Ἕνας γιός καί τέσσερις κόρες καί χήρα ἐδῶ καί δυόμισι χρόνια· ἕνας γιός κι αὐτός φαντάρος, τί νά προκάμει ἡ ἔρμη ἡ Κερεκίτσα; Τά χωράφια πού τούς ἔδωσαν, ὅταν φτάσανε πρόσφυγες ἀπό τήν πατρίδα, ἦταν καλά καί καρπερά, μά ἤθελαν ἀντρίκια χέρια. Ὁ Παναγῆς της δέν τή φοβόταν τή δουλειά. Ἀμούστακος ἦταν σάν συγχωρέθηκε ὁ ἄντρας της, μά τόν καμάρωσε στό πόδι του ἀντάξιο γιό του. Φέτος ὅμως ὁ Παναγῆς πῆγε στρατιώτης. Ἔπρεπε ἔστω καί λίγους μῆνες νά ὑπηρετήσει. Προστάτης οἰκογένειας πολύτεκνης, μά ἔπρεπε νά ὑπηρετήσει. 
-Νά τοῦ ἔδιναν τουλάχιστον καμιά δεκαριά μέρες ἄδεια νά ὀργώσουμε τά χωράφια καί νά σπείρουμε, μονολόγησε κι ἀναστέναξε ἀπελπισμένη. 
-Κι ἐμεῖς τί εἴμαστε ἐδῶ; Ἀντέδρασε ἡ Μαρίνα της, ἡ πιό μικρή πού μόλις εἶχε πατήσει τά δώδεκα. 
-Μπά σέ καλό σου, εἶπε γελώντας ἡ Κερεκίτσα, μέ ἔκανες καί γέλασα. 
-Γιατί, μάνα, γελᾶς; Τή ρώτησε μέ παράπονο ἡ Παρθενίτσα της, πού ἦταν πιά κοπέλα δεκαοκτώ χρονῶν. Λίγα κάνουμε; Ὅσο ἕνας ἄντρας δέν ἀξίζουμε ὅλες μας; Θά γυρίσει ὁ Παναγῆς καί θά βρεῖ τά χωράφια ὀργωμένα καί σπαρμένα καί θά χαρεῖ.
  Τό εἶπαν καί τό κάνανε τά κορίτσια της καί, σάν βγῆκαν μέ τά ζωντανά στό χωράφι, τίς φοβήθηκε ἡ γῆ. Καί φιλοτιμήθηκε τό χωριό καί, πότε ὁ ἕνας νοικοκύρης καί πότε ὁ ἄλλος, σέ δέκα μέρες δέν ὑπῆρχαν πιό καλοδουλεμένα χωράφια ἀπό αὐτά τῆς χήρας τῆς Κερεκίτσας. 
-Ἔπρεπε ἀπό μόνοι μας καί νωρίτερα νά τό σκεφτοῦμε, κουβέντιαζαν τίς νύχτες στόν καφενέ οἱ ἄντρες. Ἔτσι ἔκαναν οἱ πατεράδες μας στόν Πόντο κι εἶχαν μεγάλη εὐλογία. Πρῶτα τά χωράφια τῆς χήρας καί τῶν ὀρφανῶν κι ὕστερα τά δικά τους. 
-Κάλλιον ἀργά παρά ποτέ, συμπλήρωνε στό τέλος κάποιος. 
  Ὁ Ὀκτώβριος ἦταν σχεδόν στό τέλος του καί ἡ Κερεκίτσα, πού μέρα-νύχτα παρακαλοῦσε τόν Θεό νά στείλει βροχές, ξύπνησε ἕνα βράδυ τίς κόρες της χαρούμενη. 
-Βρέχει, βρέχει! Ὁ Παναγῆς σάν γυρίσει θά βρεῖ φυτρωμένο τόν σπόρο. 
  Τό ἴδιο πρωί τήν ξύπνησαν οἱ καμπάνες. Σταυροκοπήθηκε μέ εὐλάβεια ἀλλά καί ἀπορία. Χτές ἦταν Κυριακή, σήμερα Δευτέρα τί γιορτή εἶναι; Δέν εἶπε ὁ παπα-Δημοσθένης ὅτι θά λειτουργήσει. 
Ἄνοιξε μέ βιάση τό παράθυρο. 
