Τό καραβάκι ἀπό τήν Πλάκα πλησιάζει στή στεριά. Κοιτάζω μέ λαχτάρα ἀπέναντι. Ἀνατριχιάζει τό κορμί μου ἀπό συγκίνηση. Χρόνια τό λαχταροῦσα τοῦτο τό προσκύνημα. Τό ἱστόρησα μέ λέξεις, τό περπάτησα μές στούς ζωγραφισμένους δρόμους τοῦ μυαλοῦ.
Καί τώρα στέκει ἀντίκρυ μου...
Μιά πέτρα ἀπροστάτευτη στό φῶς.
Ἀποβιβάζομαι. Πατῶ σέ αὐτή τή γῆ πού δέν φυτρώνει σχεδόν τίποτα ἐπάνω της. Μέσα στό πλῆθος τῶν ἀνθρώπων περπατάω σιωπηλή. Ἐδῶ ὅλα ἔχουν φωνή καί σοῦ μιλοῦν. Φτάνει νά ’χεις καρδιά, γιά νά ἀκοῦς.
Γύρω μου ἀνακατεύονται οἱ φωνές τῆς γῆς· ἐγγλέζικα, ἰταλικά, γερμανικά· λένε τήν ἱστορία τούτου τοῦ νησιοῦ: «Ἐδῶ κατέφθαναν οἱ βάρκες ἀπ’ τήν Πλάκα ἀπέναντι, ἔτσι ὅπως ἤρθαμε ἐμεῖς».
Ὄχι! Ἐδῶ κατέφθαναν οἱ βάρκες ἀπ’ τήν Πλάκα ἀπέναντι, μά ὄχι ὅπως ἤρθαμε ἐμεῖς, μέ ἐνθουσιώδη ἐπιφωνήματα καί βουητά χαρούμενα.
Ἐδῶ ζυγώνανε τά πλωτά φέρετρα τῶν ζωντανῶν, ἐκείνων πού ἡ ζωή τους σταματοῦσε ἀπότομα ἀπό μιά κόκκινη πληγή. Καί δέν ἀκούγονταν μήτε φωνές ἀλλόγλωσσες μήτε χαρές χαιρετισμοῦ. Μόνο πνιγμένα δάκρυα ἤ ἀναφιλητά σπαρακτικά ἤ τίποτα. Γιατί ἐδῶ περίμενε τό τίποτα. «Ὁ εἰσερχόμενος νά ἀποθέσει κάθε ἐλπίδα», ἔγραφε στήν εἴσοδο. Κι ὅπου τελειώνει ἡ ἐλπίδα, ξεκινᾶ τό τίποτα.
Ἐδῶ ἡ πέτρα ἀνασαίνει βογγητά. Ἱδρώνουν οἱ ἡλιοκαμένοι βράχοι δάκρυα. Φτάνει νά ᾽χεις καρδιά νά βλέπεις καί νά ἀκοῦς κι ἔστω καί λίγο νά νογᾶς ἀπ’ τούς ἑσπερινούς ψαλμούς πού ἀντηχοῦν ἀπό τόν ἍιΠαντελεήμονα, πού μᾶς καλωσορίζει οἰκοδεσπότης στή δική του γῆ. Εἶναι μέρα τῆς μνήμης του, γιορτή.
Μπαίνω στό ἐκκλησάκι του κι ἀναρριγῶ σύγκορμη. Κοιτάζω τό Ἱερό. Ἐδῶ, σκέφτομαι, ἐδῶ γονάτισε χρόνια πολλά πιό πρίν ἕνας λευΐτης τοῦ Θεοῦ. Καί καθώς προσκόμιζε στά χέρια του τά Δῶρα Του, δάκρυα· δάκρυα μεγάλα κι ἁλμυρά αὐλάκωναν τό πρόσωπο, ράγιζαν τήν ἱκετευτική φωνή: «Καὶ ποίησον τὸν μὲν ἄρτον τοῦτον τίμιον Σῶμα τοῦ Χριστοῦ Σου! Ἀμήν...».
Κι ἔτρεμε ὁ ἱερέας τοῦ Θεοῦ μέ πόνο καί μέ ἀγωνία γιά ἐκείνους πού κρυφοκοιτούσανε ἀπό τό πλαϊνό παραθυράκι τοῦ ναοῦ νά δοῦν... ἄν θά τολμήσει νά ἀγγίξει μέ τά χείλη τή λαβίδα πού ἄγγιξαν λίγο πρίν τά πληγιασμένα χείλη τους.
Καί πίνοντας γουλιά γουλιά τό Σῶμα καί τό Αἷμα τοῦ Κυρίου του κατάπινε κόμπο τόν κόμπο τά μεγάλα δάκρυα γιά τήν ἀνάσταση τῶν σταυρωμένων, πού ἦρθε ἑκούσια νά γίνει Κυρηναῖος τους, ἀκούγοντας ἀπό τήν Πέτρα, ὅπου μόναζε, σάν ἄλλος ἅγιος Κοσμᾶς, τήν ἐκκωφαντική κραυγή: «Ἀγάπησέ με, πού εἶμαι μόνος μου ἐδῶ κι ἔχω λυγίσει ἀπ’ τό βάρος τοῦ σταυροῦ».
