Ἡ παιδική φαντασία πλάθει συχνά ἀπροσδόκητες εἰκόνες. Ἔτσι καί τά δικά μου νηπιακά μάτια ζωγράφιζαν στόν οὐρανό ἀπίθανες παραστάσεις.
Ἡ εἰκονογραφημένη Βίβλος ἦταν τό ἀγαπημένο μου «ἀνάγνωσμα». Διάβαζα τίς εἰκόνες κουνώντας περιττά τόν δείκτη τοῦ χεριοῦ μου πάνω στίς γραμμές, γιά νά δείξω πώς διαβάζω τίς ἱστορίες πού εἶχα μάθει πλέον ἀπέξω. Κι ὕστερα ἀγνάντευα τόν οὐρανό κι ἔβλεπα ὅσα διάβαζα! Τά σύννεφα μετατρέπονταν σέ πυκνές γενειάδες προφητῶν. Κι ἄλλοτε, μετά τή βροχή, χαιρόμουν τά χρώματα τῆς ἴριδας νά ξεπροβάλλουν κι ἀνάμεσά τους θαρροῦσα πώς ἔβλεπα τόν Νῶε, ἤρεμο καί γαλήνιο μετά τόν κατακλυσμό.
Αὐτή ἡ εἰκόνα τοῦ εἰρηνικοῦ Νῶε μέ συντρόφευε στήν ἀρχή ἀφελῶς. Τότε πού πίστευα πώς ὅλοι ἀγαπᾶνε πολύ τόν Θεό. Καθώς ὅμως μεγάλωνα, βρέθηκα νά ζῶ σέ ἕναν κόσμο περίεργο. Ἄρχισα νά συναντῶ ἀμφισβητήσεις, ἐχθρότητες. Γύρω μου ἕνας ἄλλου εἴδους κατακλυσμός. Διαπίστωνα μιά βροχή κατηγοριῶν νά ἐκτοξεύονται καί στό στόχαστρο νά στέκει πάντα ὁ Χριστός.
Συνέχισα νά βρίσκω καταφυγή στή Βίβλο, πού πλέον ἔδωσε τή σκυτάλη στήν προσωπική μου ἁγία Γραφή. Συνέχισα νά ἀτενίζω τόν οὐρανό, πού πλέον ἔγινε χῶρος πνευματικῆς σκόπευσης. Τότε σκέφτηκα πώς χρειάζομαι κι ἐγώ σάν ἀσπίδα προστασίας τόν νοῦ τοῦ Νῶε. Ἡ πίστη ἦταν τόσο καλά στερεωμένη στόν νοῦ του, πού στόν πρῶτο κατακλυσμό τῶν ἐπιθέσεων ἔμεινε ὁλόρθος, προμήνυμα τῆς σωτηρίας καί γιά τόν δεύτερο ὁρμητικό χείμαρρο τῆς ἀπόρριψής του ἀπό τήν κοινωνία. Ἔπεσαν πάνω του καταρρακτωδῶς κοροϊδίες, εἰρωνεῖες, βέλη ἀκονισμένα ἀπό πικρόχολα στόματα. Πολλοί θά τόν πέρασαν γιά κανέναν ἀνόητο ἀγαθιάρη, πού κατασκευάζει καράβι πάνω στό βουνό! Ἄλλοι ἴσως νά τόν χαρακτήρισαν ἀπολύτως τρελό, γιατί ἐπέμενε νά κατασκευάζει κάτι τόσο ἀκατανόητο στούς ὑπόλοιπους. Ὤωω! Πόσο συμπαθοῦσα ἀπό μικρή τόν ὑπάκουο στόν Θεό Νῶε! Ἀλλά στά ἐφηβικά χρόνια τόν θαύμασα πιό συνειδητά, γιατί εἶχε ὁρίσει κανόνα στή ζωή του μόνο τίς θεῖες ἐντολές.
Ἡ ζωή του ἀποτελοῦσε τήν πιό εὔγλωττη διδαχή του. Μιλοῦσε ἀπό μόνη της ἡ ἐπιλογή του. Τό νά ἔχεις σταθερό φρόνημα ἀνεξάρτητα ἀπό τήν πορεία ζωῆς τοῦ περίγυρου πάντα μέ ἐντυπωσίαζε. Γι’ αὐτό κι ὅταν ἕνα σχετικό ἁγιογραφικό χωρίο βρέθηκε μπροστά μου τό θεώρησα καμπανάκι ἐξ οὐρανοῦ.
