ΔΥΟ ΜΑΡΤΥΡΕΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΕΩΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ (Α΄)
Ἡ μαρτυρία τοῦ Εὐαγγελίου
Περιγράφοντας τή Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου τά Εὐαγγέλια (Μθ 17,1-9· Μρ 9,2-9· Λκ 9,28-36) μνημονεύουν καί τούς πέντε μάρτυρες τοῦ γεγονότος, δηλαδή τούς τρεῖς ἀποστόλους Πέτρο, Ἰάκωβο καί Ἰωάννη, καί τούς δύο προφῆτες Μωϋσῆ καί Ἠλία. Καί ἡ μέν παρουσία τῶν τριῶν μαθητῶν δέν μᾶς προβληματίζει, διότι καί ἄλλοτε, ὅπως π.χ. στήν ἀνάσταση τῆς κόρης τοῦ Ἰαείρου (Μρ 5,37· Λκ 8,51), καί ἀργότερα στή Γεθσημανῆ (Μθ 26,37· Μρ 14,33) ὁ Κύριος τούς ξεχωρίζει ἀπό τή συντροφιά τῶν δώδεκα καί τούς παίρνει μαζί του. «Οὗτοι τῶν ἄλλων ἦσαν ὑπερέχοντες», ἐξηγεῖ ὁ ἱερός Χρυσόστομος. Ξεχώριζαν ἀπό τούς ἄλλους, ἀποτελοῦσαν, θά λέγαμε, τόν πυρήνα τῆς συντροφιᾶς καί εἶναι φυσικό νά παρευρίσκονται μόνο αὐτοί σέ ἕνα γεγονός, τό ὁποῖο μάλιστα, ὅπως σημειώνεται στά Εὐαγγέλια, ὁ Κύριος ἤθελε νά κρατήσει μυστικό (Μθ 17,9· Μρ 9,9· Λκ 9,36).
Ἡ παρουσία ὅμως τῶν δύο προφητῶν δημιουργεῖ ὁρισμένα ἐρωτήματα. Πρῶτα-πρῶτα, πῶς ἀναγνωρίσθηκε ἡ ταυτότητά τους. Πῶς, δηλαδή, κατάλαβαν οἱ μαθητές ὅτι οἱ δύο ἄνδρες μέ τούς ὁποίους συνομιλοῦσε ὁ Κύριος ἦταν ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας; Ἔπειτα, γιατί ὁ Χριστός παίρνει ὡς μάρτυρες τῆς Μεταμορφώσεώς του ὄχι μόνο τούς μαθητές, ἀλλά καί πρόσωπα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης; Καί τρίτον, γιατί διαλέγει εἰδικά αὐτά τά δύο πρόσωπα, τόν Μωϋσῆ καί τόν Ἠλία;
Τά παραπάνω ἐρωτήματα παρουσιάζουν ἕνα ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον, διότι ὄχι μόνο μᾶς δίνουν τήν εὐκαιρία νά ἐντρυφήσουμε στήν ἱερή ἱστορία, ἀλλά καί μᾶς βοηθοῦν νά προσεγγίσουμε τή Μεταμόρφωση, πού εἶναι ἕνας σημαντικός σταθμός τῆς πίστεώς μας.
Πῶς ἀναγνωρίσθηκαν
Στό πρῶτο ἐρώτημα, πῶς δηλαδή ἔγινε γνωστή στούς μαθητές ἡ ταυτότητα τῶν δύο προφητῶν, προτείνονται ἀπό τούς ἑρμηνευτές τρεῖς ἀπαντήσεις. Πρῶτον, οἱ ἄνδρες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης πιθανόν νά ἐμφανίσθηκαν πάνω στό ὄρος μέ τά γνωρίσματα ἐκεῖνα πού τούς χαρακτηρίζουν στήν ἱστορία. Ὅπως στή χριστιανική εἰκονογραφία π.χ. ὁ ἅγιος Δημήτριος εἰκονίζεται καβαλάρης σέ κόκκινο ἄλογο καί ὁ ἅγιος Γεώργιος σέ ἄσπρο ἄλογο καί ὅλοι τούς ἀναγνωρίζουν ἀπό τίς παραστάσεις αὐτές, ἔτσι καί στόν ἰουδαϊκό κόσμο ὁ Μωϋσῆς καί ὁ Ἠλίας εἶχαν τή χαρακτηριστική τους παράσταση ὁ καθένας. Ὁ Μωϋσῆς εἰκονίζονταν μέ τίς θεοχάρακτες πλάκες τοῦ νόμου στίς ὁποῖες, ὅπως ἱστορεῖ τό Ἔξ 34,29, τοῦ παρέδωσε ὁ Θεός τόν νόμο στό ὄρος Σινᾶ. Τοῦ Ἠλία τό χαρακτηριστικό εἶναι τό πύρινο ἅρμα, πάνω στό ὁποῖο κατά τή μαρτυρία τοῦ Δ΄ Βα 2,11 ἀναλήφθηκε στούς οὐρανούς.
