Ἀναρωτηθήκατε ποτέ γιατί ἀποκαλοῦμε τήν Παρθένο Μαρία Παναγία, ἐνῶ τόν ἴδιο τόν Κύριο τόν ὀνομάζουμε ἁπλῶς ἅγιο; Εἶναι ἕνα ἐρώτημα μέ τό ὁποῖο ἐπιχειροῦν νά μᾶς αἰφνιδιάσουν ὁρισμένοι αἱρετικοί, καταλήγοντας στό ἄτοπο συμπέρασμα ὅτι ἔτσι ἀποδίδουμε στό πλάσμα μεγαλύτερη τιμή ἀπ' ὅ,τι στόν Πλάστη. Τί συμβαίνει, λοιπόν; Θεωροῦμε τήν Παναγία ἀνώτερη ἀπό τόν ἅγιο Θεό; Κι ἄν ὄχι, τότε πῶς δικαιολογεῖται τό ὄνομά της;
Μελετώντας τήν ἐκκλησιαστική ἱστορία μαθαίνουμε ὅτι μία σειρά αἱρετικῶν, ἀπό τούς ἀρχαίους ἀντιδικομαριανῖτες μέχρι τίς σύγχρονες προτεσταντικές ἀποφύσεις καί μάλιστα τούς χιλιαστές, ἀποσκοπώντας κυρίως στό νά προσβάλουν τό δόγμα τῆς θεότητος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, πολέμησαν μέ λύσσα τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας γιά τή μητέρα τοῦ Κυρίου. Κατεβάζουν τή Θεοτόκο στό ἐπίπεδο μιᾶς ἁπλῆς γυναίκας, πού δέν διαφέρει σέ τίποτε ἀπό ὅλες ἐκεῖνες τίς ψυχές πού εὐαρέστησαν τόν Κύριο. Ἐξάλλου οἱ παπικοί ὑπερτίμησαν τόσο πολύ τήν Παρθένο, ὥστε σχεδόν τή θεοποίησαν καί τήν ἐξίσωσαν μέ τά πρόσωπα τῆς ἁγίας Τριάδος, δημιουργώντας ἔτσι μία βλάσφημη τετράδα. Ἀνάμεσα στήν ὑποτίμηση τῶν προτεσταντῶν καί τήν ὑπερτίμηση τῶν παπικῶν, ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας κρατᾶ τή Θεοτόκο στή θέση πού τῆς πρέπει, ἀποδίδοντάς της τήν τιμή πού ὁ Κύριος τῆς ἀναγνώρισε. Τιμᾶ τήν Κεχαριτωμένη ὡς τή μία μετά τόν Ἕνα, τό «λαμπρόν τῆς χάριτος γνώρισμα», τό καθαρόν τοῦ Λόγου σκήνωμα, τόν πανάμωμο ναό τοῦ Ὑψίστου. Γιατί ὅμως τήν ὀνομάζει Παναγία; Καί, προσβάλλει ἄραγε τόν Κύριο ἡ ὀνομασία αὐτή;
Στήν πίστη μας ἕνας εἶναι «ὁ ἅγιος», ὁ τριαδικός Θεός. Αὐτόν ὑμνοῦν ἀκατάπαυστα οἱ οὐράνιες δυνάμεις μέ τόν τρισάγιο ὕμνο, ὅπως ἀποκαλύφθηκε στόν Ἠσαΐα· «ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης πᾶσα ἡ γῆ τῆς δόξης αὐτοῦ» (Ἠσ 6,3). Σ' αὐτόν ὑποτάσσεται ἡ Ἐκκλησία, αὐτόν ὁμολογοῦν οἱ πιστοί. Στή θ. λειτουργία διακηρύττουμε ὅτι «εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος, Ἰησοῦς Χριστός, εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός». Ὁ Θεός εἶναι ἀπόλυτα ἅγιος, γι' αὐτό καί δέν χρησιμοποιοῦμε ὑπερθετικά, οὔτε σύνθετα, πού ἐπιτείνουν τήν ἔννοια τῆς λέξεως ἅγιος, ὅταν αὐτή ἀναφέρεται στόν Θεό. Ἐντούτοις, ὁ ἅγιος Θεός ζητᾶ ἀπό τούς πιστούς του νά τόν μιμηθοῦν, νά γίνουν κι αὐτοί ἅγιοι, γιά νά εἶναι γνήσια παιδιά του. «Ἅγιοι γίνεσθε ὅτι ἐγώ ἅγιός εἰμι» (Λε 20,7· Α΄Πέ 1,16).
