῾Η μνήμη τοῦ ἀποστόλου Πέτρου τό μήνα αὐτό καί ἡ πρόσφατη ἐπίσκεψη τοῦ πάπα στήν Κύπρο καθιστοῦν ἐπίκαιρη τήν ἀναφορά στή «ρίζα» τοῦ περίφημου «πρωτείου τοῦ πάπα». Οἱ παπικοί, ὡς γνωστόν, «στηρίζουν» τό δόγμα τους αὐτό στή σχέση πού ἰσχυρίζονται ὅτι συνδέει τήν «ἐκκλησία» τῆς Ρώμης μέ τόν κορυφαῖο ἀπόστολο. Κατά τήν ἄποψή τους πρῶτος ἐπίσκοπος Ρώμης ἦταν ὁ ἀπόστολος Πέτρος. Σ᾿ αὐτόν, λένε, ὁ Κύριος ἔδωσε τήν ἀνώτερη ἐξουσία μεταξύ τῶν ἀποστόλων, ἡ ὁποία, βεβαίως, μεταβιβάσθηκε στόν διάδοχό του, τόν πάπα. Γι᾿ αὐτό ἀξιώνουν πλήρη ὑποταγή ὅλου τοῦ Χριστιανισμοῦ στόν ποντίφικα τῆς Ρώμης, τόν ὁποῖο δέχονται ὡς τήν κεφαλή τοῦ ὁρατοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, τόν «βικάριο», τοποτηρητή καί ἀντικαταστάτη του ἐπί τῆς γῆς.
῎Αν ὄντως ὁ ἀπόστολος Πέτρος παρέδωσε κάτι ἰδιαίτερο στόν ἐπίσκοπο Ρώμης, εἶναι θέμα πού θά μᾶς ἀπασχολήσει ἄλλοτε. Πρός τό παρόν μία σύντομη περιήγηση στίς ἄφθονες ἁγιογραφικές μαρτυρίες θά μᾶς δείξει τή θέση τοῦ ἀποστόλου Πέτρου μέσα στήν ὁμάδα τῶν δώδεκα ἀποστόλων. Οἱ μαρτυρίες αὐτές, ὅπως τίς κατανόησε καί τίς ἑρμήνευσε ἡ πατερική μας παράδοση, δέν δίνουν ἐξ ἀντικειμένου καμία προτεραιότητα στόν ἀπόστολο Πέτρο.
῾Ο συμπαθέστατος, ἡρωικός καί ἐνθουσιώδης ἀδελφός τοῦ πρωτοκλήτου ᾿Ανδρέα πρέπει νά ἦταν στήν ἡλικία ὁ μεγαλύτερος ἀπό τούς μαθητές τοῦ Κυρίου. Τύπος ἐκφραστικός καί δυναμικός, νιώθουμε νά μᾶς συγκινεῖ καί νά μᾶς ἐκφράζει πολλές φορές μέ τίς μεταπτώσεις πού τόν χαρακτηρίζουν. Διακρίνεται ἀνάμεσα στούς συμμαθητές του γιά τόν αὐθορμητισμό καί τή θερμότητά του. Συχνά σπεύδει νά ἐκφράσει αὐτό πού ὅλοι σκέπτονται. Δέν φαίνεται ὅμως πουθενά νά τοῦ ἀνέθεσε ὁ Κύριος κάποια ἰδιαίτερη δικαιοδοσία, ὅπως δέν ἔκανε καί γιά κανέναν ἄλλον ἀπό τούς δώδεκα ἀποστόλους. ῞Ολοι εἶναι «ἄρχοντες πνευματικοί, ὑπό Θεοῦ χειροτονηθέντες οὐκ ἔθνη καί πόλεις διαφόρους λαμβάνοντες, ἀλλά πάντες κοινῇ τήν οἰκουμένην ἐμπιστευθέντες», ὅπως γράφει ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος. ᾿Από κοινοῦ τούς ἀνέθεσε ὁ Κύριος τή διδαχή καί διαποίμανση τῆς οἰκουμένης ὅλης, ὅταν τούς ἀπέστειλε μέ τήν ἐντολή· «πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τά ἔθνη...» (Μθ 28,19).
