Βάλε ὅ,τι βρεῖς καί πάρε ὅ,τι ἔχασες

 koyti c Περιδιαβαίνοντας τούς γραφικούς δρόμους τοῦ νησιοῦ πού ἐπισκέφθηκα στίς διακοπές τοῦ καλοκαιριοῦ, στάθηκα σέ κάποιο παλαιοπωλεῖο καί περιεργαζόμουν τά ἀντικείμενα πού ὑπῆρχαν ἐκεῖ. Ὅλα μέ μιά εὔγλωττη σιωπή μιλοῦσαν νοσταλγικά γιά ἕνα μακρινό ἤ ἐγγύτερο παρελθόν, πού χάθηκε μέσα στόν ἀνεμοστρόβιλο τῆς ἁλματώδους προόδου καί ἐξέλιξης τῆς ἐποχῆς μας. 
 Ὑπῆρχαν ἐκεῖ οἰκιακά σκεύη, πού γνώριζα τή χρήση τους, καθώς καί ποικίλα διακοσμητικά πού στόλιζαν κάποτε πλούσια ἀρχοντικά. Μέ ἀπορία εἶδα ἕνα μεγάλο ξύλινο κουτί μέ γυάλινη πρόσοψη, τό ὁποῖο ἔμοιαζε μέ γραμματοκιβώτιο. Δυό μεταλλικοί κρίκοι στίς ἄκρες του φανέρωναν ὅτι τό κρεμοῦσαν στόν τοῖχο τοῦ διαδρόμου κάποιου σχολείου. «Διδάσκαλος ὑπηρεσίας», ἔγραφε ἄλλωστε στό πάνω μέρος. Μοῦ κίνησε ἰδιαίτερα τό ἐνδιαφέρον ἡ ἐπιγραφή πού ἦταν γραμμένη μέ ἀνοιχτόχρωμα γράμματα πάνω στή γυάλινη ἐπιφάνειά του: «Βάλε ὅ,τι βρῆς, πάρε ὅ,τι ἔχασες».
  Ἡ φράση αὐτή ὑπενθύμιζε στούς μικρούς μαθητές τοῦ Δημοτικοῦ ἕνα μάθημα μήνυμα πού διδάχτηκαν στήν τάξη τους: Μάθαιναν νά τοποθετοῦν ἐκεῖ μέσα ὅποιο ξένο πράγμα ἔβρισκαν καί νά ἀναζητοῦν ὅ,τι ἔχαναν. Ὅσοι ἔχουμε πολυετῆ πείρα ἀπό τήν ἐνασχόλησή μας μέ παιδιά στά σχολεῖα, γνωρίζουμε καλά ὅτι καθημερινά χάνονται πολλά ἀντικείμενα στίς τάξεις, στίς αὐλές καί κυρίως στίς ἐκδρομές, στίς γιορτές, στίς κατασκηνώσεις. Συνήθως τά παιδιά δέν τά ἀναζητοῦν, διότι ἔχουν πολλά. Ἤμουν καί ἐγώ ἐκπαιδευτικός καί ἔτσι τό ἐνδιαφέρον μου γιά τό ἀντικείμενο αὐτό μεγάλωσε. Προσπάθησα νά ἀναμοχλεύσω στή σκέψη καί στή φαντασία μου σκηνές σχολικῆς ζωῆς, ἀπό τά πρῶτα χρόνια τῆς σταδιοδρομίας μου, ὅμως κάτι τέτοιο μοῦ ἦταν ἄγνωστο.
 Κανείς ἀπό μᾶς τούς παλιούς ἐκπαιδευτικούς δέν θυμᾶται νά ὑπῆρχε κάτι παρόμοιο στό σχολειό του, ὄχι μόνον ὅταν ἐργάστηκε ὡς δάσκαλος, ἀλλά οὔτε καί ὅταν ἦταν μαθητής. Ρώτησα μάλιστα καί τή συνταξιοῦχο, ἡλικιωμένη μητέρα μου, μήπως εἶχε συναντήσει κάτι τέτοιο στήν 30/ετῆ της ὑπηρεσία ὡς δασκάλα. Ἡ ἀπάντησή της ἦταν ἀρνητική.