Τό φαινόμενο αὐτό εἶναι συνηθισμένο στήν ἁγία Γραφή. Λέει π.χ. ὁ Κύριος στόν πλούσιο νεανίσκο· «οὐδείς ἀγαθός εἰ μή εἷς ὁ Θεός» (Μθ 19,17). Κι ὅμως, ὁ ἴδιος χρησιμοποιεῖ τόν χαρακτηρισμό «ἀγαθός» γιά ἕνα δοῦλο· «εὖ δοῦλε ἀγαθέ καί πιστέ!» (Μθ 25,23). Ἀκόμη, ἐνῶ ρητῶς ἀπαγορεύει στούς μαθητές του νά ὀνομάζονται διδάσκαλοι καί πατέρες (Μθ 23,8-11), ὑπῆρχαν πάντοτε καί ὑπάρχουν οἱ διδάσκαλοι καί πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Ἔτσι, λοιπόν, καί στήν Παλαιά καί στήν Καινή Διαθήκη, ἀλλά καί στήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας στή συνέχεια, οἱ ἐκλεκτοί δοῦλοι τοῦ Θεοῦ, οἱ πιστοί του ἄνθρωποι ὀνομάζονται ἅγιοι. Ἅγιοι εἶναι οἱ προφῆτες, οἱ δίκαιοι τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, οἱ ἀπόστολοι, οἱ διδάσκαλοι, οἱ ποιμένες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὅσιοι, οἱ ἀσκητές, οἱ παρθένοι, οἱ ἐγκρατευτές, οἱ ὁμολογητές, οἱ νεομάρτυρες, ἀλλά καί οἱ ἁπλοί χριστιανοί. Ἀνάμεσα σέ ὅλους αὐτούς τούς ἁγίους, πού ἐν συγκρίσει μέ τήν ἁγιότητα τοῦ Θεοῦ εἶναι σχετικά ἅγιοι, διακρίνεται γιά τήν προσφορά της στήν πραγματοποίηση τοῦ θείου σχεδίου ἡ κεχαριτωμένη μητέρα τοῦ Κυρίου. Σέ σχέση μ' αὐτούς εἶναι ὑπεραγία, εἶναι ἡ Παναγία. Ἔτσι, ἀποδεικνύεται πόσο περιφρονοῦν τό Εὐαγγέλιο οἱ λεγόμενοι εὐαγγελικοί καί πόσο διαστρεβλώνουν τή Γραφή οἱ αὐτοαποκαλούμενοι «σπουδαστές τῆς Γραφῆς», πού δέν ἀναγνωρίζουν τούς ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ἡ Παναγία μας εἶναι ἡ μοναδική, αὐτή τήν ὁποία, ὅπως λέει ὁ ἱερός Δαμασκηνός, «τήν ἔφερε ὁ Θεός στόν κόσμο γιά νά ὑπηρετήσει τή σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, γιά νά ἐκπληρώσει τή βουλή τοῦ Θεοῦ, τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Υἱοῦ του καί τή θέωση τῶν ἀνθρώπων». Τόσο πολύ ξεπερνᾶ ὅλους τούς μάρτυρες ἡ Παρθένος, ὅσο ὁ ἥλιος ξεπερνᾶ τά ἄστρα, γράφει ὁ ἅγιος Βασίλειος Σελευκείας. Εἶναι τό ἀριστούργημα τῆς ἀνθρωπίνης πλάσεως, τό σεπτόν κειμήλιον πάσης τῆς οἰκουμένης, ἡ λαμπροτέρα καί καθαραρωτέρα ἡλίου, τό ἐξαίρετον θαῦμα τῆς ἀγαθότητος τοῦ Θεοῦ.
Θά χρειαζόταν χῶρος καί χρόνος πολύς γιά νά ἀπαριθμήσουμε τά ἐπίθετα καί τούς ἐπαίνους μέ τούς ὁποίους τήν στολίζουν οἱ ἅγιοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας, ἐκπληρώνοντας ἔτσι τήν προφητεία τῆς ἴδιας ὅτι «ἀπό τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί» (Λκ 1,48). Ἀρκεῖ ὅμως νά θυμηθοῦμε τόν ἔπαινο καί τή διάκριση πού τῆς κάνει ὁ ἴδιος ὁ Θεός, ὀνομάζοντάς την «Κεχαριτωμένη, εὐλογημένη ἐν γυναιξί» (Λκ 1,28). Τήν διαλέγει ὡς «ἐργαστήριον τῶν δύο φύσεων», γιά νά τοῦ δανείσει τά ἁγνά αἵματά της καί νά γίνει μητέρα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ. Ἔτσι τήν συνιστᾶ στήν ἱστορία ὡς τήν ὡραιότερη ψυχή, τήν εὐγενέστερη ὕπαρξη πού ἐμφανίσθηκε στήν ἀνθρωπότητα. Γι' αὐτό κι ἐμεῖς ὁμολογώντας ἀπόλυτα ἅγιο μόνο τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, μεγαλύνουμε ὡς πρώτη μεταξύ τῶν ἁγίων τήν Παναγία μητέρα του.
Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 39 (1984) 45-46