Τί ψυχή θά παραδώσεις;

 kompo c Ὁ παπα-Λύσανδρος καθόταν σκεφτικός στήν ἀναπαυτική του πολυθρόνα καί πότε ὕψωνε τά μάτια του στόν οὐ­ρανό καί πότε τά χαμήλωνε στό προσευχητάρι πού κρατοῦσε στά χέρια του. Ἀπό τότε πού τά πόδια του δέν τόν κρατοῦσαν πιά κι οὔτε νά σταθεῖ μποροῦσε οὔτε νά γονατίσει, αὐτή ἡ πολυθρόνα ἔ­γινε ἡ ἀγαπημένη του θέση. Ἅπλωσε τό χέρι του τό τρεμάμενο καί πῆρε ἀπό τό κομοδίνο πού ἦταν δίπλα του τό μνημόνιο μέ τά ὀ­νόματα ὅλων τῶν χωρια­νῶν του, ζω­ντα­νῶν καί πεθαμένων. Κά­θε ὄ­νομα καί μιά ἱστορία, κάθε «Κύ­ριε, ἐλέησον» καί μιά ἰδιαίτερη ἀνάγκη. Ἄρ­χισε νά μνημονεύει «ὑπὲρ ὑγείας καὶ σωτηρίας». 
  Μνημόνευε ὁ παπα-Λύσανδρος, ὥς τή στιγμή πού τό μάτι του σταμάτησε σέ ἕνα ὄνομα πού δίπλα του ἔγραφε μέ ἄ­γνωστο γραφικό χαρακτήρα «Λεωνίδου δέν ἔχει ψυ­χή, τί ψυχή θά παραδώσει;».
Σταμάτησε ἀναστατωμένος ὁ παππούλης. Ποιός τό ἔγραψε αὐτό δίπλα στό ὄνομα τοῦ Λεωνίδα; Γιατί τό ἔγρα­ψε; Μέ­χρι τό πρωί πού εἶχε μνημονεύσει τά ὀνόματα δέν ὑπῆρχε αὐτή ἡ προσθήκη. Ὁ Λεωνίδας ἦταν ἐπίτροπος στόν Ἅγιο Στυ­λιανό καί δέν εἶχε δώσει ποτέ δικαί­ω­μα νά τόν κατηγορήσει κανείς σέ κάτι. Ἔ­χασε τήν εἰρήνη του ὁ παπα-Λύσανδρος. 
-Καλησπέρα, παππού! Ἦρθα καί τό πρωί νά σέ βρῶ, μά δέν ἤσουν στή γνωστή σου θέση. 
Ὁ νεαρός, μόλις ἔφτασε δίπλα στόν παππούλη, πῆρε μέ σεβασμό τό χέρι του καί τό φίλησε. 
-Πῆγα, γιέ μου, ὥς τόν ναό σιγά-σιγά καί προσκύνησα τόν Ἅγιο. Ἤθελες κάτι; τόν ρώτησε μέ ἐνδιαφέρον. 
-Ναί, πάτερ μου, ἀπάντησε ὁ νεαρός καί μεμιᾶς τό πρόσωπό του ἀγρίε­ψε.
Παραξενεύτηκε ὁ ἱερέας πού εἶδε τό πρόσωπο τοῦ παιδιοῦ τόσο ἀγριεμένο!
-Τί ἔπαθες, Ἄγγελε; Ἐγώ πάντα σέ ὀ­νόμαζα «Ἄγγελο, ὄνομα καί πράγμα». Πρώτη φορά σέ βλέπω τόσο ἀγριεμένο. 
-Πάτερ, νά τόν διώξεις ἀπό ἐπίτρο­πο, εἶπε μέ σφιγμένες τίς γροθιές ὁ Ἄγ­γελος.
-Ποιόν νά διώξω, παιδί μου; ἀπάντη­σε ἀπορημένος ὁ παπα-Λύσανδρος καί ξαφ­νικά θυμήθηκε τόν Λεωνίδα. 
-Ἐσύ τό ἔγραψες; τόν ρώτησε αὐ­στηρά ὁ γέροντας. 
-Ναί, ἐγώ! εἶπε μέ τό ἐφηβικό του πεῖσμα ὁ Ἄγγελος. Δέν πρέπει νά προ­σεύ­χεσαι γι᾽ αὐτόν. Δέν ἔχει καρδιά, δέν ἔχει ψυχή σοῦ λέω! 
