Μέσα στή μυρωμένη ἀτμόσφαιρα τοῦ χαρμόσυνου Πεντηκοσταρίου, τό Σάββατο 17 Μαΐου 2003, προπέμψαμε στήν τελευταία του κατοικία τό νεκρό σῶμα τοῦ ἀειμνήστου ἀδελφοῦ, σεβαστοῦ καί πολυτίμου συνεργοῦ τῆς Ἀδελφότητός μας Γεωργίου Πλιάκη. Τά μάτια μας ἦταν δακρυσμένα, οἱ καρδιές συγκινημένες ἀλλά καί εἰρηνικές, γεμάτες ἐλπίδα: Τήν προηγούμενη μέρα ἡ θριαμβεύουσα Ἐκκλησία εἶχε τελέσει τά εἰσόδια τῆς εὐσεβοῦς ψυχῆς τοῦ Γεωργίου στόν οὐρανό. Κατά τήν ἐξόδιο Ἀκολουθία πού ἐψάλη στόν ἱερό ναό τῆς θείας Ἀναλήψεως, στήν ἐνορία του τήν ὁποία ἀγάπησε καί διακόνησε μέ ὅλες του τίς δυνάμεις, δοξολογία ἀνέβαινε στά χείλη ὅλων μας: Ὁ ἀδελφός μας ἔφευγε πλήρης ἡμερῶν ἀλλά καί πλήρης ἔργων ἀγαθῶν. Καί πόσο μᾶς γλύκαινε τόν πόνο τοῦ ἀποχωρισμοῦ ὁ μακαρισμός τῆς Ἀποκαλύψεως· «μακάριοι οἱ νεκροί οἱ ἐν Κυρίῳ ἀποθνήσκοντες ἀπ᾿ ἄρτι. Ναί, λέγει τό Πνεῦμα, ἵνα ἀναπαύσωνται ἐκ τῶν κόπων αὐτῶν· τά δέ ἔργα αὐτῶν ἀκολουθεῖ μετ᾿ αὐτῶν» (14,13)! «Ἀπ᾿ ἄρτι», ἀπό τήν ὥρα πού ὁ ζωοδότης Κύριος «ἀνέστη ἐκ νεκρῶν θανάτῳ θάνατον πατήσας», δέν εἶναι πλέον φοβερός ὁ θάνατος. Εἶναι μακάριοι, εὐτυχισμένοι καί καλότυχοι οἱ νεκροί, ὄχι ὅμως ὅλοι, ἀλλά «οἱ ἐν Κυρίῳ ἀποθνήσκοντες». Σ᾿ αὐτούς, μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ, συγκαταλέγεται ὁ ἀδελφός Γεώργιος.
Ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ. Ὁ ἱερέας τῆς ἐνορίας του, ὁ π. Χριστοφόρος Χατζηγιάννης, τοῦ μετέδωσε γιά τελευταία φορά τά ἄχραντα μυστήρια τό ἀπόγευμα τῆς Παρασκευῆς. Κι ἔπειτα τοῦ ἔκλεισε τά μάτια ὁ ἴδιος κι ἀντί γιά τήν εὐχή τῆς θείας Εὐχαριστίας τοῦ διάβασε τό Τρισάγιο... Ἐκοιμήθη ἐν Κυρίῳ, ἀφοῦ ἔλαβε τή θεία Μετάληψη ὡς «ἐφόδιον ζωῆς αἰωνίου». Ἀλλά προηγουμένως ἔζησε ἐν Κυρίῳ. Ἦταν συγκινητική ἡ μαρτυρία τοῦ πνευματικοῦ του, π. Ἀθανασίου Μπελαντώνα, γιά τή σοβαρότητα καί ὑπευθυνότητα μέ τήν ὁποία ὁ Γεώργιος κατεργαζόταν τή σωτηρία του ὡς ἕνας ἐνσυνείδητος χριστιανός. Ἀλλά καί ὅλοι ὅσοι τόν γνωρίσαμε, ἔτσι τόν ἐκτιμήσαμε.
