Μέσα στόν καύσωνα τῆς ἐγκληματικῆς ἐποχῆς μας, μέσα στήν πύρωση τῶν παθῶν καί τήν ἀλλοίωση τῆς ἀνθρωπιᾶς σέ μικρούς καί μεγάλους, πυρπολεῖ κι ὁ Θεός μέ τό πῦρ τοῦ ἐλέους του. Λαχταρᾶ νά κάψει τά ἄχρηστα ἀγριόχορτα ἀκόμη καί τῆς πιό ἄγονης καί ἄκαρπης ψυχῆς. Νά εὐφορήσει ἡ γῆ· νά τήν ὀργώσει βαθιά· νά καρποφορήσει ἡ χαρά. Νά γίνει τό θαῦμα! Σάν τό θαῦμα τό ἐκπληκτικό κι ἀπρόσμενο πού ἀναφέρει ὁ Θεοφάνης ὁ ὑμνογράφος τήν 28η Αὐγούστου: «Ἀλλάζοντας πλέον σκεπτικό καί στρεφόμενος πρός αὐτά πού εἶναι πάνω ἀπό τή λογική, ἔζησες τόν καύσωνα τῆς ἀσκήσεως σάν θεία δροσιά».
Μά γιά ποιόν μιλᾶ; Ποιός εἶναι ὁ μακάριος αὐτός πού ἀπήλαυσε τήν θεϊκή δροσιά; Ποιά εἶναι ἡ ἱερή μορφή πού ἔζησε αὐτό πού θά θέλαμε τόσο νά ζήσουμε κι ἐμεῖς; Ὁ Μωυσῆς ὁ Αἰθίοπας. Ὄνομα, πού στό ἄκουσμά του ὅλοι ἀνατρίχιαζαν. Ὄνομα, πού ἰσοδυναμοῦσε μέ τήν κακία καί τήν ἐγκληματικότητα. Φόβος καί τρόμος τῆς περιοχῆς του, ὁ σωματώδης καί δυνατός Μωυσῆς. Χαρακτηριστικά ἀναφέρει ὁ συναξαριστής: Θέλησε κάποτε νά σκοτώσει ἕναν βοσκό, ἐπειδή τόν ἐμπόδισε σ᾿ ἕνα κακό του σχέδιο. Μαθαίνοντας, λοιπόν, ὅτι ὁ βοσκός βρίσκεται στήν ἀπέναντι ὄχθη τοῦ πλημμυρισμένου τότε Νείλου, δέν διστάζει νά τόν περάσει, κρατώντας στά δόντια τό μαχαίρι του. Ὁ βοσκός ἀντιλαμβανόμενος τόν ἐρχομό του τρέχει νά σωθεῖ. Ἔτσι ὁ Μωυσῆς βρίσκει μόνο τό κοπάδι του. Διαλέγει τέσσερα κριάρια, τά σφάζει, τά περνᾶ σ᾿ ἕνα σχοινί, τά φορτώνεται καί περνᾶ τόν ποταμό. Τρώει τό κρέας, πουλᾶ τό δέρμα τους καί πηγαίνει χωρίς καμιά τύψη στούς φίλους του.
Μά ἡ φωτιά τοῦ ἐλέους καί τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μπορεῖ νά λειώσει καί τίς πιό σκληρές, σιδερένιες καρδιές. Νά μαλακώσει, νά ἁπαλύνει, νά δροσίσει. Ν᾿ ἀλλάξει! Νά πετύχει τό ἀνέλπιστο!
Καί βρίσκουμε, μετά ἀπό χρόνια, τόν ἀρχιλήσταρχο Μωυσῆ καί τούς συντρόφους του σ᾿ ἕνα μοναστήρι, νά κάνει τί; Αὐτό πού μέ πολύ ὄμορφες εἰκόνες περιγράφει ὁ ὑμνωδός: «Σάν ἐργατική μέλισσα δούλεψες μέσα στήν κυψέλη τῆς καρδιᾶς σου καί συλλέγοντας τά ἄνθη τῶν ἀρετῶν, ἀνέβλυσας ἀπ᾿ αὐτά ἀθάνατο γλυκασμό, διώχνοντας τήν πικρία τοῦ διαβόλου». «Τούς δέ σπόρους τοῦ θεϊκοῦ λόγου ἔκρυψες, Μωυσῆ, στά αὐλάκια τῆς διάνοιάς σου, γιά νά γεωργήσεις τό πνευματικό σιτάρι. Καί τοῦτο τό φύλαξες ὡς θησαυρό πού δέν τελειώνει ποτέ». Ὁ μαῦρος στό σῶμα, ὅπως λέει ὁ Θεοφάνης, κατάφερε νά κάνει τήν ψυχή του λαμπρότερη ἀπό τίς ἀκτίνες τοῦ ἥλιου καί νά μαυρίσει τά πρόσωπα τῶν δαιμόνων. Κι ὅλα αὐτά μέ τή δυνατή του μετάνοια, τήν ταπείνωσή του καί τήν ἀδιάλειπτη προσευχή του.
Καί συνετέλεσε μέχρι τό τέλος τῆς ζωῆς του ὁ ἅγιος πλέον Μωυσῆς νά ᾿ρθοῦν κι ἄλλοι κακοποιοί κοντά στή δροσερή πηγή τοῦ θείου ἐλέους. Καί συνεχίζει νά καλεῖ μέ τό παράδειγμά του κι ὅλους ἐμᾶς, τούς σύγχρονους κακοποιούς τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ: «Τήν κατάμαυρη ἀπό τά δαγκώματα τῆς ἁμαρτίας καρδιά μου, καταλεύκανε, ὅσιε Πάτερ, μέ τά δάκρυα τῆς μετανοίας μου καί τίς δικές σου πρεσβεῖες. Ἀμήν».
Μαρία Λαμψίδου
Ἀπολύτρωσις 61 (2006) 201-202