Εἶναι ἐκπληκτικό τό ὅτι πολλές φορές οἱ μεγάλες δυνάμεις δέν ξεπηδοῦν ἀπό ἀνθρώπους μέ φυσική ρώμη καί ἰσχύ θέσεως. Σέ πολλές περιπτώσεις πρόσωπα ταπεινά, πού κανένας δέν ὑπολογίζει, ἔγιναν οἱ μοχλοί γιά τήν ἀνατροπή καταστάσεων, κατεστημένnων, καθεστώτων.
Κι ἄν αὐτό γιά τόν κόσμο εἶναι ἡ ἐξαίρεση, γιά τό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ τόν κανόνα. «Βλέπετε γάρ τήν κλῆσιν ὑμῶν, ἀδελφοί, ὅτι οὐ πολλοί σοφοί κατά σάρκα, οὐ πολλοί δυνατοί, οὐ πολλοί εὐγενεῖς, ἀλλά... τά ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός, ἵνα καταισχύνῃ τά ἰσχυρά», σημειώνει ὁ ἀπ. Παῦλος (Α´ Κο 1,26-27).
Σ ᾽ αὐτή τήν παράξενη γιά τή λογική μας χορεία τῶν «ἀσθενῶν» τοῦ Θεοῦ, ἀνάμεσα στούς πρώτους, συγκαταλέγεται καί ὁ Θεολόγος Γρηγόριος. Θαυμάζει κανείς καί ἀπορεῖ πῶς μέσα στό κάτισχνο σῶμα του ὁ Χριστός ἔκρυψε τή φλόγα ἑνός ἀποστόλου, τήν παρρησία ἑνός προφήτου, τή δεινότητα ἑνός διδασκάλου τοῦ πνεύματος.
Ἄν σέ κάτι διακρίθηκε ὁ Καππαδόκης αὐτός, αὐτό ἦταν ἀκριβῶς ἡ ἀνατροπή ἑνός ὁλόκληρου κράτους. Τοῦ κράτους τῆς ἀρειανικῆς αἱρέσεως. Ὁ Βασίλειος, ὁ μεγάλος του φίλος, εἶχε ἤδη κοιμηθεῖ. Στήν Κωνσταντινούπολη οἱ αἱρετικοί εἶχαν ἐξαπλωθεῖ παντοῦ. Εἶχαν καταλάβει ὅλους τούς ναούς. Ὁδήγησαν τούς ὀρθοδόξους στά καταφύγια. Ὁ ἀντίχριστος ἔδειχνε καί πάλι τήν ὕπουλη δύναμή του.
Τήν κρίσιμη ἐκείνη στιγμή ἐμφανίστηκε ὁ Γρηγόριος. Ἦταν ταλαιπωρημένος ἀπό τήν ἀρρώστια πού τόν βασάνιζε, κοντός, ἀδύνατος, γερασμένος. Οἱ ἐχθροί τῆς πίστεως χάρηκαν γιά τόν οἰκτρό ἀντίπαλό τους. Οἱ ὑπερασπιστές της φοβήθηκαν ὅτι τό πᾶν εἶχε χαθεῖ. Τί θά μποροῦσε νά κάνει ἕνας ἄνθρωπος, οὐσιαστικά μέσα ἀπό τόν τάφο του;
Τόν ἄμβωνά του ὁ Γρηγόριος τόν ἔστησε σ᾽ ἕνα ναΐδριο, μοναδικό κτῆμα τῶν ὀρθοδόξων. Κι ἄρχισε νά κηρύττει. Ἄρχισε νά ἐξυμνεῖ, ὅπως μόνον αὐτός ἤξερε, τά μεγαλεῖα τῆς ἁγίας Τριάδος. Οἱ καρδιές τῶν λίγων πιστῶν ἄρχισαν νά ἀναθαρρεύουν. Οἱ αἱρετικοί ταράχθηκαν. Ἔχασαν τήν ψυχραιμία τους καί κατέφυγαν στίς πέτρες γιά νά βροῦν ἐπιχειρήματα. Τό αἷμα τοῦ κήρυκα τῆς ἀλήθειας ἔβαψε ἀρκετές φορές τό δάπεδο τοῦ ναΐσκου ἐκείνου. Ὁ αἰφνιδιασμός ὅμως εἶχε ἐπιτύχει πλήρως. Μέσα σέ δύο χρόνια ἡ Πόλη χαιρόταν καί πάλι τή νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας.
