καί τό δημαγωγικόν τό ἐκείνων ζηλῶσαι καί τό εὔτονον, καί τό ἀκαμπές· καί γενέσθαι ἐπιεικεῖς κατά Μωϋσέα καί ζηλωτάς καί τόν Ἠλίαν καί κηδεμονικούς ὁμοίως».
  •  Ὁ Μωϋσῆς εἶναι ὁ μέγιστος νομοθέτης καί ὁ Ἠλίας ὁ σπουδαιότερος προφήτης, ὁ πυρπολούμενος ἀπό τόν ζῆλο τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν παρουσία τους, λοιπόν, μαρτυροῦν ὡς ἐκπρόσωποι τῆς παλαιᾶς διαθήκης ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ἐκεῖνος γιά τόν ὁποῖο ὑποσχέθηκαν ὅλα τά κείμενα τοῦ νόμου καί τῶν προφητῶν. Ἡ συζήτηση τῶν δύο, ἐπισημαίνει ὁ Κύριλλος, δείχνει ὅτι «οὐκ ἀσύμβατα τοῖς διά τοῦ νόμου καί τῶν προφητῶν».
 Ἐπιπλέον, παρατηρεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ἐπειδή οἱ ὄχλοι ἔλεγαν γιά τόν Ἰησοῦ ὅτι εἶναι ὁ Ἠλίας ἤ ὁ Ἰερεμίας ἤ ἕνας ἀπό τούς ἀρχαίους προφῆτες, παρουσιάζει ἐδῶ τούς δύο κορυφαίους, ὥστε παραβάλλοντάς τους μαζί νά διαπιστώσουν τή μεγάλη διαφορά πού χωρίζει τούς δούλους ἀπό τόν Δεσπότη.
 Ἐπίσης, ὁ ὄχλος κατηγοροῦσε τόν Χριστό ὡς καταπατητή τοῦ νόμου καί σφετεριστή τῆς δόξης τοῦ Θεοῦ Πατρός, διότι παρουσιαζόταν ὡς Υἱός τοῦ Θεοῦ. Μέ τήν παρουσία τῶν δύο ἀνδρῶν στή Μεταμόρφωση ἀποδεικνύονται ἀβάσιμες αὐτές οἱ κατηγορίες τοῦ ὄχλου. Διότι, ὁ Μωϋσῆς δέν θά ἀνεχόταν τήν καταπάτηση τοῦ νόμου καί ὁ ζηλωτής Ἠλίας δέν θά παρέστεκε κοντά σ' ἕναν πού ἐξίσωσε τόν ἑαυτό του μέ τόν Θεό, χωρίς νά εἶναι ὁ Θεός.

 

