Ἁρμονικά συμπλέκονται αὐτόν τόν μήνα οἱ χαρούμενοι ἐαρινοί ἦχοι τῆς φύσεως πού ξυπνᾶ, μέ τά χαρμόσυνα θεῖα μηνύματα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, πού γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας. Καθώς γεμίζουν οἱ πλαγιές μέ χρώματα κι ὁ ἀέρας μέ μύρα, καθώς ἀναρριγᾶ τό κορμί ἀπό τό θάλπος τοῦ ἥλιου κι ἀναγαλλιάζει ἡ καρδιά ἀπό τήν περιρρέουσα τερπνότητα, γεμίζει ἡ ψυχή τοῦ πιστοῦ μέ χαρά καί εὐφροσύνη ἀκούγοντας τό «Χαῖρε!» τοῦ ἀγγέλου καί ἀγάλλεται ἡ ὕπαρξή του γιορτάζοντας τό πρῶτο φανέρωμα τοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας. «Ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, υἱός τοῦ ἀνθρώπου γίνεται… Εὐφραινέσθω ἡ κτίσις, χορευέτω ἡ φύσις!».
Εἶναι, πράγματι, τό πιό καλό ἄγγελμα πού μποροῦσε νά δεχθεῖ ποτέ ἡ ἀνθρωπότητα, ὁ εὐαγγελισμός τῆς Θεοτόκου. Μετά τόν διωγμό ἀπό τόν παράδεισο εἶναι ἡ ἀνάκληση γιά ἐπιστροφή, μετά ἀπό τήν περιπλάνηση στούς δύσκολους δρόμους τῆς ἐξορίας εἶναι ἡ συνάντηση μέ τόν Ἀγαπημένο. Μέσα στό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας εἶναι ἡ ἀνατολή, μέσα στή σκλαβιά τοῦ πονηροῦ εἶναι ἡ λύτρωση. Ἡ ἀρχαία κατάρα πρός τόν Ἀδάμ λύνεται καί ἡ πρώτη λύπη τῆς Εὔας διαλύεται, διότι σαρκώνεται Ἐκεῖνος πού θά ἐξαλείψει τά δεινά. Ὁ ἄνθρωπος καινουργιώνεται καί ἑνώνεται μέ τόν Θεό, καθώς ὁ Θεός συνάπτεται μέ τόν ἄνθρωπο καί μέσα στήν παρθενική μήτρα παίρνει τήν ἀνθρώπινη φύση καί τήν ξαναπλάθει καί τήν θεώνει.
Ἀλλά τό πιό σημαντικό καί πιό εὐλογημένο εἶναι ὅτι ὁ Εὐαγγελισμός δέν ἀποτελεῖ μόνο ἕνα γεγονός τοῦ παρελθόντος, πού ἐμεῖς ἁπλῶς γιορτάζουμε τήν ἀνάμνησή του, ἀλλά συνιστᾶ ἕνα συνεχές ἔργο τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο καί ἕνα ἀκατάπαυστο βίωμα τοῦ πιστοῦ στή ζωή του. Ἐκεῖνο τό μέγα μυστήριο, πού συνέβη μία φορά στήν Παρθένο Μαρία, ἐπαναλαμβάνεται συνεχῶς μέσα στήν Ἐκκλησία, ἐφ’ ὅσον τό ἴδιο τό ἅγιο Πνεῦμα πού ἐπισκίασε τότε τήν Παναγία, τό ἴδιο ἐπισκιάζει πάντοτε τήν Ἐκκλησία σέ ὅλους τούς αἰῶνες. Μυστικά καί μυστηριακά «σήμερον» ὁ Πατήρ εὐδοκεῖ καί ὁ Υἱός συλλαμβάνεται καί ἄγγελος ὑπηρετεῖ τό θαῦμα μέσα στό αἰώνιο παρόν τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτό δέν εἶναι οὔτε φιλοσοφικός στοχασμός οὔτε ψυχολογική φαντασίωση, ἀλλά μία ὑπέρλογη πραγματικότητα καί μία πνευματική ἐμπειρία τῆς χάριτος.
Πρῶτα–πρῶτα ὁ Εὐαγγελισμός ἐπαναλήφθηκε στήν ἱστορία τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὅταν τό Πνεῦμα τό ἅγιο ἦλθε καί κάθισε πάνω σέ κάθε ἕναν ἀπό τούς μαθητές καί ἵδρυσε καί γέννησε τήν Ἐκκλησία. Εἶναι, δηλαδή, ἡ Ἐκκλησία ὁ Χριστός πού γεννήθηκε μέ τήν ἐπιφοίτηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος καί ἀπό τότε αὐξάνει καί κραταιοῦται συνεχίζοντας τή ζωή καί τό ἔργο του. Ἡ παρουσία τῆς Ἐκκλησίας μέσα στόν κόσμο εἶναι παρουσία Χριστοῦ, ἡ ὁποία σέ κάθε στιγμή πραγματώνει ἕναν εὐαγγελισμό. Μέσα στό ἀνταριασμένο πέλαγος τοῦ κακοῦ καί τῆς ἁμαρτίας, πού ἀπειλεῖ νά μᾶς πνίξει, παρουσιάζεται σάν ἡ ἀσφαλής κιβωτός, πού ποντοπορεῖ σταθερά πρός τή σωτηρία. Μᾶς καλεῖ νά ἐπιβιβασθοῦμε σ’ αὐτήν καί μᾶς ὑπόσχεται ἀδιάψευστα ὅτι θά μᾶς σώσει γιά πάντα ἀπό τόν αἰώνιο θάνατο.