Τό τίμημα; Δέν θά μποροῦσε νά εἶναι ἄλλο γιά τόν Γρηγόριο ἀπό αὐτό πού πληρώνουν ὅλοι οἱ ἐργάτες τοῦ Πνεύματος. Ἡ συκοφαντία, ἡ διαβολή, ἡ ἔκπτωση ἀπό τόν ἀρχιεπισκοπικό θρόνο, ἡ χολή καί τό ὄξος.
Οἱ τιμητές του ὅμως ἔκαναν λάθος. Ὁ Γρηγόριος ἤξερε νά ἀποχωρεῖ μέ ἀξιοπρέπεια. Γνώριζε πολύ καλά ὅτι τίποτε δέν ἦταν δικό του. Ὅλα ἦταν στά χέρια τοῦ Θεοῦ πού τά ἔδωσε. Γιά τόν ἑαυτό του κρατοῦσε μόνον τήν ἡσυχία καί τήν ἔρημο.
Ὁ τελευταῖος του λόγος ἀπό τόν ἱστορικό πιά ναό τῆς Ἁγίας Ἀναστασίας δέν ἦταν ἀποχαιρετιστήριος. Εἶναι μέχρι καί σήμερα ἡ παρακαταθήκη ἑνός ἀνυπέρβλητου χριστιανοῦ ἀγωνιστοῦ, ἡ διαθήκη ἑνός προφήτου καί μάρτυρος τοῦ Κυρίου.
Ἀκολουθοῦν μερικά ἀποσπάσματα:
«... Ἡ ἀπολογία μου, λοιπόν, φίλοι συμποιμένες, δέν εἶναι ἄλλη ἀπό αὐτό ἐδῶ τό ποίμνιο. Ἦταν κάποτε μικρό καί ἀσήμαντο, τόσο πού δέν τό ἔπιανε τό μάτι σου, καί οὔτε κἄν ποίμνιο θά τό ἔλεγε κανείς, ἀλλά ἴχνος ἤ λείψανο ποιμνίου, ἀσύντακτο, χωρίς ἐπίσκοπο, ἀφύλαχτο καί ἀδέσποτο... Εἶχε ἐνσκήψει φοβερός χειμώνας στήν Ἐκκλησία καί ἐπέδραμαν τρομερά θηρία, τά ὁποῖα καί τώρα πού ἔχουμε καλοκαιρία ἐξακολουθοῦν νά συμπεριφέρονται ἀναίσχυντα... Τώρα ὅμως, ἐσύ πού θέλεις νά μέ κρίνεις, σήκωσε τά μάτια σου. Σήκωσέ τα καί δές τό στεφάνι τῆς δόξας, πού πλέχθηκε ἀντικαθιστώντας τό στεφάνι τῆς ὕβρεως. Δές τό συνέδριο τῶν πρεσβυτέρων, τῶν λευκασμένων καί συνετῶν, τήν εὐταξία τῶν διακόνων ... τή φιλομάθεια τοῦ λαοῦ, τήν ἀρετή ἀνδρῶν καί γυναικῶν... Καί μπορῶ νά καυχηθῶ ἐν Κυρίῳ ὅτι συνέβαλα κι ἐγώ στό πλέξιμο αὐτοῦ τοῦ στεφανιοῦ... Περί αὐτοῦ ἔχω μάρτυρες ὅλους ἐκείνους γιά τούς ὁποίους ἐκοπίασα. Ἡ ὁμολογία τους μοῦ εἶναι μισθός ἀρκετός. Δέν ζητάω τίποτε ἄλλο, οὔτε ποτέ μου ζήτησα... Κουράσθηκα ὅμως νά πολεμάω μέ τό λόγο