῞Οταν, κάποτε, σέ σχετική ἐρώτηση τοῦ Κυρίου ὁ Πέτρος ὁμολογεῖ τή θεότητά του, εἰσπράττει τή μεγάλη ὑπόσχεση ὅτι «... κἀγώ δέ σοι λέγω ὅτι σύ εἶ Πέτρος, καί ἐπί ταύτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τήν ἐκκλησίαν... καί δώσω σοι τάς κλεῖς τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν...» (Μθ 16,18.19). ᾿Αλλά ἐδῶ δέν ἐπαινεῖται ὁ Πέτρος προσωπικά. ᾿Εξαίρεται ἡ ὁμολογία, πού ὁ ἴδιος ὁ Θεός τοῦ ἀποκάλυψε ὅτι ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Θεός. Παρόμοια ἀποκάλυψη εἶχε δοθεῖ νωρίτερα στόν Ναθαναήλ, ὁ ὁποῖος ἐπίσης ὁμολόγησε «σύ εἶ ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ» (᾿Ιω 1,50), καί στή Μάρθα, τήν ἀδελφή τοῦ Λαζάρου (᾿Ιω 11, 27).
῾Η πίστη στή θεότητα τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ πέτρα, δηλαδή ὁ βράχος πάνω στόν ὁποῖο οἰκοδομεῖται ἡ ᾿Εκκλησία, τῆς ὁποίας θεμέλιο μοναδικό καί ἀναντικατάστατο εἶναι τό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου μας· ὄχι ὁ Πέτρος οὔτε κανείς ἄλλος ἄνθρωπος. «Θεμέλιον γάρ ἄλλον οὐδείς δύναται θεῖναι παρά τόν κείμενον, ὅς ἐστιν ᾿Ιησοῦς Χριστός» (Α´ Κο 3,11· πρβλ. ᾿Εφ 2,20), θά γράψει ἀργότερα ὁ ἀπόστολος Παῦλος. ᾿Αλλά καί ὁ ἴδιος ὁ Πέτρος μέ ἔμφαση θά διακηρύξει τόν ᾿Ιησοῦ Χριστό ὡς «λίθον ζῶντα» (Α´ Πε 2,4). Καί θά τονίσει ὅτι ἐπάνω σ᾿ αὐτό τό ἀγκωνάρι οἰκοδομοῦνται οἱ πιστοί, γιά νά ἀποτελέσουν τόν πνευματικό οἶκο τῆς ᾿Εκκλησίας.
Προφανῶς τήν πίστη τοῦ Πέτρου διαθέτουν καί οἱ ἄλλοι μαθητές. Γι᾿ αὐτό καί σ᾿ ἐκείνους ὁ Κύριος ἀναθέτει ἀπαράλλακτα τήν ἴδια ἐξουσία· «᾿Αμήν λέγω ὑμῖν, ὅσα ἐάν δήσητε ἐπί τῆς γῆς, ἔσται δεδεμένα ἐν τῷ οὐρανῷ, καί ὅσα ἐάν λύσητε ἐπί τῆς γῆς, ἔσται λελυμένα ἐν τῷ οὐρανῷ» (Μθ 18,18). Θά ἐπαναλάβει δέ τήν ἀνάθεση καί θά τήν κάνει ἀκόμη πιό συγκεκριμένη ὁ Κύριος μετά τήν ἀνάσταση. Θά δώσει σ᾿ ὅλους τούς μαθητές του τό ἅγιο Πνεῦμα, γιά νά μποροῦν νά συγχωροῦν τίς ἁμαρτίες ὡς δικοί του ἐντεταλμένοι (᾿Ιω 20,22).
Στούς δώδεκα ἐπίσης ἀδιάκριτα ὑπόσχεται ὁ Κύριος ὅτι κατά τή δευτέρα παρουσία του, «ὅταν καθίσῃ ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἐπί θρόνου δόξης αὐτοῦ, καθίσεσθε καί ὑμεῖς ἐπί δώδεκα θρόνους, κρίνοντες τάς δώδεκα φυλάς τοῦ ᾿Ισραήλ» (Μθ 19,28). Δέν κάνει κάποια διάκριση στόν Πέτρο, πρός τόν ὁποῖο μάλιστα ἀπευθύνεται ὁ λόγος. ῾Η ἴδια ὑπόσχεση ἐπαναλαμβάνεται στήν προφητεία γιά τήν οὐράνια πόλη τῆς ᾿Αποκαλύψεως, ὅπου φαίνεται «τό τεῖχος τῆς πόλεως ἔχον θεμελίους δώδεκα, καί ἐπ᾿ αὐτῶν δώδεκα ὀνόματα τῶν δώδεκα ἀποστόλων τοῦ ἀρνίου» (᾿Απ 21,14).