Στή μεταβατική φάση ἔνταξης στόν ἐργασιακό χῶρο συνάντησα ποικίλα πρόσωπα. Καθένας μέ τή δική του κοσμοθεωρία. Κάποιοι δήλωναν πιστοί σέ ποικιλία ποσοστῶν, ὁρισμένοι ἀδιάφοροι, ἀρκετοί αὐτοπροσδιορίζονταν ὡς ἄθεοι καί μερικοί διατηροῦσαν ἐχθρικό προσανατολισμό στά περί τῆς πίστεως. Μέ προβλημάτιζε ἡ μυωπική στάση ὁρισμένων «πολυδιαβασμένων» καί οἱ παρωπίδες πού πεισματικά κρατοῦσαν οἱ λεγόμενοι ἀνοιχτόμυαλοι προοδευτικοί τύποι... μήν τυχόν καί ἀντικρίσουν τήν ἀλήθεια πού κραυγάζει: «Ζῇ Κύριος».
Ἕνα φθινοπωρινό πρωινό ἕνας συνάδελφος ἀποφαινόταν μέ στόμφο πώς δέν ὑπάρχει Θεός καί πώς κανείς ποτέ δέν τόν εἶδε. Δέν ἀπευθυνόταν σέ κανέναν προσωπικά, ἀλλά μᾶλλον ὡς νεοδιόριστη ἀποτελοῦσα τό νέο ἀκροατήριο. Σχολώντας ἐπιθύμησα μιά ἀνατροφοδότηση ἀπό τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Πόσο μοῦ ἄρεσε ἀπό τά παιδικά χρόνια νά ἀνοίγουμε τήν Καινή Διαθήκη τυχαῖα σέ ἕνα σημεῖο καί νά λαμβάνουμε ἕναν στίχο μέ ἕνα θεόπνευστο μήνυμα! Ἄνοιξα, λοιπόν, τή δερματόδετη Καινή Διαθήκη μέ κλειστά τά μάτια καί ἀκούμπησα τά δάχτυλα κάπου στή μέση τοῦ λεπτοῦ κιτρινισμένου φύλλου.
Καί, λοιπόν, νά τος πάλι μπροστά μου ὁ Νῶε! Ἦταν τό 11ο κεφάλαιο τῆς πρός Ἑβραίους καί μάλιστα ἄγγιξα τόν στίχο 7: «Πίστει χρηματισθεὶς Νῶε περὶ τῶν μηδέπω βλεπομένων, εὐλαβηθεὶς κατεσκεύασε κιβωτὸν εἰς σωτηρίαν τοῦ οἴκου αὐτοῦ, δι’ ἧς κατέκρινε τὸν κόσμον, καὶ τῆς κατὰ πίστιν δικαιοσύνης ἐγένετο κληρονόμος».
Ὦ Θεέ μου, ἐνωτίζεσαι κάθε καρδιόβγαλτη ἱκεσία καί ἀπαντᾶς! Ναί, ὁ Νῶε μέ τή δυνατή του πίστη γιά τά «μὴ βλεπόμενα» πέτυχε τή δικαίωση, τή σωτηρία. Τό ὑπέροχο αὐτό χωρίο ἦρθε νά μέ στηρίξει. Ὁ Νῶε ὑπῆρξε κήρυκας «τῆς κατὰ πίστιν δικαιοσύνης» (βλ. Β´ Πέ 2,5). Κήρυξε μέ μιά γλώσσα πολύ δυνατή: μέ τίς πράξεις του. Κι ἔτσι φανέρωνε τό περιεχόμενο τοῦ φιλόθεου νοῦ του. Ὁ νοῦς τοῦ Νῶε καταστάθηκε ἁγιασμένος χῶρος, κατειλημμένος ἀποκλειστικά ἀπό τόν Θεό.
Σήκωσα τά μάτια στόν οὐρανό. Δέν εἶχε βρέξει, μά σάν νά τόν εἶδα τόν δίκαιο Νῶε νά μοῦ γνέφει νά ἐγκολπωθῶ τόν «νοῦ» του... νά προσπεράσω τῆς ἀπιστίας τά ἕλη καί νά στοχεύσω στῆς χάριτος τή νεφέλη, νά φευγατίσω ὅ,τι ξένο ἀπό τόν νοῦ καί νά γίνω οἰκεῖος τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ.
Α.Τ.
"'Απολύτρωσις",
Τεῡχος Νοεμβρίου, 2025