τῶν ἄλλων καί μέ τό φθόνο τους, μέ τούς ἐχθρούς καί μέ τούς δῆθεν φίλους. Οἱ ἐχθροί τουλάχιστον σέ πλήττουν κατά πρόσωπο καί μπορεῖς ἔτσι νά φυλαχθεῖς. Ὅμως οἱ ὑποτιθέμενοι φίλοι καιροφυλακτοῦν ἀπό πίσω καί γι᾽ αὐτό τό χτύπημά τους εἶναι πιό ὀδυνηρό... Δέν θέλουν ἱερεῖς, ἀλλά ρήτορες˙˙ οὔτε οἰκονόμους ψυχῶν, ἀλλά τραπεζίτες˙˙ οὔτε λάτρεις καθαρούς, ἀλλά προστάτες ἰσχυρούς... Δῶστε μου, λοιπόν, τό ἀπολυτήριό μου, ὅπως κάνουν οἱ βασιλεῖς στούς στρατιωτικούς, νά φύγω. Κι ἄν θέλετε νά ἐκφρασθεῖτε θετικῶς γιά τό ἄτομό μου, καλῶς. Ἄν ὄχι, ὅπως νομίζετε, δέν μ᾽ ἐνδιαφέρει, πιστεύω στήν κρίση τοῦ Θεοῦ...
Χαῖρε, λοιπόν, ναέ ἱερέ, ἐπώνυμε τῆς Ἀναστάσεως καί τῆς εὐσεβείας, πού μᾶς ἀνέστησες τόν ἀκόμη καί τώρα καταφρονημένο λόγο... Χαῖρε, ναέ τῶν Ἀποστόλων... οἱ ὁποῖοι μοῦ στάθηκαν διδάσκαλοι ἀθλήσεως, ἄν καί δέν πρόλαβα νά πανηγυρίσω πολλές φορές στά σκηνώματά σου. Χαῖρε, ὦ θρόνε ἐπισκοπικέ, πού πολλοί ποθοῦν τό ὕψος σου... Χαίρετε, χοροί μοναχῶν, ἁρμονίες ψαλμωδιῶν, ἀγρυπνίες, ἡ σεμνότητα τῶν παρθένων, τά συγκροτήματα τῶν ὀρφανῶν, τῶν χηρῶν, τῶν φτωχῶν τά μάτια πού προσβλέπουν στόν Θεό καί σέ μᾶς, σπίτια πού μέ φιλοξενήσατε καί μοῦ παρασταθήκατε... Χαίρετε, βασιλεῖς καί βασίλεια καί βασιλικές αὐλές... Σίγησε πιά γιά σᾶς ἡ κακή καί φλύαρη γλῶσσα, ἄν καί ὄχι γιά πάντα˙˙ διότι θά συνεχίσει νά ἀγωνίζεται μέ τό χέρι καί τό μελάνι... Πιό πολύ ἀπ᾽ ὅλα, χαῖρε, ὦ Τριάς, ἡ σπουδή μου καί τό κάλλος μου. Μακάρι νά σέ βλέπω πάντοτε νά δοξάζεσαι καί νά ὑψώνεσαι ἀπό τά τέκνα σου, ὄχι μόνο μέ λόγια ἀλλά καί μέ ἔργα. Παιδιά μου, φυλάξτε μου τήν παρακαταθήκη˙νά θυμᾶστε τούς λιθοβολισμούς μου. Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ νά εἶναι μέ ὅλους σας».
Εὐάγγελος Δάκας
Δρ. Θεολογίας