Τό παπικό πρωτεῖο ἀποτελεῖ τό βασικό καί ἀδιαπραγμάτευτο δόγμα τῆς λεγόμενης ρωμαιοκαθολικῆς ἐκκλησίας. Ὁ προηγούμενος πάπας Βενέδικτος παλαιότερα, ὡς καρδινάλιος Ἰωσήφ Ράτσιγκερ, σέ 16σέλιδο δημοσίευμά του διακήρυξε ὅτι ἡ μία καί μοναδική Ἐκκλησία τήν ὁποία ἵδρυσε ὁ Ἰησοῦς Χριστός «ὑφίσταται περί τόν διάδοχο τοῦ Πέτρου (δηλαδή τόν πάπα) καί τούς ἐπισκόπους πού τελοῦν ἐν κοινωνίᾳ μέ αὐτόν... Ἐπειδή ὅμως ἡ κοινωνία μέ τήν καθολική ἐκκλησία, τῆς ὁποίας ὁ ὁρατός ἡγέτης εἶναι ὁ ἐπίσκοπος τῆς Ρώμης καί διάδοχος τοῦ Πέτρου, δέν εἶναι ἕνα κάποιο συμπλήρωμα τῆς κάθε ἰδιαίτερης ἐκκλησίας ἀλλά μία ἀπό τίς ἐσωτερικές συστατικές ἀρχές της, ἡ κατάσταση τῆς ἰδιαίτερης ἐκκλησίας τήν ὁποία ἀπολαμβάνουν ἐκεῖνες οἱ σεπτές χριστιανικές κοινότητες ἔχει ἐντούτοις μία ἀνεπάρκεια. Ἀπό τήν ἄλλη, ἡ ἴδια ἡ παγκοσμιότητα τῆς Ἐκκλησίας πού κυβερνᾶται ἀπό τόν διάδοχο τοῦ Πέτρου καί ἀπό τούς ἐπισκόπους πού τελοῦν σέ κοινωνία μέ αὐτόν, ἐξαιτίας τῆς διαίρεσης τῶν χριστιανῶν, συνιστᾶ ἕνα ἐμπόδιο γιά τήν πλήρη πραγματοποίησή της στήν ἱστορία».
Ποικίλα σχόλια καί ἀντιδράσεις προκάλεσε τό ἐν λόγῳ κείμενο. Ἐμεῖς θά περιορισθοῦμε ἐδῶ νά ἐπισημάνουμε ὅτι τό πρωτεῖο τοῦ πάπα δέν μπορεῖ νά στηριχθεῖ σέ μαρτυρίες τῆς Καινῆς Διαθήκης. Καί ἄν ἀκόμη δεχθοῦμε ὡς ἀληθινή τή λεγόμενη ρωμαϊκή -ὄχι ἐκκλησιαστική- παράδοση, ἡ ὁποία θέλει τόν κορυφαῖο ἀπόστολο ἱδρυτή καί πρῶτο ἐπίσκοπο τῆς ἐκκλησίας τῆς Ρώμης, δικαιοῦται ὁ πάπας νά διεκδικεῖ κάποιο πρωτεῖο, ὡς ὑποτιθέμενος διάδοχος τοῦ ἀποστόλου Πέτρου; Εἶχε ἄραγε ὁ ἴδιος ὁ Πέτρος τέτοια ἰδέα γιά τό πρόσωπό του; Διέκρινε τόν ἑαυτό του ἀπό τούς ἄλλους ἀποστόλους; Μία σύντομη περιήγηση στίς ἄφθονες ἁγιογραφικές μαρτυρίες θά μᾶς δείξει τή θέση τοῦ ἀποστόλου Πέτρου μέσα στήν ὁμάδα τῶν δώδεκα ἀποστόλων. Οἱ μαρτυρίες αὐτές, ὅπως τίς κατανόησε καί τίς ἑρμήνευσε ἡ πατερική μας παράδοση, δέν δίνουν ἐξ ἀντικειμένου καμία προτεραιότητα στόν ἀπόστολο Πέτρο.