-Πόλεμος, Κερεκίτσα, πόλεμος! Οἱ Ἰταλοί μᾶς κήρυξαν τόν πόλεμο!
  Ὁ Παντελῆς ὁ καφετζής βγῆκε νά τό διαλαλήσει σέ ὅλο τό χωριό. 
Ἔμεινε νά κοιτᾶ μέ βουρκωμένα μάτια τό βρεγμένο χῶμα ἡ Κερεκή καί τῆς ἦρθε νά οὐρλιάξει στή σκέψη ὅτι ὁ Παναγῆς της ἦταν φαντάρος. Ἤξερε ἡ Κερεκή τί σημαίνει πόλεμος, τί σημαίνει θάνατος. Ὅταν ἦρθε ἀπό τήν Πατρίδα εἶχε μόνο τά δυό της τά παιδιά. Ἔφτασε μόνη κι ἔρημη μέ δυό μωρά στήν ἀγκαλιά. Ὁ ἄντρας της ἀργότερα τούς συνάντησε καί ἔσμιξε ἡ οἰκογένεια. 
-Θεέ μου, πάλι πόλεμο; Ξέσπασε μέ παράπονο, μά γρήγορα συνῆλθε. Ξύπνησε τά κορίτσια της καί τρέξανε ὅλες στήν ἐκκλησιά. Ὅλο τό χωριό ἦταν μαζεμένο ἐκεῖ κι ὁ δάσκαλος ἦταν στημένος στή μέση τῆς ἐκκλησιᾶς καί τούς μιλοῦσε. Μιλοῦσε γιά τό ᾽21 καί γιά τούς Σπαρτιάτες. Μιλοῦσε γιά τίς Σπαρτιάτισσες καί τό «ἢ τὰν ἢ ἐπὶ τᾶς». Ὕστερα ὁ παπα-Δημοσθένης ἔβαλε «Εὐλογητὸς» καί ἔκανε μιά δέηση. Σάστισε ἡ Κερεκή. Πόλεμο εἶχαν ἤ ἐθνική γιορτή 25ης Μαρτίου; 
-Κερεκή μου, ἐσύ τόν ἔχεις στόν στρατό τόν γιό σου, τῆς εἶπε ὁ παπάς σάν πῆγε κι αὐτή νά πάρει τήν εὐχή του. Αὐτές ὅλες οἱ μανάδες τούς δίνουν τήν εὐχή τους νά νικήσουν. Τ᾽ ἀκοῦς, Κερεκή μου; Νά νικήσουν! Καί μακάρι νά μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεός κι ἡ Παναγιά μας νά γυρίσουν! 
Σκλήρυνε ἡ καρδιά τῆς Κερεκίτσας, σκλήρυνε πολύ! 
-Ὄχι ἄλλο αἷμα, παπά μου, ὄχι ἄλλο αἷμα! Δέν μέ νοιάζει νά νικήσουν, μόνο νά γυρίσουν! Τ᾽ ἀκοῦς, παπά μου; Μόνο νά γυρίσουν. 
  Πέρασαν λίγες μέρες γεμάτες ἀπό ἰαχές καί ζήτω καί κωδωνοκρουσίες καί ὅλο τό χωριό εἶχε κάνει κέντρο του τόν καφενέ. Ἄνδρες καί γυναῖκες περίμεναν μέ λαχτάρα τίς ἀνακοινώσεις πού μετέδιδε τό μεγάλο ραδιόφωνο τοῦ κυρ-Παντελῆ.
-Κερεκή, μήν ἔχεις ἀγωνία! Ἔμαθα ὅτι ὅσοι εἶναι προστάτες οἰκογένειας τούς κρατοῦν στά μετόπισθεν, τῆς εἶπε ὁ δάσκαλος. 
-Τί θά πεῖ, δάσκαλε, μετόπισθεν; ρώτησε ἡ Κερεκίτσα, πού δέν εἶχε ἀκούσει ξανά αὐτή τή λέξη. 
-Στά γραφεῖα, Κερεκή, τῆς ἀπάντησε μέ ἕναν τόνο σκληράδας στή φωνή ὁ δάσκαλος. Δέν τούς ἀναγκάζουν νά πᾶνε στό μέτωπο. 