Δείχνουν τόν προφητευόμενο
 Μαζί μέ ὅλους τούς παραπάνω λόγους νομίζω ὅτι ἐξηγεῖται πλήρως ἡ παρουσία τῶν δύο προφητῶν καί κατανοεῖται ἀπόλυτα, ὅταν ἐξετασθεῖ ἐπί πλέον ὁ ρόλος της μέσα στό σχέδιο τοῦ Θεοῦ καί εὑρεθεῖ ἡ σημασία της μέσα στή θεία οἰκονομία.
 Τήν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ στή γῆ, τήν ἐνσάρκωσή του καί τό σωτήριο ἔργο του ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους προφητεύει ὅλη ἡ παλαιά διαθήκη κατ' ἐξοχήν μέ τούς ἁγίους ἄνδρες της, τούς προφῆτες. Στή χορεία τῶν μεγάλων προφητῶν διακρίνονται κυρίως τρεῖς κορυφαῖοι· ὁ Μωϋσῆς, ὁ Ἠλίας καί ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος. Ὁ τελευταῖος, πού ἔζησε στήν ἐποχή τοῦ Χριστοῦ, ὄχι μόνο προφήτευσε γι' αὐτόν, ἀλλά καί τόν παρουσίασε στά πλήθη διαβεβαιώνοντας· «Ἴδε ὁ ἀμνός τοῦ Θεοῦ» (Ἰω 1,36). Ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας, πού ἔζησαν σέ προηγούμενες ἐποχές, προφήτευσαν βέβαια μέ δύναμη τόν ἐρχομό τοῦ Μεσσία, ἀλλά κάποτε ἡ δράση τους ἔληξε καί αὐτοί ἀπομακρύνθηκαν ἀπό τό προσκήνιο τῆς ἱστορίας.
 Νά, ὅμως τώρα πού ἡ προφητεία τους ἐκπληρώθηκε καί ὁ Θεός φανερώθηκε στούς ἀνθρώπους, οἱ δύο ἐπιφανεῖς ἄνδρες ἔρχονται, τήν ὥρα τῆς μεγαλοπρεποῦς ἐμφανίσεως τοῦ Θεανθρώπου, τή στιγμή πού ὁ Ἰησοῦς μέσα ἀπό τήν ταπεινή ἀνθρώπινη φύση του ἀφήνει νά φανεῖ ἔκπαγλη ἡ θεότητά του, ἔρχονται γιά νά δείξουν καί αὐτοί τόν προφητευόμενο καί νά ἀποδείξουν στόν κόσμο ὅτι εἶναι ἀληθινά ὅσα προφήτευσαν. Δέν μοιάζουν αὐτοί μέ τούς ψευδοπροφῆτες, πού ὅσο ἔχουν καιρό μιλοῦν γιά τά μελλούμενα καί μόλις πλησιάσει ἡ ὥρα τῆς ἐκπληρώσεως ἐξαφανίζονται. Οἱ προφῆτες τοῦ Θεοῦ προκειμένου γιά ἕνα τόσο μεγάλο γεγονός, ὅπως ἡ ἐπίσκεψη τοῦ Σωτῆρος στόν κόσμο, ἀκόμα κι ὅταν λείπουν ἀναπόφευκτα τήν ὥρα τῆς ἐπισκέψεως, σπᾶνε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ τά φυσικά ὅρια καί ἐμφανίζονται γιά νά ἐπικυρώσουν τήν προφητεία τους. Ἔτσι, ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας φανερώνονται στή Μεταμόρφωση καί μ' αὐτόν τόν τρόπο καθιστοῦν τήν προφητεία τους ἱστορία καί οἱ ἴδιοι γίνονται πλέον αὐτόπτες. Ὑπῆρξαν θεόπτες, ὅπως εἶπα παραπάνω, τώρα ὅμως καταξιώνεται πραγματικά ἐκεῖνος ὁ χαρακτηρισμός τους, καθόσον βλέπουν τό θεῖο πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ.
 Γιά τούς λόγους αὐτούς νομίζω κυρίως ὅτι ὄχι μόνο δικαιολογεῖται ἡ παρουσία τῶν δύο συγκεκριμένων ἀνδρῶν κατά τή Μεταμόρφωση, ἀλλά ἦταν καί ἡ πιό ἐνδεδειγμένη καί λειτουργικά δεμένη μέ τό ὅλο σχέδιο τῆς σωτηρίας. Μπροστά στόν Θεάνθρωπο Ἰησοῦ Χριστό συναντῶνται τήν ὥρα ἐκείνη ἡ Παλαιά καί ἡ Καινή Διαθήκη· ἡ Παλαιά μέ τούς ἐκπροσώπους της προφῆτες νά δείχνει ποιός εἶναι ὁ Μεσσίας, καί ἡ Καινή μέ τούς ἐκπροσώπους της μαθητές νά δέχεται τή μαρτυρία τῶν προφητῶν ἀλλά καί τήν ἐμπειρία τῶν αἰσθήσεων. Τί ἄλλο μποροῦσε, πράγματι, νά καταστήσει πιό ἔγκυρο τόν λόγο τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί πιό ἀξιόπιστη τή μαρτυρία καί τό κήρυγμα τῆς Καινῆς;
Ὅτι αὐτό, ἐξ ἄλλου, ἦταν ὄντως ἕνα ἰδιαίτερα σημαντικό μάθημα πού ἤθελε νά δώσει ὁ Ἰησοῦς μέ τή Μεταμόρφωση, μᾶς τό βεβαιώνει ἕνας ἀπό τούς μαθητές πού ἦταν παρόντες στό γεγονός. Ὁ ἀπ. Πέτρος γράφοντας ὕστερα ἀπό πολλά χρόνια πρός τούς χριστιανούς τή δεύτερη Ἐπιστολή του καί θέλοντας νά ἀποδείξει τό κῦρος τῆς μαρτυρίας τῶν ἀποστόλων διαλέγει ἀπό ὅλα τά περιστατικά τῆς ζωῆς του μέ τόν Ἰησοῦ τή Μεταμόρφωση, γιά νά πεῖ ὅτι τότε οἱ ἀπόστολοι ἔγιναν «ἐπόπται τῆς ἐκείνου μεγαλειότητος» (Β΄ Πέ 1,16) καί ἀπό τότε κατέχουν «βεβαιότερον τόν προφητικόν λόγον» (Β΄Πέ 1,19). Αὐτή ἡ ἐμπειρία τῶν ἀποστόλων εἶναι καί ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας, τήν ὁποία τίποτε δέν μπορεῖ νά θολώσει ἤ νά σβήσει, ἀλλά μένει μέσα στίς καρδιές τῶν πιστῶν σάν φωτεινό λυχνάρι, μία λαμπρή ἀλήθεια πού μᾶς φωτίζει.

Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 44 (1989) 123-125