Σταυρός Τό σύμβολο τῶν χριστιανῶν

Β. Οἱ δύο κατάρες
  Ὁ σταυρός, κατά τήν πρό Χριστοῦ ἐποχή, ἀποτελοῦσε ἕνα ἀπό τά πιό σκληρά καί ἐξευτελιστικά μέσα τιμωρίας πού ἐπινοήθηκαν ἀπό τόν ἄν­θρω­πο. Ἡ χρήση του ἦταν διαδεδομένη σέ διάφορους λαούς τῆς Ἀνατολῆς, ἀλλά κυρίως στή ρωμαϊκή αὐτοκρατορία. Ἦ­ταν ἕνα ὀρ­γα­νωμένο, δη­­μόσιο, ἀργό καί βα­σανιστι­κό μαρτύριο, προορισμένο ὄχι μό­­νο γιά νά θανατώσει, ἀλ­λά καί νά τα­πει­νώσει τήν ἀ­ξιοπρέ­πεια τοῦ καταδικασμένου. 
  Ἡ σταύρω­ση ἐπιβαλλόταν κυρίως σέ δούλους, ἐπα­να­στάτες καί ἐ­γ­κληματίες. Ἡ διαδικασία ἦ­ταν ἀπάνθρω­πη. Ὁ καταδικασμένος μαστιγωνόταν βάναυ­σα, ὑποχρεωνόταν νά κουβαλήσει τόν σταυρό καί στή συνέχεια δενόταν πάνω του, ἐ­κτεθειμένος στή δίψα, στόν πόνο καί στόν ἀργό θάνατο πού συχνά διαρκοῦσε ὧρες ἤ καί μέρες. Ὁ τόπος τῆς ἐκτέλεσης ἐπιλεγόταν ὥστε νά εἶναι ὁ­ρατός, γιά νά λειτουργεῖ ὡς ἀποτρεπτικό θέ­αμα στούς περαστικούς1. 
  Γιά τούς Ἰουδαίους ὅμως ὁ σταυρός εἶχε ἀκόμη πιό βδελυρή σημασία, κα­θώς ἀποτελοῦσε κατάρα. Στά μάτια ἑ­νός πιστοῦ Ἰουδαίου, τό νά θανατωθεῖ κάποιος μέ τέτοιο τρόπο σήμαινε ὅτι ὄχι μόνο καταδικάστηκε ἀπό τούς ἀνθρώπους, ἀλλά ὅτι ἀπορρίφθηκε καί ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεό. 
  Ποιός θά πε­ρίμενε ὅτι θά ἔ­φτανε ἡ στιγμή κατά τήν ὁποία τό καταραμένο ἰκρίωμα θά καθίστατο τό μέ­σο τῆς λύτρω­σης τοῦ ἀν­θρώ­που! Ἡ μεταβολή ἐ­πι­τελέστηκε, ὅταν ὁ Λόγος «ὑπὲρ ἡμῶν ἀπέθα­νε»2. Ἔκτοτε ὁ σταυρός ἀπό κα­τάρα μετα­βλή­θηκε σέ εὐ­λογία. 
Γιά ποιό λόγο ὅμως ὁ Χριστός ἐπέλεξε τή σταυρική θυσία καί ὄχι κάποιον ἄλλο τρόπο θανάτωσης; 
  Ὁ λόγος ἔγκειται στίς δύο μεγάλες κατάρες πού συναντᾶμε στό βιβλίο τοῦ Δευτερονομίου: 
*«’Επικατάρατος πᾶς ἄνθρωπος ὃς οὐκ ἐμμενεῖ ἐν πᾶσι τοῖς λόγοις τοῦ νό­μου τούτου ποιῆσαι αὐτούς» (Δε 27, 26).
*«Κεκατηραμένος ὑπὸ Θεοῦ πᾶς κρε­μάμενος ἐπὶ ξύλου» (Δε 21,23).
  Κατ᾽ ἀρχάς, ὀφείλουμε νά τονίσου­με πώς στήν Παλαιά Διαθήκη καί γενι­κότε­ρα στή Θεολογία τῆς Ἐκκλησίας, ἡ κατάρα θεωρεῖται ἀπαραίτητη προϋ­πό­θεση τοῦ θανάτου, δηλαδή ὁ θάνατος ἀ­ποτελεῖ τό τίμημα τῆς κατάρας. Ὁ ἀ­πό­στολος Παῦλος στήν πρός Γα­λά­τας Ἐπιστολή ὑποστηρίζει ὅτι ὅ­σοι βρίσκονται κάτω ἀπό τήν ὑποχρέωση τῆς τήρησης τῶν διατάξεων τοῦ μωσαϊκοῦ νό­μου, ὑπόκεινται στήν κατάρα πού αὐτός ἐπιβάλλει στούς ἀν­θρώ­πους, λόγῳ τῆς ἀδυναμίας τήρη­σής τους. Κανείς ἄν­θρωπος