«Τό πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ»
Δικαιολογημένα ἀρκετοί δυσκολεύονται στήν κατανόηση τῆς φράσεως «τό πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ» (Ἰω 3,8) καί ζητοῦν νά τήν ἐξηγήσουμε. Πολλοί, νομίζοντας ὅτι γίνεται λόγος γιά τό ἅγιο Πνεῦμα, μπερδεύτηκαν, μέ ἀποτέλεσμα νά θεωρήσουν ὅλο τόν στίχο ἀσυνάρτητο καί νά μή βγάζουν νόημα. Μερικοί, μάλιστα, συνδέουν τό χωρίο μέ ἐκεῖνο τοῦ ἀποστόλου Παύλου «πάντα δέ ταῦτα ἐνεργεῖ τό ἕν καί τό αὐτό Πνεῦμα, διαιροῦν ἰδίᾳ ἑκάστῳ καθώς βούλεται» (Α’ Κο 12,11). Τό Πνεῦμα τό ἅγιο, κατά τόν λόγο τοῦ ἀποστόλου Παύλου, μοιράζει τά χαρίσματα στήν Ἐκκλησία, ὅπως αὐτό θέλει. Μέ τόν ἴδιο τρόπο, λένε, καί τό ἴδιο «πνέει», πηγαίνει ὅπου θέλει. Αὐτό ρυθμίζει τήν πνευματική ζωή τῶν πιστῶν καί, ἑπομένως, ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτε γιά τήν πνευματική του προκοπή καί σωτηρία.
Κατ’ ἀρχήν θά ξεκινήσουμε ἀπό τήν σημασία τῆς λέξεως «πνεῦμα» στήν ἁγία Γραφή. Δέν σημαίνει μόνο τό ἅγιο Πνεῦμα. Μπορεῖ νά σημαίνει καί τά ἀγαθά πνεύματα, τά πονηρά πνεύματα, τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου, τά πνευματικά χαρίσματα κ.ἄ. Στήν συγκεκριμένη περίπτωση «πνεῦμα» λέγεται ὁ ἄνεμος. Τό δεύτερο πού πρέπει νά προσέξουμε εἶναι νά μήν ξεκόψουμε τήν φράση «τό πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ», παίρνοντάς την σάν ἕνα ρητό. Τό νόημα ὅλου τοῦ στίχου εἶναι· «ὁ ἄνεμος ὅπου θέλει πνέει καί ἀκοῦς τήν φωνή του, ἀλλά δέν ξέρεις ἀπό ποῦ ἔρχεται καί ποῦ πηγαίνει. Ἔτσι εἶναι καί ὁ καθένας πού ἔχει γεννηθεῖ ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα».
Σ’ αὐτήν τήν ἑρμηνεία τοῦ στίχου καταλήγουμε ἄν δοῦμε ὅλη τήν συνάφεια τῆς περικοπῆς. Ὁ Κύριος μιλᾶ στόν φαρισαῖο Νικόδημο γιά τήν πνευματική ἀναγέννηση, πού ἐπιτελεῖ μέσα στόν ἄνθρωπο τό ἅγιο Πνεῦμα. Ὅπως ὁ φυσικός ἄνθρωπος ἔχει μέσα του τό αἷμα καί τά σωματικά καί ψυχικά χαρακτηριστικά τοῦ πατέρα του, ἔτσι καί ὁ πνευματικός ἄνθρωπος, ὁ ἀναγεννημένος πνευματικά, ἔχει τά χαρακτηριστικά τοῦ Πνεύματος, ἀπό τό ὁποῖο γεννᾶται. Ἡ συζήτηση εἶναι γιά πράγματα ὑπερφυσικά καί πνευματικά. Ὁ Νικόδημος δυσκολεύεται νά τήν παρακολουθήσει. Γι’ αὐτό ὁ Κύριος τοῦ ἀναφέρει ἕνα παράδειγμα ἀπό τόν αἰσθητό κόσμο. Καί μάλιστα, ὅπως παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, δέν ὁδηγεῖ τήν σκέψη του «εἰς τήν τῶν σωμάτων παχύτητα», οὔτε πάλι τοῦ μιλᾶ γιά καθαρῶς ἀσώματα πράγματα. Διαλέγει κάτι ἐνδιάμεσο μεταξύ σώματος καί ἀσωμάτου, τόν ἄνεμο. Ὁ Νικόδημος δέν θά ἔπρεπε νά ἐκπλήσσεται πού δέν καταλαβαίνει τήν πνευματική ἀναγέννηση, ἀφοῦ καί στόν φυσικό κόσμο ὑπάρχουν πολλά ἀκατανόητα, ὅπως π.χ. ὁ ἄνεμος. «Τό πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ». Ὁ ἄνεμος πνέει σέ ὅποια κατεύθυνση θέλει, καί κανείς δέν ξέρει οὔτε ἀπό ποῦ ξεκίνησε οὔτε ποιός εἶναι ὁ τόπος τοῦ προορισμοῦ του. Κι ὅμως, κανείς δέν ἀμφισβητεῖ τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνέμου.
