«Καί μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν... τά δέ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκά ὡς τό φῶς» (Μθ 17,2). Μέ λιτότητα ἀλλά καί ἐνάργεια καταγράφει ἡ εὐαγγελική γραφίδα τό μοναδικό γεγονός τῆς Μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ.
«Ὡς τό φῶς!»... Πῶς ἀλλιῶς θά μποροῦσε νά συλλάβει ἡ περιορισμένη ἀνθρώπινη ἀντίληψη τήν ἐμπειρία τῆς ἄπειρης καί ἀσύλληπτης θεϊκῆς παρουσίας; Καί πῶς ἀλλιῶς θά μποροῦσε νά ἐκφράσει ἡ ἀνθρώπινη γλώσσα τό φρικτό θέαμα τῆς γυμνώσεως τοῦ θείου, παρά μέ τό φῶς, πού εἶναι ἡ πιό ἐκφραστική εἰκόνα τοῦ φυσικοῦ κόσμου; Διότι φῶς εἶναι ἡ ζωή, ἡ ἀσφάλεια, ἡ χαρά, ἡ ἐλπίδα, ἡ εὐφροσύνη, ἡ δόξα...
Θαυμάζει κανείς πῶς συναρμόζουν οἱ ὕμνοι τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας αὐτόν τόν πλοῦτο τῆς θεολογίας μέ τή γλυκύτητα τῆς πνευματικῆς ἐμπειρίας, καθώς ὑμνοῦν τό μέγα γεγονός.
Στήν ἀποκάλυψη, πού παραχωρεῖ ἡ συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀναλλοίωτη θεϊκή φύση του «τῇ βροτείᾳ μιχθεῖσα... ἐξέλαμψε», καθώς παρεγύμνωσε γιά λίγο «τῆς ἐμφεροῦς ἀΰλου θεότητος τό φῶς». Τά ἀνθρώπινα μάτια βλέπουν τόν Θεάνθρωπο στή θεϊκή του δόξα. Ἰλιγγιᾶ ὁ νοῦς καί συντρίβεται ἡ καρδιά μπρός στό θεϊκό μεγαλεῖο τῆς «ἀνατολῆς τοῦ Χριστοῦ». Τό συγκλονισμό ζοῦν καί τά ἄψυχα ἀκόμη. Κι αὐτός ὁ ἥλιος, τό «ὑψίδρομον σέλας», χλωμιάζει καί ὑποχωρεῖ μπρός στήν ἀποκάλυψη τοῦ «Ἡλίου τῆς δόξης».
Ἐκστατικοί παρίστανται οἱ θεόπτες Μωυσῆς καί Ἠλίας. Ἡ σχετική ἐμπειρία τῆς θεϊκῆς παρουσίας, πού εἶχαν στό παρελθόν, γίνεται τώρα «αὐτοψία τῆς θεότητος». Μποροῦν, λοιπόν, νά βεβαιώσουν ἀξιόπιστα ὅτι ὁ Σωτήρ «ζώντων καί νεκρῶν κυριεύει». Τό φῶς του διαλύει καί τό πιό πυκνό σκοτάδι, φέρνει τήν αὐγή τῆς ἐλπίδας καί στή μεγαλύτερη ἀπελπισία, διότι αὐτός εἶναι ὁ «κρατῶν ζωῆς καί θανάτου».
Ἀλλά δέν εἶναι μόνο ἡ θεοπτία, πού συγκλονίζει. Συγχρόνως ἀνασκιρτᾶ ἡ καρδιά, διότι νιώθει σέ ποιά ὕψη δόξας καί τιμῆς ἀνεβαίνει ἡ ἴδια ἡ δική της ἀνθρώπινη φύση. Ὁ Κύριος ἔδειξε τό ἀρχέτυπο κάλλος τῆς εἰκόνας του «ἐν ἑαυτῷ ἀναλαβών τήν ἀνθρωπίνην οὐσίαν». Μεταστοιχείωσε τό ἀνθρώπινο φύραμα στή δόξα καί λαμπρότητα τῆς δικῆς του θεότητας!
Δοξάζεται ὁ Θεός, καθώς ἀποκαλύπτεται στή Μεταμόρφωση· δοξάζεται συνάμα καί ὁ ἄνθρωπος. Διότι «φύσιν τήν ἐξ Ἀδάμ Χριστός ἀμεῖψαι θέλων ἐν ὄρει ἀπαίρει», ὅπου «ἐλάμπρυνε» καί «ἐθεούργησε» αὐτή τή φύση μας. Φανέρωσε «τοῦ ἀρχετύπου κάλλους τήν εὐπρέπειαν», ἀλλά «καί ταύτην οὐχ ὁλόκληρον», ἀφήνοντας στόν ἄνθρωπο τήν εὐθύνη γιά τήν ἀξιοποίηση τῆς προσφορᾶς τοῦ Θεοῦ.
Μέ τή Μεταμόρφωση τοῦ Χριστοῦ ἀνοίγονται νέοι δρόμοι. Ἀνοίγεται διέξοδος στό ὑπαρξιακό μας ἀδιέξοδο. Πλαταίνουν οἱ ὁρίζοντες, ἀνασαίνει ἡ ὕπαρξη, ζωογονεῖται ἡ ἐλπίδα. Μ᾿ αὐτή τή συνείδηση ὁμολογοῦν οἱ πιστοί: «ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς»! Γιά νά φωτισθεῖ τό σκότος μας, γιά νά γλυκάνει ἡ ὕπαρξη καί ἡ κοινωνία μας!
Ὀλυμπιάδα