Δέν εἶχαν ἀπομείνει ἄλλοι μέσα στήν παραπαίουσα Αὐτοκρατορία νά λένε «ὄχι», παρά μόνον αὐτοί οἱ δύο. Ἦταν ἀδέλφια, λόγιοι κληρικοί, παιδιά λόγιου κληρικοῦ. Ὁ μικρότερος, ὁ διάκονος Ἰωάννης συντάχθηκε ἐξαρχῆς μέ τόν μεγάλο του ἀδελφό, μοναχό καί μετέπειτα ἐπίσκοπο, ἕναν σπουδαῖο θεολόγο. Γι᾽ αὐτό τό «ὄχι», καί πρίν τό ποῦν καί μετά πού τό εἶπαν, ὑπέστησαν ἀπειλές, λοιδορίες, πιέσεις, διώξεις, φυλακίσεις.
Δέν ξέρω πόσοι μέχρι σήμερα, μέσα στούς αἰῶνες πού πέρασαν, κατάλαβαν ἀπό ποιά κατάρρευση μᾶς φύλαξε αὐτό τό «ὄχι». Οἱ περισσότεροι θά προτιμοῦσαν νά εἶχε γίνει μία καλύτερη συνεννόηση ἀπ᾽ τήν πλευρά μας, μιά πιό ἤπια προσέγγιση, ἕνας ἐπωφελής συμβιβασμός...
Ἦταν Κυριακή πρωί στή θεία Λειτουργία, στόν μοναδικό ἑλληνορθόδοξο ναό τῆς πόλης σ᾽ ἕνα ταξίδι μας στό ἐξωτερικό. Τό ἐκκλησίασμα 40-50 ἄνθρωποι διαφόρων ἐθνικοτήτων. Στή Μεγάλη Εἴσοδο ἑξαπτέρυγα, μπροστά ἕνα παιδάκι, πίσω ἕνας ἔφηβος, ἀκολουθοῦσαν δύο νεαροί καί τέλος ὁ νεωκόρος. Δύο ἱερεῖς, ἕνας Ἕλληνας καί ἕνας Ἰταλός. Ἡ Ἀκολουθία στά Ἑλληνικά καί κάποιες εὐχές στά Ἰταλικά. Ἡσυχία, κατάνυξη, ζεστασιά.
Ἦρθε ἡ ὥρα γιά τό «Πιστεύω...». Πρῶτα στά Ἑλληνικά. Αὐτή τή φορά κάλεσαν νά τό πεῖ ἕνας ἀπ᾽ τούς προσκυνητές ἀπ᾽ τήν Ἑλλάδα, γιά νά μᾶς τιμήσουν. Μετά μέ τάξη, μέ τή σειρά πῆγε πρῶτα στό ψαλτήρι ἕνα μικρό κοριτσάκι καί τό εἶπε στά Ἰταλικά, στή συνέχεια ἕνα ἀγόρι στά Γερμανικά, μιά κυρία στά Οὐκρανικά, μία ἄλλη στά Ρουμανικά καί τέλος ἕνας στά Ἀγγλικά.
Ἤμασταν στή Φλωρεντία, στήν καρδιά τῆς Ἰταλίας, καί ἄκουγα τό «Πιστεύω...» χωρίς τό filioque. Ἤμασταν στόν τόπο τῆς Συνόδου Φερράρας-Φλωρεντίας καί ὅμως εἶχα βρεῖ ἐκεῖ μιά ὀρθόδοξη γωνιά νά καταφύγω.
Οἱ ἀντίλαλοι τῆς ἱστορίας μᾶς κύκλωναν ἀπό παντοῦ, ἑξακόσια σχεδόν χρόνια μετά. Πλήθη λαοῦ στήν προκυμαία τῆς ἑτοιμόρροπης Βασιλεύουσας νά ὑψώνουν βαριά κατακραυγή γιά ὅλους πού εἶχαν ὑπογράψει «ναί». Καί νά ζητωκραυγάζουν τόν ἕναν πού εἶπε «ὄχι». Ὄχι στήν ἕνωση. Δηλαδή ὄχι στήν ὑποταγή τῆς Ὀρθοδοξίας στόν Πάπα.
