Στήν παγωμένη λίμνη τῆς Σεβάστειας τοῦ Πόντου γύρω στό 320μ.Χ. τό φρικτό μαρτύριο 40 ἡρωικῶν μορφῶν φτάνει στό τέλος του. Οἱ Σαράντα ἐπίλεκτοι στρατιῶτες τῆς ρωμαϊκῆς λεγεώνας διεξήγαγαν νικηφόρα τήν τελευταία καί σκληρότερη μάχη τῆς ζωῆς τους. Πέρασαν στεφανωμένοι στήν αἰώνια ζωή, ἀφήνοντας τά παγωμένα σώματά τους ἕρμαια στή διάθεση τῶν δημίων. Ὁ ἔπαρχος Ἀγρικόλας διατάζει νά ριχτοῦν στή φωτιά τά οἰκητήρια τῶν ἁγίων ψυχῶν.
Ἕνας ὅμως ἀπό τούς Σαράντα διατηρεῖ μέσα του ἀκόμη μιά σπίθα ζωῆς: ὁ ἡρωικός Μελίτων, μονάκριβος γιός χριστιανῆς χήρας. Ὁ Ἀκρικόλας διατάζει νά τόν παραδώσουν ὄχι στή φωτιά ἀλλά στή μητέρα του. Πίστευε ὅτι ἐκείνη θά τόν ἔπειθε νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη του. Δοκίμασε ὅμως μεγάλη ἔκπληξη κι ἀπογοήτευση ἀπό τήν ἀπροσδόκητη ἐξέλιξη τῶν γεγονότων. Τή σκηνή περιγράφει ζωηρά τό ἀπόσπασμα πού ἀκολουθεῖ ἀπό τό βιβλίο τοῦ Καθηγητῆ Στ. Σάκκου, Οἱ ἅγιοι Σαράντα Μάρτυρες, ἔκδοση Δ΄, «Χριστιανική Ἐλπίς».
Ὅταν ἡ μητέρα τοῦ μάρτυρα Μελίτωνα ἄκουσε τή διαταγή τοῦ Ἀγρικόλα καί εἶδε νά τοποθετοῦνται στά ἁμάξια τά τίμια σώματα τῶν μαρτύρων, γιά νά ριχτοῦν στή φωτιά, χωρίς νά συμπεριλαμβάνεται σ᾿ αὐτά ὁ γιός της, διέσχισε μέ λαχτάρα τά πλήθη καί ἦλθε κοντά στό παιδί της. Εἶδε τόν μονογενῆ της, τά τρυφερά σπλάγχνα της, τή μοναδική ἐλπίδα καί τό στήριγμά της σέ ἐλεεινή κατάσταση. Ἦταν μελανιασμένος, ἀκίνητος, παράλυτος. Μόλις ἀνέπνεε. Ὁ ἑτοιμοθάνατος στύλωσε τό βλέμμα στή μητέρα του. Καί ἐκείνη; Ὤ ἐκείνη! Τί ἔκανε; Σκίρτησαν τά μητρικά σπλάγχνα της; Συγκινήθηκε ἡ στοργική καρδιά της; Μήπως ἄρχισε νά κλαίει, νά ὀδύρεται, νά σχίζει τά ροῦχα της καί νά ξερριζώνει τά μαλλιά της; Μήπως τόν ἅρπαξε στή θερμή ἀγκαλιά της καί ἄρχισε νά τόν φιλᾶ χύνοντας δάκρυα, γιά νά ἀναζωογονήσει τό μαραμένο λουλούδι της, πού ἤδη εἶχε ἀρχίσει νά σβήνει; Ὄχι! Τίποτε ἀπ᾿ ὅλα αὐτά δέν συνέβη. Ἀγαποῦσε τό παιδί της. Μάλιστα, ὡς χριστιανή μητέρα τό ἀγαποῦσε ἀληθινά, πνευματικά, δίνοντας προτεραιότητα στήν ψυχή του. Κι ἐπειδή αὐτή ἡ ψυχή κινδύνευε ἀπό τή στοργή καί τό ἐνδιαφέρον τοῦ τυράννου, ἡ χριστιανή μάνα θά ἔκανε τό πᾶν γιά νά τή σώσει.