Δεύτερον, μερικοί ἑρμηνευτές ὑποστηρίζουν ὅτι ὁ ἴδιος ὁ Ἰησοῦς κατεβαίνοντας ἀπό τό ὄρος ἀποκάλυψε στούς μαθητές τήν ταυτότητα τῶν δύο ἀνδρῶν τούς ὁποίους εἶχαν δεῖ προηγουμένως νά συζητοῦν μαζί του.
Ἄν καί ἡ ἐκδοχή αὐτή, ὅπως καί ἡ προηγούμενη, δέν φαίνεται ἀπίθανη, ἐν τούτοις νομίζω ὅτι δέν μποροῦμε νά τίς υἱοθετήσουμε ἀνεπιφύλακτα, διότι δέν ἀναφέρει τίποτε σχετικό ἡ εὐαγγελική διήγηση.
Πιθανότερη θεωρῶ μία τρίτη πρόταση· ὅτι οἱ δύο προφῆτες ἀναγνωρίσθηκαν ἀπό τή συζήτηση πού εἶχαν μέ τόν Κύριο κατά τή Μεταμόρφωση. Ἀναφέροντας τούς δύο ἄνδρες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης οἱ εὐαγγελιστές σημειώνουν ὅτι «ὤφθησαν μετ' αὐτοῦ (τοῦ Ἰησοῦ) συλλαλοῦντες» (Μθ 17,3· πρβλ. Μρ 9,4· Λκ 9,31). Μάλιστα ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς διασώζει καί τό περιεχόμενο τῆς συζητήσεως· «ἔλεγον τήν ἔξοδον αὐτοῦ ἥν ἔμελλε πληροῦν ἐν Ἰερουσαλήμ». Μιλοῦσαν, δηλαδή, γιά τό πάθος καί τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Δέν ἀποκλείεται στή συζήτηση αὐτή νά ἀναφέρθηκαν τά ὀνόματα τῶν δύο ἀνδρῶν· μπορεῖ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος νά τούς προσφώνησε, καθώς μιλοῦσε μαζί τους. Δέν εἶναι ἀπίθανο ἐπίσης νά ἐπανέλαβε ὁ καθένας κάτι ἀπό ἐκεῖνα πού εἶχε προφητεύσει γιά τόν Μεσσία. Ἔτσι οἱ μαθητές πού τούς ἄκουγαν, κατάλαβαν ὅτι ἔχουν μπροστά τους τόν Μωϋσῆ καί τόν Ἠλία.
Ἐπιπλέον, δέν πρέπει νά λησμονοῦμε τή συμβολή τοῦ ἁγίου Πνεύματος, τό ὁποῖο ἐπισκίασε καί φώτισε τούς μαθητές. Ἀλλά ἐδῶ δέν πρόκειται γιά ἕναν ἁπλό φωτισμό τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Τήν ὥρα ἐκείνη τῆς Μεταμορφώσεως οἱ μαθητές ἔζησαν κάτι ἐντελῶς ἰδιαίτερο καί ἔκτακτο. Καθώς ὁ Ἰησοῦς «μικρόν παραγυμνωσάμενος τῆς θεότητος», ξεσκεπάζοντας γιά λίγο τή θεότητα, ἄφησε νά λάμψει τό θεϊκό του φῶς, κατηύγασε μέ τό φῶς αὐτό τή σκέψη τῶν μαθητῶν καί τούς μετέφερε στήν πνευματική συχνότητα. Μέ τήν ἀποκαλυπτική δύναμη ἐκείνου τοῦ φωτός, λέει ὁ ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, οἱ ἀπόστολοι μπόρεσαν νά ἀναγνωρίσουν τούς δύο προφῆτες.
Τί ἐξυπηρετοῦν οἱ μάρτυρες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης
Τό δεύτερο ἐρώτημα, γιατί δηλαδή παρευρίσκονται στή Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου δύο πρόσωπα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, κατανοεῖται καί βρίσκει τήν ἀπάντησή του, ὅταν σταθμίσουμε σωστά τή σπουδαιότητα τοῦ γεγονότος τῆς Μεταμορφώσεως.