Νομίζω πώς δέν πέφταμε ἔξω ἀπό τό νόημα τῶν λόγων τοῦ Ἰησοῦ, ἄν χρησιμοποιούσαμε ἕνα σύγχρονο παράδειγμα: Βλέπουμε, ἀκοῦμε, ἀντιλαμβανόμαστε γύρω μας ἀναρίθμητα πρόσωπα, ὀργανισμούς, ἀντικείμενα. Μελετοῦμε καί παρακολουθοῦμε τήν ζωή καί τήν πορεία τους. Μέ καμία αἴσθηση ὅμως δέν μποροῦμε νά πιάσουμε αύτό πού εἶναι τό πιό σπουδαῖο καί ἀπαραίτητο γιά τήν φυσική ζωή, τό ὀξυγόνο. Κανείς μας δέν βλέπει, δέν ἀκούει, δέν γεύεται ὀξυγόνο. Μήπως γι’ αύτό ἀμφισβητεῖ κανείς τήν ὕπαρξή του;
Στήν φυσική γέννηση βλέπουμε ὅτι ὁ ἄνθρωπος γεννιέται ἀπό τήν κοιλιά τῆς μάνας του καί καταλήγει στήν κοιλιά τῆς μάνας γῆς, στόν τάφο. Ἡ προέλευση, ἡ ζωή καί ἡ κατάληξή του εἶναι φανερή σέ ὅλους. Ἀντίθετα, ἡ πνευματική γέννηση ἔχει μυστική τήν ἀρχή καί τό τέλος της. Ὁ ἄνθρωπος πού ἀναγεννήθηκε πνευματικά μέ τό Πνεῦμα τό ἅγιο, παράλληλα μέ τήν φυσική ζῆ καί μία νέα ζωή, πνευματική. Αὐτή ἡ ζωή ἀρχίζει ἀπό τήν πνευματική ἀναγέννηση καί καταλήγει στήν βασιλεία στοῦ Θεοῦ. Ἔχει ἀόρατη καί τήν ἀρχή καί τό τέλος της, γι’ αὐτό δέν μπορεῖ νά τήν ἀντιληφθεῖ ὁ κόσμος, δέν καταγράφεται στά ληξιαρχεῖα. Εἶναι μυστική ἡ πνευματική, ἡ ἐν Χριστῷ ζωή. Τήν γνωρίζει μόνο τό Πνεῦμα τό ἅγιο, πού τήν δίνει, καί ὁ πνευματικός ἄνθρωπος, ὁ πιστός, πού τήν ζῆ καί ἔχει τήν πνευματική ἐμπειρία. Οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι γύρω, ἐφόσον δέν ἔχουν ἀναγεννηθεῖ, δέν ἔχουν Πνεῦμα ἅγιο καί «νοῦν Χριστοῦ», δέν καταλαβαίνουν τίποτε.
Νά, λοιπόν, γιατί ὁ Κύριος χρησιμοποίησε τό παράδειγμα τοῦ ἀνέμου. Ὅπως δέν ἀμφισβητοῦμε τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνέμου, παρόλο πού μᾶς εἶναι ἄγνωστα ἡ ἀρχή καί τό τέλος του, ἔτσι δέν μποροῦν οἱ φυσικοί ἄνθρωποι, οἱ ἄγευστοι Πνεύματος ἁγίου, νά ἀμφισβητήσουν τήν ὕπαρξη τῆς Πνευματικῆς ζωῆς, ἐπειδή μέ τίς αἰσθήσεις καί τό μυαλό τους δέν μποροῦν νά πιάσουν οὔτε τήν πνευματική ἀναγέννηση, πού εἶναι ἡ ἀρχή τῆς πνευματικῆς ζωῆς, οὔτε καί τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, πού εἶναι τό τέρμα της. Θά τά καταλάβουν ὅλα αὐτά πολύ καλά, ὅταν ἀποκτήσουν πνευματικά αἰσθητήρια καί πνευματική ἐμπειρία, ὅταν καί οἱ ἴδιοι ἀναγεννηθοῦν πνευματικά καί ἀρχίσουν νά ζοῦν τήν πνευματική ζωή.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 38 (1983) 106-107