Ἄν ἦταν ἄλλη μητέρα, ἀσφαλῶς θά βοηθοῦσε τούς στρατιῶτες πού ἦρθαν νά πάρουν τόν γιό της, γιά νά τόν φροντίσουν. Θά πάσχιζε νά τόν κρατήσει στή ζωή. Αὐτή, ἀντίθετα, τούς ἐμποδίζει. Σφίγγει τήν πιστή καρδιά της καί σάν τόν πατριάρχη Ἀβραάμ ὁδηγεῖ ἡ δια τό παιδί της στή θυσία. Μέ ἀξιοθαύμαστη ψυχραιμία ἐνισχύει τόν γιό της: «Γλυκό μου παιδί, ἔχε θάρρος καί δύναμη! Τώρα πιά εἶσαι παιδί τοῦ οὐράνιου Πατέρα. Κάνε ἀκόμη λίγη ὑπομονή, γιά νά γίνεις τέλειος μάρτυρας τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Μή φοβηθεῖς τό θάνατο, σύ, ὁ νικητής τόσων βασάνων. Μήν ξεχνᾶς, παιδί μου, ὅτι εἶσαι βλάστημα τῆς ὀδύνης τοῦ σταυροῦ. Σκέψου τόν Κύριο στό σταυρό. Μή φανεῖς κατώτερος ἀπό τούς συστρατιῶτες σου, οἱ ὁποῖοι μεταφέρονται γιά νά καοῦν τά σώματα καί νά στεφανωθοῦν οἱ ψυχές τους. Ὁ Χριστός βρίσκεται κοντά σου ἀόρατα. Εἶναι βοηθός σου. Ἔπειτα ἀπό λίγο θά ἀπαλλαγεῖς ἀπό κάθε πόνο καί θά μπεῖς στήν αἰώνια χαρά καί εὐτυχία. Ἡ ἀνδρεία σου νίκησε τά μαρτύρια. Θά ἀπολαύσεις τήν ἀνέκφραστη εὐφροσύνη καί θά συμβασιλεύσεις μέ τόν Χριστό. Τότε νά πρεσβεύεις καί γιά μένα, τή μητέρα σου, ἀγαπημένο μου παιδί».
Ὁ γενναῖος μάρτυρας ἀκούει μέ ἀνακούφιση τά ἐνθαρρυντικά λόγια τῆς ἡρωίδας μητέρας. Καταβάλλει προσπάθεια νά μιλήσει, ἀλλά δέν μπορεῖ. Μέ τό βλέμμα δείχνει στή μητέρα του τίς φλόγες καί τόν οὐρανό. Ἐκείνη κατάλαβε. Ὁ γιός της ζητοῦσε τούς συντρόφους του. Ἐπιθυμοῦσε καί αὐτός νά ριχθεῖ στή φωτιά καί μαζί μ᾿ ἐκείνους ν᾿ ἀνεβεῖ στόν οὐρανό. Κι ἔκανε τότε ἡ χριστιανή μάνα κάτι πού μόνο μία ἡρωίδα θά μποροῦσε νά πραγματοποιήσει. Ἐνισχυμένη ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα καί μέ τή βοήθεια ἄλλων χριστιανῶν, μεταφέρει τόν γιό της καί τόν τοποθετεῖ στίς ἅμαξες, πού θά μετέφεραν στή φωτιά τούς ἄλλους στρατιῶτες. «Δέν ἄφησε νά τῆς ξεφύγουν δάκρυα ἀπρεπῆ», θαυμάζει ὁ Μ. Βασίλειος· «Δέν ξεστόμισε τίποτε ταπεινό καί ἀνάξιο τῆς περιστάσεως. Ἀλλά συμβούλευσε τό βλαστό της: “Βάδισε, παιδί μου, στόν ὡραῖο δρόμο τῆς αἰώνιας ζωῆς μαζί μέ τούς φίλους καί ἀδελφούς σου, γιά νά μπεῖτε ὅλοι μαζί στό χορό τοῦ οὐρανοῦ καί νά παρουσιαστεῖτε μαζί στόν Δεσπότη Χριστό. Μή μείνεις μόνο ἐσύ ἀστεφάνωτος. Ἔφθασε πιά στό τέλος του ὁ πειρασμός. Ὑπόμεινε τή φωτιά, ὅπως ὑπέμεινες τό ψύχος, γιά νά κερδίσεις καί τήν αἰώνια χαρά”». Καί ὁ ἅγιος Γρηγόριος ἀκούει τή μαρτυρική μητέρα νά παροτρύνει τό βλαστό της: «Μήν ἀφήσεις ἀνολοκλήρωτη τή μητρική εὐχή. Ὁ θάνατός σου δέν θά λυπήσει τή μητέρα σου, διότι θά σέ καμαρώσει στεφανηφόρο καί νικητή τροπαιοῦχο».
Οἱ στρατιῶτες θέλησαν νά κατεβάσουν ἀπό τήν ἅμαξα τό σῶμα τοῦ μάρτυρα, γιά νά τό περιποιηθοῦν, ἀλλά εἶδαν ὅτι εἶχε ἤδη ξεψυχήσει. Ὅταν ἡ φιλόθεη μητέρα του τόν κρατοῦσε στήν ἀγκαλιά της καί τοῦ ἔδινε τήν τελευταία εὐχή της, τότε ἡ ψυχή του ἀνέβηκε στούς οὐρανούς μαζί μέ τίς ἄλλες ψυχές, ἐνῶ τό σῶμα του συναντοῦσε τά σώματα τῶν συντρόφων του.
Στ. Ν. Σάκκος