«Ρίζης δυσώδους καρπός εὐώδης μάλα, Ἀνθοῦσα σεμνή γῆς ἀπανθεῖ καί βίου», ἀναφωνεῖ κατάπληκτος ὁ ἱερός συναξαριστής στίς 12 Ἀπριλίου, μελετώντας τήν ὁσία βιοτή τῆς ἁγίας Ἀνθούσας. Τά ἄνθη τῆς ἁγιοσύνης της λουλούδιασαν καί κάρπισαν ὄχι μέσα στόν εὐωδιαστό κῆπο τῆς ἀλήθειας ἀλλά πάνω στήν κοπριά τῆς πλάνης. Ὁ βασιλιάς Κωνσταντίνος Ε΄, ὁ πατέρας της, διάλεξε γιά τόν ἑαυτό του τήν ἀσέβεια τῆς εἰκονομαχίας, γι᾿ αὐτό καί ἔμεινε στήν ἱστορία μέ τήν ὀνομασία «Κοπρώνυμος» (741-775 μ.Χ.).
Μέσα στό ἐχθρικό κάστρο ἡ τρυφερή βασιλοπούλα φύλαγε τήν πίστη τήν ὀρθόδοξη μέ κόπους καί θυσίες ἡρωικές. Καί ὅταν ὁ πατέρας της τήν πίεσε νά πάρει γιά σύντροφο τῆς ζωῆς της ἄνθρωπο πού διέθετε προσόντα πολλά μά δέν τηροῦσε τήν πίστη, ἡ νεαρή Ἀνθούσα ζύγιασε τά πράγματα σάν ἔμπειρη καί σοφή γερόντισσα καί πῆρε ἐκείνη τήν ἀπόφαση πού καμάρωσε ὁ οὐρανός καί θαύμασε ἡ γῆ. Δέν ἀπεμπόλησε τήν ἀτίμητη κληρονομιά τῆς Ὀρθοδοξίας. Προτίμησε ἀπό τούς γήινους καί φθαρτούς θησαυρούς τούς αἰώνιους καί ἄφθαρτους. Καί ἦταν ἡ ἐπιλογή της αὐτή μία σθεναρή ὁμολογία πίστεως. Ἔκαμε ἀπό τότε δική της οἰκογένεια ἡ Ἀνθούσα τούς «ἐλαχίστους ἀδελφούς» τοῦ Χριστοῦ, τούς φτωχούς καί τούς ἀνήμπορους, τούς μοναχικούς καί τούς ἀπελπισμένους, μά πιό πολύ ἐκείνους πού παρασύρονταν ἀπό τήν πλάνη τῆς εἰκονομαχίας καί ὁδηγοῦνταν σέ μονοπάτια πού φέρνουν τόν χειρότερο θάνατο, ἐκεῖνον τῆς ψυχῆς. Τά χρόνια πού περνοῦσαν τήν ἔβρισκαν ὀρθή στό χρέος τῆς ἀγάπης στήν Ἐκκλησία πού διωκόταν. Καί ἦταν ἡ ἁγία σταθερότητά της καί ὁ θερμουργός της ζῆλος ἔμπνευση καί ἐνίσχυση γιά τούς πιστούς ἐκεῖνες τίς σκληρές μέρες, πού ἡ νύμφη τοῦ Ἰησοῦ, ἡ ἁγία Ὀρθοδοξία, ἔχυνε γιά ἄλλη μιά φορά τό αἷμα της, ὅπως ὁ Νυμφίος της.
Ὅταν ὁ πατέρας της ἔφυγε ἀπό αὐτή τή γῆ, ἡ Ἀνθούσα εἰσῆλθε στό ἱερό κοινόβιο «Ὁμόνοια», τό ὁποῖο τελοῦσε κάτω ἀπό τήν πνευματική καθοδήγηση τοῦ Πατριάρχη Ταρασίου. Ἀνάμεσα στίς ἀδελφές, πού μέ ζῆλο καί θυσία φύλαγαν τήν Ὀρθοδοξία καί βίωναν τήν ὀρθοπραξία, προστέθηκε ταπεινά, γιά νά συνεχίσει τόν ἀγώνα τῆς προσωπικῆς σωτηρίας καί τῆς ὑπηρεσίας τοῦ πλησίον. Οἱ μέρες της κυλοῦσαν μέσα στήν ἱερή διακονία, ὅπου σιωπηρά ἀνάλωνε τόν ἑαυτό της. Ἡ ἀείζωη πηγή τῆς ἀγάπης ἄρδευε τήν ὕπαρξή της καί τήν κρατοῦσε δροσερή καί χαριτωμένη ὥς τά 52 της χρόνια. Τότε ὁ Κύριος ἔστειλε τό προσκλητήριο, γιά νά ἀναπαύσει κοντά του τή βασιλόπαιδα Ἀνθούσα, τήν ἀρχόντισσα πού διάλεξε πολύτιμο στολισμό της τήν ὀρθόδοξη πίστη καί ἔδωσε τό δικό της «παρών» στήν αἰώνια φρυκτωρία τοῦ πνεύματος, κρατώντας ἄσβεστη τή φλόγα τῆς ἀλήθειας.
Ἰχνηλάτης
Ἀπολύτρωσις 59 (2004) 80