Ἀλλά αὐτό τό ἀναντίρρητο ἱστορικό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς καί τῆς ἐμφανίσεως τῆς Ἐκκλησίας, πού ἀποτελεῖ συνέχεια καί ἔκφραση τοῦ πρώτου γεγονότος τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ἐπαναλαμβάνεται ἐπίσης μέσα στήν ἱστορία κάθε πιστῆς ψυχῆς καί ὄχι μόνο μία φορά.Κάθε μέρα καί κάθε στιγμή χρειάζεται νά ἀναβιώνουμε στή μυστική ζωή τῆς ψυχῆς μας τόν εὐαγγελισμό τῆς σωτηρίας μας, πού σημαίνει ὅτι χρειάζεται νά ἀνανεώνουμε τή σχέση μας μέ τόν Χριστό καί τήν Ἐκκλησία του, ὥστε νά παραμένουμε ζωντανά μέλη στό σῶμα της καί νά ἔχουμε ἀδιάλειπτη τήν ἐπίσκεψη τοῦ Θεοῦ. Κάποιος ἄγγελος τοῦ Θεοῦ –ἕνας δοῦλος κι ἀπόστολός του– μᾶς εὐαγγελίσθηκε κάποτε τό μήνυμα τῆς σωτηρίας καί ἀνακαινισθήκαμε. Ἡ χάρη τῶν μυστηρίων ζωντάνεψε μέσα μας ἕναν καινούργιο ἄνθρωπο, τά μάτια μας ἄνοιξαν σέ νέους ὁρίζοντες καί ἡ καρδιά μας συντονίσθηκε μέ τούς παλμούς μιᾶς ἄλλης βιοτῆς, τῆς αἰωνιότητος. Δέν πάψαμε ὅμως νά ζοῦμε ἀκόμη μέσα στή φθορά. Τά πλοκάμια της μᾶς ἀγκαλιάζουν καί ρουφοῦν τή ζωτικότητά μας, ἀπομυζοῦν τήν πνευματικότητά μας. Γι’ αὐτό, καλούμαστε σ’ ἕναν ἀκατάπαυστο ἐπανευαγγελισμό τοῦ ἑαυτοῦ μας.
Τά μέσα καί τούς τρόπους γι’ αὐτή τήν ἀναβίωση μᾶς τά ἐξασφαλίζει βέβαια ἡ θεία χάρη. Μέ τήν καθημερινή μελέτη τῆς Γραφῆς μπορῶ νά ἀκούω κάθε μέρα τό χαιρετισμό τοῦ Κυρίου μου. Μέ τή συχνή κοινωνία στά μυστήρια μπορῶ νά παίρνω συνεχῶς Πνεῦμα ἅγιο. Μέ τή συνειδητή συμμετοχή στό ἔργο τοῦ ἁγιασμοῦ μου καί μέ τόν ὁλοπρόθυμο ἀγώνα μου μπορῶ νά συλλαμβάνω καί νά γεννῶ ἕναν Χριστό στή ζωή μου. Ἔτσι, γιορτάζω διαρκῶς Εὐαγγελισμό, πανηγυρίζω καί δοξολογῶ τόν Θεό πού εὐδοκεῖ νά ἐπισκέπτεται τήν καρδιά μου, καί μακαρίζω καί εὐχαριστῶ τήν ἁγία Μητέρα του καί Μητέρα μου γιά τόν καρπό τῆς κοιλίας της. Τό ἀποτέλεσμα εἶναι ἀβίαστα κι αὐθόρμητα, καθώς εὐαγγελίζομαι συνεχῶς τόν ἑαυτό μου, νά γίνομαι ὁ ἴδιος ἕνα ζωντανό εὐαγγέλιο γιά τούς ἄλλους καί νά καταγγέλλω γύρω μου τό λυτρωτικό μήνυμα τοῦ Χριστοῦ.
Καί αὐτή εἶναι ἡ ἄλλη ὄψη τοῦ ἀδιάκοπου εὐαγγελισμοῦ πού ζῆ ἡ Ἐκκλησία. «Λαοί, εὐαγγελίζεσθε τήν ἀνάπλασιν τοῦ κόσμου!», προτρέπει ὁ ὑμνωδός. Ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, οἱ πιστοί, ἀναλαμβάνουν τό ἔργο νά κηρύξουν στόν κόσμο ὅτι «ὁ Θεός ὡς ἄνθρωπος βρεφουργεῖται ἀναπλάττων βρότειον ἅπαν γένος». Καί τό κήρυγμά τους εἶναι πολύ δυνατό καί πολύ πειστικό, διότι ἔχουν νά δείξουν γιά παράδειγμα τόν ἀναγεννημένο καί μεταμορφωμένο ἑαυτό τους. Μέ τόν τρόπο αὑτό ἡ Ἐκκλησία γίνεται τό μεγάφωνο, πού μεταφέρει στή γῆ τό μήνυμα τοῦ οὐρανοῦ, γίνεται ὁ ἀγωγός πού διοχετεύει στόν κόσμο τά δῶρα τοῦ Θεοῦ. Δείχνει τό δρόμο στούς ξεστρατισμένους, χαρίζει εἰρήνη στούς ταραγμένους, προσφέρει χαρά κι ἐλπίδα, ἀλήθεια καί ζωή. Στήν ἐποχή μας καί στήν κοινωνία μας, στήν ἀθλιότητά μας καί στήν τραγικότητά μας ἡ φωνή τῆς Ἐκκλησίας ἀκούγεται, πράγματι, ὅπως τό «Χαῖρε!» τοῦ Γαβριήλ. Μακάριοι ὅσοι μέ πίστη τήν ἐνωτίζονται καί κάνουν τόν Εὐαγγελισμό γεγονός τῆς ζωῆς τους!
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 42 (1987) 33-35