Ὁ συμπαθέστατος, ἡρωικός καί ἐνθουσιώδης ἀδελφός τοῦ πρωτόκλητου Ἀνδρέα πρέπει νά ἦταν στήν ἡλικία ὁ μεγαλύτερος ἀπό τούς μαθητές τοῦ Κυρίου. Τύπος ἐκφραστικός καί δυναμικός, νιώθουμε νά μᾶς συγκινεῖ καί νά μᾶς ἐκφράζει πολλές φορές μέ τίς μεταπτώσεις πού τόν χαρακτηρίζουν. Διακρίνεται ἀνάμεσα στούς συμμαθητές του γιά τόν αὐθορμητισμό καί τή θερμότητά του. Συχνά σπεύδει νά ἐκφράσει αὐτό πού ὅλοι σκέπτονται. Δέν φαίνεται ὅμως πουθενά νά τοῦ ἀνέθεσε ὁ Κύριος κάποια ἰδιαίτερη δικαιοδοσία, ὅπως δέν τό ἔκανε καί γιά κανέναν ἄλλον ἀπό τούς δώδεκα ἀποστόλους. Ὅλοι εἶναι «ἄρχοντες πνευματικοί, ὑπό Θεοῦ χειροτονηθέντες, οὐκ ἔθνη καί πόλεις διαφόρους λαμβάνοντες, ἀλλά πάντες κοινῇ τήν οἰκουμένην ἐμπι-στευθέντες», ὅπως γράφει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος. Ἀπό κοινοῦ τούς ἀνέθεσε ὁ Κύριος τή διαποίμανση τῆς οἰκουμένης ὅλης, ὅταν τούς ἀπέστειλε μέ τήν ἐντολή· «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη...» (Μθ 28,19).
Ὅταν, μετά ἀπό σχετική ἐρώτηση τοῦ Κυρίου, ὁ Πέτρος ὁμολογεῖ τή θεότητά του, εἰσπράττει τή μεγάλη ὑπόσχεση· «... κἀγώ δέ σοι λέγω ὅτι σύ εἶ Πέτρος, καί ἐπί ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τήν ἐκκλησίαν... καί δώσω σοι τάς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν...» (Μθ 16,18.19). Αὐτό τό χωρίο, στό ὁποῖο ἀναφέρθηκε καί ὁ πάπας Βενέδικτος κατά τήν προσλαλιά του στήν Κωνσταντινούπολη, τό ἔχουν γράψει οἱ λατῖνοι μέ χρυσά γράμματα στόν τροῦλο τῆς βασιλικῆς τοῦ ἁγίου Πέτρου, στή Ρώμη· «Tu es Petrus, et super hanc petram aedificabo Ecclesiam meam... et tibi dabo claves regni caelorum». Ἀλλά ἐδῶ δέν ἐπαινεῖται ὁ Πέτρος προσωπικά. Ἐξαίρεται ἡ ὁμολογία, πού ὁ ἴδιος ὁ Θεός τοῦ ἀποκάλυψε, ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Θεός.
Ἡ πίστη στή θεότητα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ «πέτρα», δηλαδή ὁ βράχος, πάνω στόν ὁποῖο οἰκοδομεῖται ἡ Ἐκκλησία. Θεμέλιό της μοναδικό καί ἀναντικατάστατο εἶναι τό πρόσωπο τοῦ θεανθρώπου Κυρίου μας, ὄχι ὁ Πέτρος οὔτε κανείς ἄλλος ἄνθρωπος. «Θεμέλιον γάρ ἄλλον οὐδείς δύναται θεῖναι παρά τόν κείμενον, ὅς ἐστιν Ἰησοῦς Χριστός» (Α΄ Κο 3,11· πρβλ. Ἐφ 2,20), θά γράψει ἀργότερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Ἀλλά καί ὁ ἴδιος ὁ Πέτρος μέ ἔμφαση θά διακηρύξει τόν Ἰησοῦ Χριστό ὡς «λίθον ζῶντα» (Α΄ Πέ 2,4) καί θά τονίσει ὅτι ἐπάνω σ᾿ αὐτό τό ἀγκωνάρι οἰκοδομοῦνται οἱ πιστοί, γιά νά ἀποτελέσουν τόν πνευματικό οἶκο τῆς Ἐκκλησίας (Α΄ Πέ 2,5).