-Ἄγγελε, τί εἶναι αὐτά πού λές, παιδί μου; Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἔχουν ψυχή. Τί σέ ἔπιασε; Τί σοῦ ἔκανε ὁ Λεωνίδας; 
-Θυμᾶσαι, πάτερ μου, σέ ποιόν ἔδωσες μισιακά τίς ἐλιές τῆς ἐκκλησίας; 
-Πῶς δέν θυμᾶμαι, εἴπαμε ὅτι γέρα­σα, μά τά μυαλά μου τά ἔχω -δόξα τῷ Θεῷ- ἀκό­μα τετρακόσια. Στή Δέσποινα, τή χήρα τοῦ Ἀργύρη μέ τά πέντε παιδιά. Καί μάλιστα, ἐ­πειδή ἦταν ἔτσι ἡ κατά­στα­ση, τῆς εἶπα ὄχι μισιακά, ἀλλά δύο ντενεκέδες λάδι αὐτή κι ἕνα ἡ ἐκκλησία. 
-Αὐτό ἀκριβῶς, κι ἔτυχε νά εἶμαι μπρο­στά ὅταν τό συμφωνήσατε. Ἔ, λοιπόν, ὁ κύριος Λεωνίδας τήν ὑποχρέωσε νά τοῦ πα­ραδώσει δύο γιά τήν ἐκκλησία καί ἕνα γι᾽ αὐ­τήν. 
-Τί λές, παιδάκι μου; εἶπε ξαφνιασμένος ὁ παππούλης καί τά μεγάλα μάτια του πίσω ἀπό τά γυαλιά ἔγιναν ἀκόμα μεγαλύτερα. Πρόσεξε, Ἄγγελε, αὐτό πού μοῦ λές εἶναι βέβαιο; Ἐσένα ἡ Δέσποινα σοῦ τό εἶπε; 
-Ὄχι, πάτερ μου, μοῦ τό φανέρωσε ὁ ἅγιος Στυλιανός. 
Τόν κοίταξε μέ δυσπιστία ὁ παππούλης. 
-Δηλαδή, τί σοῦ εἶπε; 
-Πῆγα πολύ πρωί σήμερα, πρίν φύγω γιά τό σχολεῖο, γιά νά ἀνάψω τήν κα­ντήλα τῆς ἁγίας Τράπεζας, ἐπειδή μοῦ εἶπες νά πηγαί­νω ὅποτε μπορῶ νά τήν ἀνάβω. Εἶ­χα τό κλειδί ἀπό τήν ἔξω πόρ­τα τοῦ ἱε­ροῦ καί μπῆ­κα ἀπό ἐκεῖ. Μόλις μπῆκα, κατάλαβα ὅτι δέν ἤμουν μόνος. Στό πα­γκάρι στεκόταν ὁ κύριος Λεωνίδας καί ἄ­κουσα μιά γυναίκα δίπλα του νά κλαίει. 
-Μά ὁ παπα-Λύσανδρος, ἔλεγε μέσα στούς λυγμούς της, μοῦ εἶπε δύο νά κρατήσω ἐγώ κι ἕνα ἡ ἐκκλησία. 
-Ὄχι! τῆς ἀπάντησε ἐκεῖνος, θά δώσεις δύο στήν ἐκκλησία κι ἕνα θά κρατήσεις ἐσύ! Μήπως τίς φύτεψε ὁ Ἀρ­γύρης ἤ τίς πότισες ἐσύ τίς ἐλιές; 
-Σέ παρακαλῶ, Λεωνίδα, ἄσε μου τό λάδι ὅπως τό συμφωνήσαμε μέ τόν πά­τερ, νά βγάλω τό λάδι τῶν παιδιῶν μου καί νά πουλήσω τό ὑπόλοιπο νά πά­ρω τά χρειαζούμενα γιά νά ζήσουν. 
-Θέλεις καί νά πουλήσεις κιόλας! τήν ἀποπῆρε ἐκεῖνος. Ἐμεῖς παιδιά δέν ἔ­χουμε; Δέν ἔχουμε ἀνάγκες; Μόνον ἐσύ ἔχεις; 
-Μά ἐσύ, Λεωνίδα, ἔχεις τόσες πολλές δικές σου ἐλιές, τόν ἔκοψε ἡ κυρα-Δέσποι­να. 