Ἐδῶ εἶναι τόπος τοῦ σταυροῦ. Κρανίου γῆ, ὅπου ὁ σταυρωμένος ἄνθρωπος πλησίασε ὅσο γινόταν περισσότερο στά ὕψη τοῦ Ἐσταυρωμένου του Θεοῦ. Καί συσταυρώθηκε ὁ π. Χρύσανθος, ὁ ἅγιος σαλός, ὁ ἀσκητής πού ζοῦσε μ’ ἕνα ξεροκόμματο, κι ὅμως τό σῶμα του κρατοῦσε θαλερό ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ, σάν τούς Τρεῖς Παῖδες πού τούς ρίξαν στό καμίνι τῆς φωτιᾶς.
Μπῆκε μές στό καμίνι τῆς ἀρρώστιας ὁ ἱερέας τοῦ Θεοῦ κι ἔμεινε ἀλώβητος κι οἱ προσευχές του κατεβάσανε ἀγγέλους καί τό δρόσισαν. Ἡ πέτρα νότισε ἀπ’ τό δάκρυ του κι ἄνθισε ἁγιότητα.
Ἐδῶ ἐτελειώθησαν οἱ Ἅγιοι. Ὁ παπαΧρύσανθος κι ὁ ἀρχάγγελος τῶν λαβωμένων, Ἐπαμεινώνδας Ρεμουνδάκης, κι ἡ γιαγιάΛένη, πού ψιθύριζε ἀσίγαστα τά «Δόξα Σοι», κι ἡ ἡρωίδα Ἀργυρώ καί τόσοι ἄλλοι ἀνώνυμοι πού κάνανε μέ τή θυσία τους ἁγία αὐτή τή γῆ δεύτερη Ἁγία Γῆ, μετά ἀπό κείνη ὅπου μαρτύρησε ὁ Θεός, πού εἰσορμήσανε συσταυρωμένοι, ὅπως ὁ ληστής στή Βασιλεία Του, μέσα ἀπ’ τήν κλειδωμένη καγκελόπορτα, ὅπου κοιτούσανε ἀπέναντι τήν ἅπλα τῆς ζωῆς.
Αὐτή ἡ καγκελόπορτα, διάπλατα τώρα ἀνοιχτή, εἶναι ἡ Πύλη τῆς Ζωῆς, ἡ στενή καί τεθλιμμένη πύλη τῆς ζωῆς τοῦ καθενός, γιά νά εἰσέλθουμε ἀπό τή γῆ στόν οὐρανό.
Κάμε σιωπή σ’ αὐτή τή γῆ· ἡ πέτρα της ψάλλει ἀδιάκοπα τά δύο τροπάρια τῶν Μεγαλομαρτύρων, πού τή στεφανώνουν ἀπ’ τή μιά ἄκρη ὥς τήν ἄλλη μέ τά σπίτια τους: τοῦ καβαλάρη ἍιΓιώργη καί τοῦ ἰαματικοῦ Παντελεήμονα.
Κ ι ἀνάμεσά τους θά ἀκούσεις νά ἀντηχεῖ ἀέναα τό μαρτυρικό δοξαστικό: «Ἅγιοι μάρτυρες, οἱ καλῶς ἀθλήσαντες καὶ στεφανωθέντες».
Καί μέσα στήν ἀνίκητη φωτοχυσία τοῦ οὐρανοῦ θά δεῖς νά κατεβαίνουνε τά στέφη τῶν μαρτύρων, πού ἄθλησαν ἐδῶ, σ’ αὐτή τήν καιόμενη κάμινο...
Τό καραβάκι γιά τήν Πλάκα μᾶς καλεῖ γιά ἐπιβίβαση.
Ἡ Σπιναλόγκα ξεμακραίνει μπρός στά μάτια μου πού μένουν καρφωμένα πάνω της. Ἐδῶ τελειώνει τό ταξίδι μου...
Σάν ἤμουνα μικρή, ὀνειρευόμουνα νά ταξιδέψω σ᾽ ὅλη τή γῆ, ἀπό τά παγωμένα γυάλινα ἰγκλού τῶν Ἐσκιμώων ὥς τά φλεγόμενα ἀχυρόσπιτα τῆς μαύρης γῆς. Τά μάτια μου νά ἀρμέξουν ὀμορφιά, ὁρμίσκους κεντητούς καί φιόρδ, δάση μεγαλειώδη τοῦ Βορρᾶ καί φοίνικες καλοκαιριοῦ, πού αἰωροῦνται ἀνάμεσα οὐρανοῦ καί θάλασσας.
Μά δέν ταξίδεψα παρά σέ τοῦτο τό ἄνυδρο νησί, στόν Γολγοθᾶ τοῦ ἀνθρώπου μετά ἀπό ἐκεῖνον πού ἀνέβηκε ὁ Θεός. Προσκύνησα κι ἐκεῖ. Μ’ ἀξίωσε νά ταξιδέψω στήν Ἁγία Γῆ.
Ἡ Σπιναλόγκα χάνεται στά μάτια πού νοτίζουνε. Ἀνατριχιάζει τό κορμί ἀπ’ τό μελτέμι τῶν νερῶν. Τά χείλια μου ὑγραμένα ψιθυρίζουν πάλι καί πάλι: «Δόξα Σοι!».
Τό παιδικό μου ὄνειρο ἐκπληρώθηκε. Ἐδῶ τελειώνει τό ταξίδι μου.
Εἶδα τά Ἰεροσόλυμα. Εἶδα τή Σπιναλόγκα.
Εἶδα ὅλη τή γῆ!...
Μ. Παστουρματζῆ
"Ἀπολύτρωσις",
Τεῡχος Αὐγούστου-Σεπτεμβρίου, 2025