  Κατέβασε τό κεφάλι ἡ Κερεκίτσα καί τράβηξε κατά τό σπίτι της. Τό παιδί της ἦταν ἀσφαλισμένο, μά κάτι βαρύ ἔπεσε μέσα στό στῆθος της. Στάθηκε μπροστά στό εἰκόνισμα τῆς Παναγιᾶς καί δέν ἤξερε τί νά τῆς πεῖ, τί νά τῆς ζητήσει. Σ’ αὐτό τό χωριό οἱ πιό πολλοί εἶχαν ἔρθει ἀπό τόν Πόντο κι ὅλοι εἶχαν χάσει δικούς τους ἀνθρώπους. Μονάχα ὁ γιός της ἔπρεπε νά γυρίσει γερός; 
-Παναγιά μου, ψιθύρισε, προστάτεψε ὅλου τοῦ κόσμου τά παιδιά κι ὕστερα τό δικό μου. 
-Κερεκίτσα, Κερεκίτσα, ἔχεις γράμμα ἀπό τόν Παναγῆ. 
  Ὁ μικρός γιός τοῦ Παντελῆ τοῦ καφετζῆ, πού εἶχε καί τό ταχυδρομεῖο, κουνοῦσε μέ χαρά τό γράμμα στό χέρι. 
-Ἄνοιξέ το, τζιέρι μου, διάβασέ το, γιέ μου. 
  «Μάνα μου κι ἀδελφές μου, σᾶς γράφω ἀπό τό μέτωπο, ὅπου πολεμῶ ἀπό τήν πρώτη μέρα καί δόξα τῷ Θεῷ εἶμαι καλά. Μοῦ εἶπαν, μάνα, πώς εἶχα δικαίωμα νά μήν πάω στήν πρώτη γραμμή, γιατί εἶμαι προστάτης οἰκογένειας. Μά μποροῦσα ἐγώ νά κρατηθῶ μακριά ἀπό τή φωτιά; Πῶς θά γυρνοῦσα στό χωριό μέ τό κεφάλι ψηλά; Ποιός θά παντρευόταν τίς ἀδελφές αὐτοῦ πού δέν πολέμησε γιά τήν πατρίδα; Πῶς θά ἀντίκριζα τά μάτια τῆς μάνας μου, πού τά βλέπω κάθε μέρα νά μοῦ λένε «ἢ τὰν ἢ ἐπὶ τᾶς»; Θά γυρίσω, μητέρα μου, θά γυρίσω νικητής γιά νά θερίσουμε μαζί τά χωράφια πού σπείρατε ἐσεῖς! Θά γυρίσω, μάνα μου, νά μέ περιμένεις! Μά ἄν πάλι ὁ Θεός ἔχει κάτι ἄλλο γιά μένα, νά εἶσαι περήφανη πού ὁ γιός σου ἔπεσε ἡρωικῶς μαχόμενος γιά τήν Ἑλλάδα. 
Μέ ἀγάπη, ὁ γιός καί ἀδελφός σας Παναγῆς». 
  Πῆρε τό γράμμα ἡ μάνα καί τό φίλησε μέ δάκρυα κι ὕστερα ἔτρεξε στό καφενεῖο.
-Δάσκαλε, εἶπε γεμάτη περηφάνια, ὁ Παναγῆς μου δέν εἶναι στά μετόπισθεν· ὁ Παναγῆς μου πολεμᾶ ἀπό τήν πρώτη μέρα στήν πρώτη γραμμή. Σχωρνάτε με, χωριανοί, πού τόσες μέρες ξέχασα πῶς εἶναι νά εἶσαι μάνα ἑλληνίδα καί σπαρτιάτισσα! Ὁ Παναγῆς μου ὅμως σήμερα μοῦ τό θύμισε. Θά γυρίσουν τά παιδιά μας, θά γυρίσουν νικητές! Τά χωράφια θά τούς περιμένουν γιά τόν θερισμό. Τά χέρια πού σηκώνουν τώρα τά ὅπλα ἄμποτε νά πάρουν στίς χοῦφτες τους καί τά δρεπάνια. 
-Ἀμήν! ἀκούστηκε ἀπό τά στόματα ὅλων καί θαρρεῖς καί τό ἄκουσαν καί τά στάρια κι ἄρχισαν νά πρασινίζουν.
Ἑλένη Βασιλείου
"Ἀπολύτρωσις",
Τεῡχος Ὀκτωβρίου, 2025
										

				