Ἤμουν ἀκόμη μαθητής Γυμνασίου, ὅταν γνώρισα στήν Κοζάνη τόν Γεώργιο Πλιάκη. Εὐυπόληπτος ἐπιχειρηματίας, μέ ἄριστες ἐπιδόσεις στίς ἐμπορικές ἐπιχειρήσεις πού κατηύθυνε μαζί μέ τούς ἄλλους τρεῖς ἀδελφούς του, ἦταν ἕνας ἀπό τούς ἐκλεκτούς καί ἀφοσιωμένους συνεργάτες τοῦ τότε ἱεροκήρυκα κατηχητῆ μου π. Αὐγουστίνου Καντιώτη. Πλούσια πάντοτε ἡ εἰσφορά του στά ἔργα ἀγάπης καί ἱεραποστολῆς, πού διοργάνωνε ὁ γέροντας στήν πόλη τῆς Κοζάνης, στήν Ἀθήνα κατόπιν, καί ἀργότερα στήν Ἱερά Μητρόπολη Φλωρίνης, στή Θεσσαλονίκη, ὅπου εἶχε ἐγκατασταθεῖ ὁ Γεώργιος, κι ὅπου ἀλλοῦ.
Ὁ Θεός εὐλόγησε τήν ἐργατικότητά του κι ἀπέκτησε ἀξιόλογη περιουσία. Ἀλλά δέν ξεγελοῦσαν τόν Γεώργιο τά ἀγαθά αὐτῆς τῆς γῆς. Εἶχε κατανοήσει πολύ καλά τή διαπίστωση τοῦ Παροιμιαστοῦ· «κρεῖσσον αὐτήν (σοφίαν καί φρόνησιν) ἐμπορεύεσθαι ἤ χρυσίου καί ἀργυρίου θησαυρούς» (Πρμ 3,14). Ἔτσι, σάν τόν ἔξυπνο ἔμπορο τῆς παραβολῆς, πού τά πουλᾶ ὅλα γιά νά ἀποκτήσει τόν πολύτιμο μαργαρίτη, ἐγκατέλειψε τό ἐμπόριο γιά νά ἀφοσιωθεῖ ἀπερίσπαστος στήν καλλιέργεια τῆς ψυχῆς του καί στά ἔργα τῆς ἀγάπης. Σ᾿ αὐτά ἐπιδόθηκε ὁλοκληρωτικά καί σ᾿ αὐτά διέθετε ὅλο τό χρόνο του ὡς συνταξιοῦχος κατά τίς τελευταῖες δεκαετίες.
Μαζί μέ τήν ὁμόψυχη ὁμόζυγό του κ. Ἀναστασία ἦταν μονίμως ἐπιστρατευμένοι στά ἔργα τῆς ἀγάπης. Μήν ἔχοντας δικά τους παιδιά, φρόντιζαν γιά ὅλα τοῦ Θεοῦ τά παιδιά καί βοηθοῦσαν μέ σύνεση καί φρόνηση ὅπου ὑπῆρχε ἀνάγκη. Ἐπί δεκαετίες ὁ Γεώργιος δούλεψε μέ ἀφοσίωση στά διάφορα ἔργα τῆς «Ἀπολυτρώσεως». Μέ ἰδιαίτερη στοργή συμπαραστεκόταν στίς ἀνάγκες τῆς Ὀρθοδόξου Ἀδελφότητος «Χριστιανική Ἐλπίς», τῆς ὁποίας ἡ κ. Ἀναστασία ὑπῆρξε ἡ πρώτη πρόεδρος. Τό σπίτι τους ἀνοιχτό πάντοτε, γιά νά φιλοξενεῖ καί νά περιθάλπει κάθε ἐργάτη τοῦ εὐαγγελίου.