-Τό τζάμπα εἶναι καλοδεχούμενο, τῆς ἀπάντησε γελώντας κοροϊδευτικά ὁ κύριος Λεωνίδας. 
Καί τότε εἶδα τήν κυρία Δέσποινα νά ὑ­ψώνει τά χέρια της ἀπελπισμένη στόν οὐ­ρανό. 
-Τί ψυχή θά παραδώσεις, Λεωνίδα, τί ψυχή; Ἄνθρωπος πού εἶσαι μέρα-νύχτα στήν ἐκκλησία; εἶπε, κι ἔφυγε κλαίγο­ντας ἀπό τόν ναό. 
Ὕστερα εἶδα τόν κύ­ριο Λεωνίδα νά κλειδώνει τόν ναό καί νά φεύγει σφυρίζοντας. Ἔ, τότε τό εἶπα, πάτερ μου! Ποιά ψυχή θά παραδώσει, αὐτήν πού δέν ἔχει; Ἦρθα ἐδῶ γιά νά σέ βρῶ νά σοῦ τά πῶ, μά βρῆκα ἄδεια τήν πολυθρόνα καί τό τετράδιο μέ τά ὀνόματα πού μνημονεύεις πάνω της. Ἔ­τσι ὅ­πως ἤμουν ὀργισμένος, ἔγραψα ὅ,τι ἔνιωθα δίπλα στό ὄνομά του. 
-Μήν ἀνησυχεῖς, Ἄγγελέ μου! Θά τή διορθώσω ἐγώ τήν ἀδικία καί θά πάρει ἡ κυ­ρα-Δέσποινα αὐτό πού συμφωνήσαμε. Ὅμως κι ἐσύ τώρα πρέπει νά διορθώσεις τό κακό πού ἔκανες.
-Ἐγώ; Ἐγώ τί κακό ἔκανα; ρώτησε ἀναστατωμένος ὁ Ἄγ­γελος. 
-Ἔλα μαζί νά μνημονεύσου­με τά ὀνόματα, εἶπε ὁ παππούλης.
Δίχως ἀντίρρηση ὁ Ἄγ­γε­λος κάθισε δίπλα του· ἄλ­λω­στε δέν ἦταν ἡ πρώτη φορά πού τό κάνανε. Ἄρ­χισε ὁ παπα-Λύσανδρος νά μνημονεύει κι ὁ Ἄγ­γε­λος ἔλεγε τό «Κύριε, ἐλέη­σον». Ὅταν ὁ πα­ππούλης ἔ­φτα­σε στόν Λεωνίδα, ὁ Ἄγγελος κό­μπια­σε καί κοίταξε μέ λύπη τόν παπά. Ἐκεῖνος τοῦ ἔγνεψε «πές το» κι ὁ Ἄγγελος εἶπε «Κύ­ριε, ἐλέησον». Ὁ παπα-Λύσανδρος τοῦ ἔγνεψε ξανά καί ξανά καί ξανά... Κι ἀφοῦ τό εἶπε κα­μιά ἑκατοσταριά φορές, προχώρη­σε στό ἑπόμενο. Ὅταν τελείω­σαν, τά μάτια τοῦ παπᾶ ἦ­ταν γεμάτα φῶς καί ἡ καρδιά τοῦ Ἄγγελου γεμάτη εἰρήνη. 
-Ἔχει κι ὁ Λεωνίδας, παιδί μου, ψυχή νά παραδώσει. Καί γι᾽ αὐτόν σταυρώθηκε ὁ Χριστός. Στήν κυρα-Δέσποινα θά δώσου­με τό λάδι καί στόν Λεωνίδα τό «Κύριε, ἐλέησον». Τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι μισιακό, εἶναι ὁ­λόκληρο κι εἶναι γιά ὅλους. 
Ἔφυγε συγκλονισμένος ὁ Ἄγγελος κι ὁ παπα-Λύσανδρος ξαναπῆρε τό μνημόνιο στά χέρια του καί ξεκίνησε καί πάλι ἀπό τήν ἀρχή. Ἤξερε πώς κάθε ψυχή ἔχει ἀνάγκη ἀπό τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ κι ἤθελε ὅλες νά τίς παραδώσει στά χέρια Του.

Ἑλένη Βασιλείου

"Ἀπολύτρωσις",

Τεῡχος Νοεμβρίου, 2025