Τήν πίστη τοῦ Πέτρου διαθέτουν καί οἱ ἄλλοι μαθητές. Ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης μαρτυρεῖ ὅτι τή θεότητα τοῦ Ἰησοῦ ὁμολόγησαν καί ὁ ἀπόστολος Ναθαναήλ (Ἰω 1,50) καί ἡ Μάρθα, ἡ ἀδελφή τοῦ Λαζάρου (Ἰω 11,27). Γι᾿ αὐτό καί στούς ἄλλους ἀποστόλους ὁ Κύριος ἀναθέτει ἀπαράλλακτα τήν ἴδια ἐξουσία· «Ἀμήν λέγω ὑμῖν, ὅσα ἐάν δήσητε ἐπί τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ, καί ὅσα ἐάν λύσητε ἐπί τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ» (Μθ 18,18). Θά ἐπαναλάβει δέ τήν ἀνάθεση καί θά τήν κάνει ἀκόμη πιό συγκεκριμένη ὁ Κύριος μετά τήν ἀνάσταση. Θά δώσει σέ ὅλους τούς μαθητές του τό ἅγιο Πνεῦμα, γιά νά μποροῦν νά συγχωροῦν τίς ἁμαρτίες ὡς δικοί του ἐντεταλμένοι (Ἰω 20,22).
Στούς δώδεκα, ἐπίσης, ἀδιάκριτα ὑπόσχεται ὁ Κύριος ἀναφερόμενος στή δευτέρα παρουσία του· «ὅταν καθίσῃ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐπί θρόνου δόξης αὐτοῦ, καθίσεσθε καί ὑμεῖς ἐπί δώδεκα θρόνους, κρίνοντες τάς δώδεκα φυλάς τοῦ Ἰσραήλ» (Μθ 19,28). Δέν κάνει κάποια διάκριση στόν Πέτρο, πρός τόν ὁποῖο μάλιστα ἀπευθύνεται ὁ λόγος. Ἡ ἴδια ὑπόσχεση ἐπαναλαμβάνεται στήν προφητεία γιά τήν οὐράνια πόλη τῆς Ἀποκαλύψεως, ὅπου φαίνεται «τό τεῖχος τῆς πόλεως ἔχον θεμελίους δώδεκα, καί ἐπ᾿ αὐτῶν δώδεκα ὀνόματα τῶν δώδεκα ἀποστόλων τοῦ ἀρνίου» (Ἀπ 21,14).
Ὁ ἴδιος ὁ ἀπόστολος Πέτρος δέν εἶχε ποτέ τή συνείδηση ὅτι σέ κάτι ὑπερτερεῖ τῶν ἄλλων ἀποστόλων. Γι’ αὐτό, στή ζωή τῆς πρώτης Ἐκκλησίας, τίποτε δέν ἀποφασίζει μόνος του. Εἰσηγεῖται τά θέματα στό σῶμα τῶν δώδεκα, ὅπως κάνουν καί ὅλοι οἱ ἄλλοι, καί ἀπό κοινοῦ λαμβάνονται οἱ ἀποφάσεις. Αὐτό βλέπουμε π.χ. κατά τήν ἐκλογή τοῦ Ματθία, ὁ ὁποῖος ἀντικατέστησε τόν Ἰούδα (Πρξ 1,15-26), στήν ἀντιμετώπιση τοῦ παραπόνου τῶν ἑλληνιστῶν μέ τήν ἐκλογή τῶν ἑπτά διακόνων (Πρξ 6,1-7), στήν ἀποστολική σύνοδο (Πρξ 15,6-29) καί σέ πάρα πολλά ἄλλα περιστατικά πού ἱστοροῦνται στίς Πράξεις τῶν ἀποστόλων.