Τί χαρές ἔκανε, ὅταν ἡ «Ἀπολύτρωσις» ἀπέκτησε τό δικό της βιβλιοπωλεῖο, γιά τήν ἀγορά τοῦ ὁποίου τά μέγιστα συνέβαλε ὁ ἴδιος! Καί πόσο εὐφραινόταν ἡ θεοφιλής ψυχή του, ὅταν ἔβλεπε νά τρέχει καί νά δοξάζεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ, προφορικός καί γραπτός! Καρδιά ἁπλή, εἰλικρινής μέχρις ἀποτομίας, ἀλλά ἀπονήρευτη, φιλόθεη καί φιλάνθρωπη. Μυαλό τετράγωνο, ἀνοιχτό, ἱκανό νά συλλαμβάνει τίς ἀνάγκες, νά βρίσκει λύση στά προβλήματα, νά συμβουλεύει καί νά εἰσηγεῖται θετικά. Μέ ἐνδιαφέρον παρακολουθοῦσε κάθε ἐκδήλωση καί γιά ὅλα εἶχε γνώμη. Μοῦ ζητοῦσε πάντοτε νά τόν ἐνημερώνω γιά τή διακονία μου στίς ἄλλες πόλεις καί προσευχόταν γιά ὅλους καί γιά ὅλα. Θυμᾶμαι τήν τελευταία μας ἐπικοινωνία. Καθηλωμένος στό κρεβάτι, μέ δέχθηκε μέ χαρά. Μιλήσαμε γιά πολλά. Τοῦ ζήτησα συγγνώμη γιά ὅ,τι τόν ἔχω λυπήσει καί τοῦ φίλησα τό χέρι. Τό ἴδιο ἔκανε κι ἐκεῖνος. Μέ ξεπροβόδισε μέ εὐχές γιά τήν ἐπιτυχία τοῦ κηρύγματος. Ἐπιστρέφοντας ἀπό ἐκείνη τή διακονία μου πληροφορήθηκα τήν κοίμησή του...
«Τίποτε δέν ἀποτελεῖ τόσο σπουδαῖο γνώρισμα τοῦ πιστοῦ πού ἀγαπᾶ τόν Χριστό, ὅσο τό νά φροντίζει γιά τούς ἀδελφούς του καί νά καταβάλλει κάθε προσπάθεια γιά τή σωτηρία τους», γράφει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. Καί ὁ Γεώργιος στή μακροχρόνια ζωή του, πού συμπλήρωνε τήν ἔνατη δεκαετία, παρουσίαζε ἐμφανές αὐτό τό γνώρισμα. Δέν πρόσφερε ἁπλῶς βοήθεια στά ἔργα τοῦ Θεοῦ. Διέθετε σ᾿ αὐτά ὅλον τόν ἑαυτό του· τίς γνωριμίες, τίς ἱκανότητες, τή σκέψη, τήν ἔγνοια, τό μεράκι του.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει: «Ἄν ἁπλώσεις τά χέρια σου στά χέρια τῶν φτωχῶν, τότε ἄγγιξες τήν ἴδια τήν κορυφή τοῦ οὐρανοῦ». Εἶχε νιώσει τή γλυκύτητα αὐτοῦ τοῦ ἀγγίγματος ὁ ἀδελφός Γεώργιος κι ἔσπευδε νά μπεῖ ὅλος στόν οὐρανό. Μ᾿ αὐτό τό ὅραμα ζοῦσε. Γι᾿ αὐτό μέ ὑπομονή καί καρτερία σήκωσε τά τελευταῖα χρόνια καί τόν πειρασμό τῆς ἀσθένειας. Ὄχι μόνο δέν παραπονέθηκε ποτέ, ἀλλά εὐχαριστοῦσε τόν Θεό, διότι ἔνιωθε πώς ἔτσι τόν προετοιμάζει. Πράγματι, ἕτοιμος, ἕνας ὥριμος καρπός τῆς χάριτος, ἔφυγε γιά τήν αἰωνιότητα, «τά δέ ἔργα αὐτοῦ ἀκολουθεῖ μετ᾿ αὐτοῦ». Αἰωνία ἡ μνήμη του!
Στέργιος Ν. Σάκκος
(Περιοδ. "Ἀπολύτρωσις", Ἰούλ.-Αὔγ. 2003, σσ. 158-159)