Πόθος καυτός καί ἵμερος βαθύς τοῦ ἀνθρώπου ἡ συνάντησή του μέ τή θεϊκή δόξα. Δεμένος μέ τό χῶμα στενάζει κάτω ἀπό τό βάρος τῆς φθαρτότητος καθημερινά, μά δέν ἔπαυσε ποτέ ν᾿ ἀναρριγᾶ στή σκέψη τοῦ ᾿Αφθάρτου, νά συγκλονίζεται ἀπό τήν ἰδέα τῆς ἐπικοινωνίας καί κοινωνίας του μέ τόν οὐράνιο Πατέρα.
Αὐτήν τήν ποθητή καί φοβερή συγχρόνως κοινωνία γεύθηκαν οἱ τρεῖς ἐκλεκτοί μαθηταί τοῦ Κυρίου, Πέτρος, ᾿Ιάκωβος καί ᾿Ιωάννης, ἐπάνω στό «ὑψηλόν ὄρος», ὅπου τούς εἶχε ἀνεβάσει «κατ᾿ ἰδίαν», μόνους αὐτούς, ὁ Διδάσκαλος. ᾿Εκεῖ «μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν». ῎Ανοιξαν τά χοϊκά τους μάτια στό ἄκτιστο φῶς κι εἶδαν τόν ἄυλο Θεό, τόν Θεάνθρωπο ᾿Ιησοῦ Χριστό, ὄχι ὅμως ὅπως τόν ἔβλεπαν μέχρι τότε, ὡς ταπεινό ἄνθρωπο. Τόν εἶδαν στή θεϊκή του δόξα. ῎Εγιναν αὐτοί, οἱ ταπεινοί ψαράδες, αὐτόπτες τῆς θείας αὐτοῦ μεγαλειότητος. Καί θαμπωμένοι τότε ὁμολόγησαν μέ τό στόμα τοῦ Πρωτοκορυφαίου· «καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι...»!
Ἀλλά δέν εἶναι θέμα τόπου ἡ προσέγγιση τῆς θεϊκῆς μακαριότητος. Εἶναι κυρίως θέμα ἐσωτερικῆς τοποθετήσεως τοῦ ἀνθρώπου. ῾Η ὑπερκόσμια φωνή τοῦ Πατέρα αὐτό μαρτυρεῖ, καθώς συνιστᾶ τόν Μονογενῆ του Υἱό καί ὑποδεικνύει τή λατρευτική ἀφοσίωση στό ἅγιο θέλημά του· «Οὗτός ἐστιν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός... αὐτοῦ ἀκούετε». ῾Η συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ θά μείνει ἀτελέσφορη χωρίς τοῦ ἀνθρώπου τήν κατάφαση. Μέ τήν ὑπακοή στό θεῖο θέλημα καί τήν πειθαρχία στίς ἐντολές τοῦ Θεοῦ -καί μόνο μ᾿ αὐτά- θά γίνει δεκτικός τῆς θείας χάριτος, ἡ ὁποία θά τόν ἀνεβάσει στή θέωση.
Καί προσφέρεται ἄπλετη ἡ θεία χάρη ἀπό τήν ἁγία τοῦ Χριστοῦ ᾿Εκκλησία. Μέσα σ᾿ αὐτήν ἐπιτελεῖται ἡ συνάντηση Θεοῦ καί ἀνθρώπου. Διότι ἡ ᾿Εκκλησία κρατᾶ μές στούς θησαυρούς της χειροπιαστή τήν ἐμπειρία τῆς θεϊκῆς δόξας καί προσκαλεῖ τόν κάθε ἄνθρωπο νά ᾿ρθεῖ κοντά της καί νά τή γευθεῖ. Τοῦ δίνει τή δυνατότητα νά μεταμορφωθεῖ ὁ ἴδιος κι ἀπό χοϊκός καί ψυχικός νά γίνει πνευματικός καί θεοτικός. Χωρίς νά χάσει τίποτε ἀπό τήν ὕπαρξή του, θά κερδίσει τήν παραδείσια δόξα πού εἶχε πρίν χωρισθεῖ ἀπό τόν Θεό καί ἄλλα ἀκόμη περισσότερα· τήν ἕνωση μαζί του, τή θέωση.
Ἀπό πλευρᾶς Θεοῦ τό θέμα εἶναι λυμένο. Τό βάρος πέφτει στή στάση τοῦ ἀνθρώπου, στήν εἰλικρινῆ διάθεση μέ τήν ὁποία θά ὑπακούσει στό θεϊκό παράγγελμα, στή φιλότιμη προσπάθεια μέ τήν ὁποία θά ἐνστερνισθεῖ τήν ἐντολή τῆς ᾿Εκκλησίας. Ζῆ τότε ὁ χοϊκός ἄνθρωπος τή Μεταμόρφωση ὡς γεγονός τῆς προσωπικῆς του ζωῆς καί ψηλαφᾶ μέσα στό ἴδιο τό εἶναι του τή «θαυμαστή ἀλλοίωση τῆς δεξιᾶς τοῦ ῾Υψίστου». Νιώθει τό θεῖο φῶς νά καταυγάζει τήν ψυχή του, ὅταν σπάζει τόν κλοιό τῆς φιλαυτίας, ὅταν ξεπερνᾶ τό μῖσος καί τήν ἐκδικητικότητα, ὅταν μετά ἀπό μάχες σκληρές στῆς ψυχῆς του τήν κονίστρα καταθέτει ὑποτακτικά στόν Κύριο· «γενηθήτω τό θέλημά σου». Τό βλέπει ἱλαρό νά τόν περιβάλλει, κυρίως ὅταν ξεπλένοντας τά μάτια του μέ τά δάκρυα τῆς μετανοίας γονατίζει μπροστά στόν πνευματικό, γιά νά ἀποθέσει κάτω ἀπό τό πετραχήλι του τῆς ψυχῆς τά βάρη, ὅταν «μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης» προσέρχεται στό φρικτό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Κι εὐγνώμονα τότε ἐπαναλαμβάνει τήν ὁμολογία τῶν τριῶν μαθητῶν· «καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι»!
Στέργιος Ν. Σάκκος