  Τό περίφημο κουτί τῶν χαμένων πραγμάτων, ὅπως τό εἶχα ὑποθέσει, ἀφορᾶ μιά παλαιότερη ἐποχή, σίγουρα ὄχι τόσο πλούσια σέ ὑλικά ἀγαθά καί συνεπῶς ὄχι τόσο καταναλωτική καί εὐδαιμονιστική ὅσο ἡ δική μας. Μιά ἐποχή πού γονεῖς καί ἐκπαιδευτικοί μάθαιναν στά παιδιά νά ζοῦν μέ αὐτάρκεια, νά σέβονται καί νά ἐκτιμοῦν τά ὑπάρχοντά τους, νά μή σπαταλοῦν ἀσυλλόγιστα καί ἀπερίσκεπτα ὅλα αὐτά πού ἀποκτήθηκαν μέ κόπους, θυσίες καί ἱδρῶτες. Ἐξάλλου αὐτή τή λιτότητα καί τήν ἁπλότητα δέν τήν ἄκουγαν μόνο στή διδασκαλία τῆς τάξης, ἀλλά τήν ἔβλεπαν καί στή ζωή τους. Δέν τούς ἔλεγαν εὔκολα «δέν πειράζει, μή στενοχωριέσαι, θά σοῦ ἀγοράσουμε ἄλλο καλύτερο» γιά ὅ,τι ἀπό ἀπροσεξία καί ἐπιπολαιότητα ἔχαναν ἤ κατέστρεφαν. Γύμναζαν τά παιδιά ἀπό τή μικρή τους ἡλικία στήν οἰκονομία. Τούς μάθαιναν ν’ ἀποφεύγουν τή σπατάλη στήν ἐνδυμασία τους, στή διατροφή τους, στά πλαστικά παιχνίδια πού ἔβλεπαν στίς βιτρίνες τῶν καταστημάτων καί ἀσυγκράτητα ἤθελαν νά τά ἀποκτήσουν. Μέσα στό κουτί αὐτό ἀναζητοῦσαν ὅ,τι ξέχασαν καί ἔχασαν. Καί ὅταν τό ἔβρισκαν, σίγουρα ἡ χαρά τους ἦταν μεγάλη, καθώς καί ἡ εὐγνωμοσύνη τους γιά τόν μαθητή πού τό παρέδωσε. Ἔτσι δέν θά εἶχαν τήν ἐπίπληξη τῶν γονιῶν τους. 
  Ἀλλά καί ὅταν ἕνας μαθητής ἔβρισκε ἕνα ξένο πράγμα, ὅσο καί ἄν τοῦ ἄρεζε, δέν εἶχε τόν πειρασμικό λογισμό νά τό κρύψει καί νά τό κρατήσει γιά τόν ἑαυτό του. Θεωροῦσε φυσιολογικό νά τό τοποθετήσει στό εἰδικό κουτί τοῦ σχολείου τους, χωρίς νά περιμένει ἐπιβράβευση, οὔτε νά θεωρεῖ ἀξιέπαινη τήν πράξη του.
  Ἐμεῖς οἱ σημερινοί ἐκπαιδευτικοί σκύβουμε μέ νοσταλγία καί ἐλπίδα σ᾽ αὐτό τό κουτί μαζί μέ τή σύγχρονη μαθητιώσα γενιά μας καί ἀναζητοῦμε ὅ,τι χάσαμε ἀπό τή σχολική πραγματικότητα ἐδῶ καί πολλές δεκαετίες: τή φιλαλήθεια, τήν ἐνσυναίσθηση, τή φιλαδελφία, τήν ἀγάπη, τή συγγνώμη, τήν ὑγιῆ ἅμιλλα, τή διακριτικότητα, τή συμπαράσταση σέ ἀδύναμους μαθητές καί τόσες ἄλλες ὄμορφες καί ξεχασμένες ἀξίες.
  Στ᾽ ἀλήθεια, τί ἀπ᾽ ὅλα αὐτά θά μπορούσαμε νά βροῦμε; Προσπαθοῦμε καί ἐλπίζουμε.

Ε.Μ.Α.

"Ἀπολύτρωσις",

Τεῡχος Ὀκτωβρίου, 2025