Παρ' ὅλο πού ἡ Ἀνάσταση ἀποτελεῖ τό πρῶτο καί βασικό γεγονός τῆς πίστεως, ἐν τούτοις ἡ Μεταμόρφωση κατέχει τά πρωτεῖα σέ δόξα καί μεγαλεῖο μπροστά στά ἀνθρώπινα μάτια. Διότι τήν Ἀνάσταση δέν τήν εἶδε κανένας καί ὁ ἀναστημένος Χριστός ἐμφανιζόταν μπαίνοντας στή δική μας συχνότητα καί παίρνοντας τίς δικές μας διαστάσεις. Τή Μεταμόρφωση ὅμως τήν ἀντίκρυσαν οἱ μαθητές μπαίνοντας οἱ ἴδιοι στή συχνότητα τοῦ Πνεύματος. Ἔγιναν «ἐπόπται τῆς μεγαλειότητος» τοῦ Θεοῦ, ὅπως θά καταθέσει ἀργότερα ὁ ἀπ. Πέτρος (Β΄Πέ 1,16). Πρώτη φορά συμβαίνει αὐτό ἀπό καταβολῆς κόσμου, διότι «Θεόν οὐδείς ἑώρακε πώποτε» (Ἰω 1,18· πρβλ. Μθ 11,27· Κλ 1,15· Ἑβ 11,27 κ.ἄ.). Τώρα ὁ Θεός φανερώνει τόν ἑαυτό του, ἕνα μέρος βέβαια, ὅσο μποροῦσαν ν' ἀντέξουν τά ἀνθρώπινα μάτια. Καί, ἐφαρμόζοντας τό νόμο ὅτι «ἐπί στόματος δύο μαρτύρων καί ἐπί στόματος τριῶν μαρτύρων στήσεται πᾶν ρῆμα» (Δε 19,15), «μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν» (Μθ 17,2· Μρ 9,3). Σ' αὐτή τήν ἐπίσημη, τήν ἱστορική στιγμή ὁ Ἰησοῦς παίρνει μάρτυρες· μία ἀντιπροσωπεία ἀπό τούς συγχρόνους, τούς τρεῖς μαθητές του, καί μία ἀντιπροσωπεία ἀπό τούς δικαίους τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἤδη ἀπέλθει ἀπό αὐτό τόν κόσμο. Μ' αὐτό, κατά τήν ἑρμηνεία τῶν πατέρων, ὁ Χριστός δείχνει στόν κόσμο ὅτι «καί θανάτου καί ζωῆς ἐξουσίαν ἔχει». Καί σ' ἕνα τροπάριο τῆς ἑορτῆς ἀξιολογεῖται ἡ παρουσία τῶν δύο προφητῶν ὡς ἀπόδειξη ὅτι ὁ Χριστός «ζώντων καί νεκρῶν κυριεύει».
Ἀξιοσημείωτη εἶναι ἡ παρατήρηση ἑνός ἀρχαίου διδασκάλου τῆς Ἐκκλησίας μας, τοῦ Τιμοθέου Ἀντιοχείας, ὅτι μέ τήν παρουσία εἰδικά αὐτῶν τῶν δύο προσώπων, τοῦ Μωϋσῆ καί τοῦ Ἠλία, ὁ Κύριος παίρνει μάρτυρες στή Μεταμόρφωσή του ὄχι μόνο ἀπό τή γῆ (τούς μαθητές), ἀλλά καί ἀπό τόν οὐρανό (τόν Ἠλία, πού δέν εἶχε πεθάνει) καί ἀπό τόν ἅδη (τόν Μωϋσῆ).
Ἡ παρουσία τῶν μαρτύρων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἐπίσης, ἐγγυᾶται τή μέλλουσα δόξα, τήν κοινή ἀνάσταση, βεβαιώνει ὅτι οἱ ἅγιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι ζωντανοί, καί μαρτυρεῖ ὅτι ὑπάρχει σχέση καί ἐπικοινωνία μεταξύ τῶν πνευμάτων. Γνωρίζονται καί ἐπικοινωνοῦν μεταξύ τους οἱ ψυχές στήν ἄλλη ζωή.
Τέλος, ὁ ἱερός Χρυσόστομος δίνει καί ἕναν ἄλλο λόγο τῆς παρουσίας τῶν δύο ἀνδρῶν τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης στή Μεταμόρφωση. Ἀναφερόμενος στή συζήτησή τους μέ τόν Ἰησοῦ, κατά τήν ὁποία «ἔλεγον τήν ἔξοδον αὐτοῦ» (Λκ 9,31), μιλοῦσαν γιά τό Πάθος, ἐξηγεῖ ὅτι ἡ παρουσία τους ἔχει σκοπό νά γνωστοποιήσει στούς μαθητές τόν σταυρό καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί συγχρόνως νά παρηγορήσει τόν Πέτρο καί τούς ἄλλους πού δέν ἤθελαν τόν σταυρό. Ἡ ἄποψη αὐτή μαρτυρεῖται καί στήν ὑμνογραφία τῆς Ἐκκλησίας μας. Στό Κοντάκιο τῆς ἑορτῆς ψάλλουμε· «…καί ὡς ἐχώρουν οἱ μαθηταί σου τήν δόξαν σου, Χριστέ, ὁ Θεός, ἐθεάσαντο· ἵνα, ὅταν σέ ἴδωσι σταυρούμενον, τό μέν πάθος νοήσωσιν ἑκούσιον…».
Γιατί ὅμως ἀπό ὅλους τούς μεγάλους ἄνδρες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὁ Ἰησοῦς διαλέγει ὡς μάρτυρες τῆς Μεταμορφώσεως τόν Μωϋσῆ καί τόν Ἠλία; Στό ἐρώτημα αὐτό θά ἀπαντήσουμε στό ἑπόμενο ἄρθρο.
Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 44 (1989) 108-110