Τή συνείδηση τῆς ἰσότητας τοῦ Πέτρου πρός τούς ἄλλους μαθητές ἐπιβεβαιώνει καί ἡ ταπείνωση μέ τήν ὁποία δέχεται ἀδιαμαρτύρητα τόν ἔλεγχο ἀπό τόν Παῦλο στήν Ἀντιόχεια. Ἐπειδή ἡ συμπεριφορά τοῦ Πέτρου ἔδινε ἀφορμή ἐπάρσεως στούς ἐξ ἰουδαίων χριστιανούς, «κατά πρόσωπον αὐτῷ ἀντέστην», ἱστορεῖ ὁ Παῦλος (Γα 2,11-14). «Ὁ Παῦλος ἐπιπλήττει καί ὁ Πέτρος ἀνέχεται καί συμμορφώνεται πρός τήν ὑπόδειξη», θαυμάζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. Αὐτό σημαίνει ἁγιότητα καί συναίσθηση τῆς ἱερῆς ἀποστολῆς!
Τήν ἴδια ἅγια συναίσθηση βλέπουμε καί στίς Ἐπιστολές τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, ὅπου συστήνεται ὡς «δοῦλος καί ἀπόστολος Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Β΄ Πέ 1,1). Ἀπευθύνεται πρός τούς ὑφισταμένους του πρεσβυτέρους ὡς «ὁ συμπρεσβύτερος» (Α΄ Πέ 5,1). Ἀναγνωρίζει στό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, στούς ἁπλούς χριστιανούς, τήν «ἰσότιμον ἡμῖν λαχοῦσι πίστιν» (Β΄ Πέ 1,1) καί τούς παροτρύνει· «τήν ταπεινοφροσύνην ἐγκομβώσασθε» (Α΄ Πέ 5,5).
Αὐτή τήν παρακαταθήκη τῆς ταπεινοφροσύνης κληροδοτεῖ σέ ὅλη τήν Ἐκκλησία ὁ κορυφαῖος ἀπόστολος. Τήν κατανοεῖ πλήρως καί τή βιώνει ἀκριβῶς ἡ ἐκκλησιαστική μας παράδοση, ὅπως ὡραιότατα τό ἐκφράζει κατά τόν 6ο αἰώνα ἕνας ἅγιος καί σοφός ἐκκλησιαστικός ἡγέτης. Ὁ ἅγιος Ἀναστάσιος Α΄ ἀρχιεπίσκοπος Ἀντιοχείας ἔδειξε ὅτι ὁ κορυφαῖος ποιμένας πού βόσκει τά πρόβατα τοῦ Χριστοῦ δέν ἑδρεύει οὔτε στή Ρώμη οὔτε στήν Κωνσταντινούπολη οὔτε στά Ἰεροσόλυμα οὔτε ὁπουδήποτε ἀλλοῦ ἀλλά στή θυσία καί στήν ἀγάπη. Αὐτό ἀπαιτεῖ ὁ λόγος τοῦ Κυρίου· «Φιλεῖς με; Ποίμαινε τά πρόβατά μου» (Ἰω 21,16). (Βλ. Σ. Ν. Σάκκου, Περί Ἀναστασίων Σιναϊτῶν, Θεσσαλονίκη 1964, σελ. 85-86).
Ὅποιος ἐνστερνίζεται τήν ταπεινοφροσύνη, κατά τήν παρακαταθήκη τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, ἀναγνωρίζεται ὡς «μέγας» ἀπό τόν Κύριο: Ὁ ποιμένας καί διδάσκαλος ἀναδεικνύεται ἄξιος διάδοχος καί συνεχιστής τῆς ἱστορίας τοῦ ἀποστόλου καί γνήσιος μαθητής τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ὁ πιστός εὐλογεῖται καί ἁγιάζεται καί ἡ Ἐκκλησία θριαμβεύει.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 62 (2007) 228-230