δέν δύναται νά ἐφαρμόσει τόν νόμο στήν πληρότητά του. Ὁ θάνατος ἀποτελεῖ συ­νέπεια τῆς κατάρας, ὄχι μό­νο λόγῳ τῆς παράβασης τοῦ μωσαϊκοῦ Νόμου, ἀλ­λά λό­γῳ τῆς παρακοῆς ἐν γένει τοῦ θείου θελήματος. Γιά τόν λό­γο αὐτό, ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα, μέ τό προ­πα­τορικό ἁμάρτημα, ἐπισύρουν τήν κα­­­τάρα καί στή συνέχεια τόν θάνατο. 
Ὁ Χριστός γιά νά σώσει τό πλάσμα Του ἔπρεπε νά γίνει ὁ ἴδιος κατάρα. Ὡστόσο, ἡ ἁμαρτία ἦταν ἀπολύτως ξέ­νη πρός τή φύση Του. 
  Γιά τόν λόγο αὐτό, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, γιά νά λύσει ὁ Χριστός τήν κατάρα τοῦ νόμου, δέν ἔ­πρεπε νά γίνει ὑπεύθυνος γι’ αὐτήν. Ἔ­πρεπε ὅμως νά δεχτεῖ μιά κατάρα ἀντ’ αὐτῆς, ὥστε μέσῳ αὐτῆς νά καταργήσει τήν πρώτη. Ἔτσι, ἀντικατέστησε τήν κα­τάρα τοῦ νόμου μέ αὐτήν πού λέει: «Ἐ­πικατάρατος εἶναι ὅποιος κρεμιέται ἐπί ξύλου»3. 
  Κατά τόν ἅγιο πατέρα, ἡ κατάρα τοῦ σταυροῦ ἦταν ἁπλῶς φαινομενική, χωρίς οὐσία ἁμαρτίας καί χωρίς πραγματικό ἀντίκρισμα παραβάσεως. Ὁ Χριστός ὄφειλε νά τήν ἀναλάβει, ὥστε νά τήν ἀνταλλάξει μέ τήν πραγματική κατάρα τῆς παραβάσεως τοῦ θείου θελήματος, ἡ ὁποία εἶχε ὡς συνέπεια τόν θά­­νατο τοῦ ἀνθρώπου. Μέ αὐτόν τόν τρό­πο, ὁ Χριστός ἀπάλλαξε τόν ἄν­θρω­πο ἀπό τό βάρος τῆς τιμωρίας καί ἐλευθέρωσε ὁλόκληρο τό ἀνθρώπινο γένος ἀ­πό τόν θάνατο. 
  Ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος γράφει χαρα­κτη­ριστικά: «Ἄν κάποιος ἀναρωτηθεῖ γιατί ὁ Χριστός δέν πέθανε μέ ἄλλο τρό­πο, ἄς ἀκούσει: Δέν μᾶς ὠφελοῦσε τί­πο­τα ἄλλο. Γιά νά σηκώσει τήν κατάρα πού ἀξίζαμε, ἔπρεπε νά δεχτεῖ τόν θάνατο πού προοριζόταν γιά τούς καταραμένους»4.
Παρότι οἱ ἐχθροί τοῦ Χριστοῦ ἐπέ­λε­ξαν τόν σταυρό ὡς μέσο ἐξευτελισμοῦ καί ὀδύνης, μέ σκοπό τήν πλήρη ταπείνωσή Του, ὁ Χριστός, μέ τήν παν­σο­φία Του, ἑκούσια βάδισε τόν σταυρι­κό δρόμο, καθώς μόνο μέσῳ αὐτῆς τῆς ὁδοῦ ἦταν δυνατόν νά συντελεστεῖ τό ἔργο τῆς σωτηρίας. 
  Αὐτό τό ἀνυπέρβλητο μεγαλεῖο ἀ­ποκαλύπτει ἡ σταυρική θυσία τοῦ Χριστοῦ. 

Ἀλέξιος Καρύπογλου 

Θεολόγος-Φιλόλογος

"Ἀπολύτρωσις",

Τεῡχος Ὀκτωβρίου, 2025

1. Martin Hengel, Crucifixion in the Ancient World, Fortress Press Philadelphia (1977), σσ. 25-26.
2. Ρωμαίους 5,8.
3.Χρυσοστόμου, Ὑπόμνημα εἰς τὴν πρὸς Κορινθίους Β´ Ἐπιστολήν, PG 61, 452-453.
4. Μ. Ἀθανασίου, Λόγος περὶ τῆς ἐνανθρω­πή­σεως τοῦ Λόγου, PG 25, 137-140.