Μέ τά πρῶτ’ ἀνατριχιάσματα
τ’ Ὀχτώβρη,
ἔσκυψα στή γῆ μου.
Χοῦφτες ρίξαν τό Σπόρο
τόσα καί τόσα χινόπωρα,
τά ἐλεήμονα χέρια Σου.
Μά τί ν’ ἀποκριθῶ,
πού δέν τόν ἔκλεισα
μές στῆς καρδιᾶς τή ζέστα!...
Πού τ’ ἁπαλό Του φύτρο πνίγηκε
στά ἄχ καί τά γιατί
τοῦ κόσμου τούτου
κι ἄφησ’ ἀστόχαστα
δρόμος νά γενεῖ τό χωράφι.
Πάτημα καθενός!
Ἄδειες οἱ ἀποθῆκες μου
ὥς τώρα
δίχως γεννήματα...
Καί Σύ σπέρνεις ἀκόμα...
Ἀπ’ τό παράθυρο τ’ Ὀχτώβρη μου
Σέ βλέπω. Ἐλπίζεις...
Ἄχ! Νά μποροῦσα
μέ τούς στεναγμούς
νά θρυψαλιάσω τίς πέτρες μου.
Τό χῶμα νά ἀφρατέψω
μέ τ’ ἀναφιλητά μου.
Τήν ἀγρύπνια μου φράχτη νά στήσω.
Κι ἐκεῖ, σάν σέ ἱερό,
νά φυλάξω τόν σπόρο
«ἐν ὑπομονῇ».
Νά ’ρθεῖ κάρπισμα.
Κι ἡ ἔσχατη ὥρα νά μέ βρεῖ
γῆ ἀγαθή...
Ναύση ἸεσσαίΚασιμάτη
"Ἀπολύτρωσις",
Τεῡχος Ὀκτωβρίου, 2025