Ὁ Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός, ἐπίσκοπος Ἐφέσου, ἦταν αὐτός ὁ ἕνας. Ὁ Ἰωάννης δέν ἦταν στίς ὑπογραφές. Δέν ἄντεξε σ᾽ ἐκεῖνον τόν πόλεμο. Γιατί ἦταν πόλεμος. Ἐννέα μῆνες πρίν τή λήξη τῆς Συνόδου, κατέφυγε στό Δεσποτάτο τοῦ Μορέως, σ᾽ ἕνα ἀγρόκτημα πού τοῦ παραχωρήθηκε, κι ἀπό κεῖ ἔδωσε τή δική του μάχη, προσπαθώντας νά ἐκκαθαρίσει τίς πελοποννησιακές μητροπόλεις καί ἐπισκοπές ἀπ᾽ τούς ἑνωτικούς ἀρχιερεῖς. Γιατί εἶχαν παραδοθεῖ ὅλοι.
Μέσα στή γενική κατακραυγή ἄρχισαν σιγά-σιγά πολλοί νά ἀνακαλοῦν τίς ὑπογραφές τους. Ἡ Ἐκκλησία εἶχε βρεθεῖ στό χεῖλος τοῦ γκρεμοῦ καί γιά μιά ἀκόμη φορά σώθηκε ἀπό ἕναν-δυό ἀνθρώπους. Ὁ Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός δέν ἔσωσε τότε μόνο τήν Ἐκκλησία. Μιά ἐκλατινισμένη Ὀρθοδοξία θά παρέσερνε στόν ἀφανισμό καί ὅλον τόν Ἑλληνισμό, ὁ ὁποῖος σέ κεῖνα τά ἀσήκωτα χρόνια, ἐνῶ φαινόταν νά φτάνει στό τέλος του ὡς βυζαντινός Ἑλληνισμός, ἤδη ρίζωνε μυστικά ὡς νέος Ἑλληνισμός.
Ἁπλῶς, χωρίς τόν Μᾶρκο τόν Εὐγενικό ἐμεῖς οἱ Ἕλληνες δέν θά εἴχαμε σήμερα οὔτε Ἐκκλησία οὔτε πατρίδα.
Σ᾽ ἕνα μάθημα τῆς Ἱστορίας τῆς Β´ Γυμνασίου γιά τό Σχίσμα, ἕνας μαθητής πού ἀγαποῦσε ἰδιαίτερα τήν ἱστορία καί πρόσεχε πολύ, σήκωσε τό χέρι: «Νά σᾶς ρωτήσω κάτι; Γιατί τό λέμε “Σχίσμα τῶν Ἐκκλησιῶν”; Ἄν κατάλαβα καλά, δέν σχίστηκε ἡ Ἐκκλησία, ὁ Πάπας ἔφυγε ἀπ᾽ αὐτήν». «Καλά κατάλαβες», τοῦ λέω.
«Ἀφοῦ δέν ὑπέγραψε ὁ Μᾶρκος, δέν κάναμε τίποτα», εἶχε πεῖ τότε ὁ Πάπας. Καί ᾽γώ σήμερα, Κυριακή ἡμέρα, ἐδῶ στή Φλωρεντία κατάλαβα ὅτι δέν ἔκαναν τίποτα. Ὁ Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός πάλεψε μόνος του καί νίκησε. Κι ἔτσι ἐγώ ἑξακόσια χρόνια μετά καί χιλιόμετρα μακριά ἀπ᾽ τήν Ἑλλάδα βρίσκομαι μέσα στό σπίτι μου. Σ᾽ ἕναν ἑλληνορθόδοξο ναό. Ἕνα σπίτι φιλόξενο καί σεβαστικό γιά ὅλους.
Ἕ νας ἄρχων τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου εἶπε φέτος σέ μιά ἐκδήλωση ὅτι μπορεῖ νά βλέπει τή λάμψη καί τά μεγαλεῖα τοῦ Βατικανοῦ, ὁ ἴδιος ὅμως νιώθει ἀγαλλίαση, «καθώς θυμᾶται τό δρομάκι μας στό Φανάρι».
Ζ.Γ.