῾Ο ἴδιος ὁ ἀπόστολος Πέτρος δέν εἶχε ποτέ τή συνείδηση ὅτι σέ κάτι ὑπερτερεῖ τῶν ἄλλων ἀποστόλων. Γι’ αὐτό, στή ζωή τῆς πρώτης ᾿Εκκλησίας, τίποτε δέν ἀποφασίζει μόνος του. Εἰσηγεῖται τά θέματα στό σῶμα τῶν δώδεκα, ὅπως κάνουν καί ὅλοι οἱ ἄλλοι, καί ἀπό κοινοῦ λαμβάνονται οἱ ἀποφάσεις. Αὐτό βλέπουμε π.χ. κατά τήν ἐκλογή τοῦ Ματθία, ὁ ὁποῖος ἀντικατέστησε τόν ᾿Ιούδα (Πρξ 1,15-26), στή διευθέτηση τοῦ παραπόνου τῶν ἑλληνιστῶν μέ τήν ἐκλογή τῶν ἑπτά διακόνων (Πρξ 6,1-7), στήν ἀποστολική σύνοδο (Πρξ 15,6-29) καί σέ πάρα πολλά ἄλλα περιστατικά πού ἱστοροῦνται στίς Πράξεις τῶν ἀποστόλων.
Τή συνείδηση τῆς ἰσότητας τοῦ Πέτρου πρός τούς ἄλλους μαθητές ἐπιβεβαιώνει ἡ ταπείνωση μέ τήν ὁποία δέχεται ἀδιαμαρτύρητα τόν ἔλεγχο ἀπό τόν Παῦλο στήν ᾿Αντιόχεια. ᾿Επειδή ἡ συμπεριφορά τοῦ Πέτρου ἔδινε ἀφορμή ἐπάρσεως στούς ἐξ ἰουδαίων χριστιανούς «κατά πρόσωπον αὐτῷ ἀντέστην», ἱστορεῖ ὁ Παῦλος (Γα 2,11-14). «῾Ο Παῦλος ἐπιπλήττει καί ὁ Πέτρος ἀνέχεται καί συμμορφώνεται πρός τήν ὑπόδειξη», θαυμάζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. Αὐτό σημαίνει ἁγιότητα καί συναίσθηση τῆς ἱερῆς ἀποστολῆς!
Τήν ἴδια ἅγια συναίσθηση βλέπουμε καί στίς ᾿Επιστολές τοῦ ἀποστόλου Πέτρου, ὅπου συστήνεται ὡς «δοῦλος καί ἀπόστολος ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ» (Β´ Πε 1, 1). ᾿Απευθύνεται πρός τούς ὑφισταμένους του πρεσβυτέρους ὡς «ὁ συμπρεσβύτερος» (Α´ Πε 5,1). ᾿Αναγνωρίζει στό πλήρωμα τῆς ᾿Εκκλησίας, στούς ἁπλούς χριστιανούς, τήν «ἰσότιμον ἡμῖν λαχοῦσι πίστιν» (Β´ Πε 1,1) καί τούς παροτρύνει· «τήν ταπεινοφροσύνην ἐγκομβώσασθε» (Α´ Πε 5,5).
Αὐτή τήν παρακαταθήκη τῆς ταπεινοφροσύνης κληροδοτεῖ σ᾿ ὅλη τήν ᾿Εκκλησία ὁ κορυφαῖος ἀπόστολος κι ὅποιος τήν ἐνστερνίζεται ἀναγνωρίζεται ὡς «μέγας» ἀπό τόν Κύριο· ῾Ο ποιμένας καί διδάσκαλος ἀναδεικνύεται ἄξιος διάδοχος καί συνεχιστής τῆς ἱστορίας τοῦ ἀποστόλου καί γνήσιος μαθητής τοῦ Κυρίου ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. ῾Ο πιστός εὐλογεῖται καί ἁγιάζεται καί ἡ ᾿Εκκλησία θριαμβεύει.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 56 (2001) 124-126