Στιγμιότυπα
Στήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο συμμετεῖχαν πολλοί ἅγιοι πατέρες, μορφές ἁγιασμένες ἀπό τά μαρτύρια πού ὑπέστησαν στούς διωγμούς πού προηγήθηκαν, ἀλλά καί ἀπό τόν ἀδιάλειπτο ἀγώνα τῆς χριστιανικῆς ζωῆς. Ἡ παρουσία τους καί οἱ παρεμβάσεις τους στή Σύνοδο ἀποτελοῦν λαμπρά παραδείγματα ζωντανῆς πίστης, ταπείνωσης, ἁγιοσύνης καί θυσίας.
Ἀνάμεσα στούς παρισταμένους ξεχώρισε σάν φωτεινός ἀστέρας ἕνας νεαρός διάκονος, εἴκοσι πέντε περίπου ἐτῶν: ὁ μετέπειτα ἅγιος Ἀθανάσιος ὁ Μέγας. Ὁ ἅγιος Νεκτάριος σημειώνει γι’ αὐτόν μέ θαυμασμό: «περιλαμβάνων ἐντὸς σώματος μικροῦ καὶ ἀσθενοῦς ψυχὴν φλογεράν». Παρά τή νεότητά του, διακρινόταν γιά τήν εὐρύτητα τῆς θεολογικῆς του γνώσης, τή λογική ἀκρίβεια, τό ρητορικό χάρισμα καί κυρίως τή φλογερή πίστη του. Δέν ἦταν ἡ ἡλικία πού τόν κατέστησε κεντρική μορφή τῆς Συνόδου, ἀλλά ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καί ἡ προσωπική του ἁγιότητα. Ὁ Ἀθανάσιος δέν δίστασε νά ἀντιμετωπίσει τόν Ἄρειο καί τούς ὑποστηρικτές του. Μέ τή θεολογική του σαφήνεια ἀπέδειξε τήν ὁμοουσιότητα τοῦ Υἱοῦ μέ τόν Πατέρα. Ὁ ἴδιος ἀργότερα ὡς ἐπίσκοπος ὑπῆρξε ὁ κύριος ὑπέρμαχος τοῦ δόγματος τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, γιά τήν ὑπεράσπιση τοῦ ὁποίου ὑπέστη ἀλλεπάλληλες ἐξορίες καί ἀπηνεῖς διωγμούς ἀπό τόν ἴδιο τόν Ἄρειο καί τούς ὀπαδούς του.
Παρών στή Σύνοδο ἦταν ἐπίσης ἕνας ὁμολογητής Ἅγιος, πού γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ εἶχε ὑποστεῖ βασανιστήρια καί φυλακίσεις κατά τούς διωγμούς, ὁ ἅγιος Νικόλαος, ἐπίσκοπος Μύρων τῆς Λυκίας. Πατήρ τῆς πίστεως καί τῆς δικαιοσύνης ὁ Ἅγιος στοργικά καθοδηγοῦσε τό ποίμνιό του, ἀλλά καί μέ παρρησία ὑπερασπιζόταν τήν πίστη. Σύμφωνα μέ τήν ἐκκλησιαστική παράδοση καί τήν ὑμνογραφία, ὅταν ὁ Ἄρειος μέ ρητορική δεινότητα προσπαθοῦσε νά πλανήσει τούς πατέρες, ὁ Νικόλαος, πλημμυρισμένος ἀπό ἱερή ἀγανάκτηση, τόν χαστούκισε. Ἡ αὐθόρμητη αὐτή πράξη του καταδείκνυε τόν πόνο καί τή φλόγα τῆς πίστης του. Ἄν καί τιμωρήθηκε προσωρινά ἀπό τόν αὐτοκράτορα, ἀναγνωρίστηκε ἡ προαίρεσή του καί σύντομα ἀποκαταστάθηκε.
Μέλος τῆς Συνόδου, ἄν καί ἀγράμματος κατά κόσμον, ἦταν καί ὁ ἐπίσκοπος Τριμυθοῦντος τῆς Κύπρου ἅγιος Σπυρίδων. Ὁ ἁπλός ἀλλά σοφός ἱεράρχης, ὅταν οἱ ὀπαδοί τοῦ Ἀρείου, μέ φιλοσοφικές μεθόδους καί σοφίσματα, φαίνονταν νά κερδίζουν τίς ἐντυπώσεις τῆς Συνόδου, ζήτησε τόν λόγο. Μέ ἁπλότητα ἀλλά καί θεία σοφία μίλησε γιά τό μυστήριο τῆς ἁγίας Τριάδος, γιά τήν Ἀνάσταση, γιά τήν πίστη στόν Χριστό. Γιά νά ἐπιβεβαιώσει τά λόγια του ὅτι τά τρία εἶναι ἕνα, πῆρε ἕνα κεραμίδι στά χέρια του. Τό σταύρωσε στό ὄνομα τῆς ἁγίας Τριάδος καί τό κεραμίδι θαυμαστά διαλύθηκε στά τρία στοιχεῖα του: φωτιά, νερό καί χῶμα. Τό θαῦμα αὐτό ἔδωσε στούς παρόντες ἀδιάσειστη ἀπόδειξη τῆς ἀλήθειας τῆς Ὀρθοδοξίας. Γι᾽ αὐτό ἡ ἁγιογραφία ἀποτυπώνει τόν Ἅγιο μέ ἕνα κεραμίδι στό χέρι του.
Ἰδιαίτερη συγκίνηση προκαλεῖ ἡ παρουσία τῶν πολλῶν ὁμολογητῶν ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι ἔφεραν στά σώματά τους τά σημάδια τῶν βασανιστηρίων. Ὁ πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γερμανός περιγράφει μέ δέος: «Κάποιοι χωρίς ὀφθαλμούς, ἄλλοι χωρίς ἄκρα, μέ κατεστραμμένα μέλη, ὅλοι ὅμως μέ ἀκέραιη πίστη». Ἡ παρουσία τους ἦταν βουβή ὁμολογία τῆς Ἀλήθειας, πιό ἰσχυρή καί ἀπό τίς πιό ἐμπνευσμένες ὁμιλίες. Οἱ πληγές τους ἔγιναν σφραγίδα νίκης ἐναντίον τῆς πλάνης καί τεκμήριο τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ στήν Ἐκκλησία του.
Μετά τή Σύνοδο, παρά τήν καταδίκη τῶν δοξασιῶν τοῦ Ἀρείου, οἱ αἱρετικοί δέν σταμάτησαν τίς ραδιουργίες τους. Ἐπιδόθηκαν στήν ἐξάπλωση τῆς αἵρεσής τους καί παράλληλα ὑποκρίνονταν πίστη στίς ἀποφάσεις τῆς Συνόδου. Ἔτσι κατάφεραν νά πλανήσουν τόν αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος ἀνακάλεσε ἀπό τήν ἐξορία τόν Ἄρειο. Ἐπέβαλε μάλιστα στούς Ὀρθοδόξους νά συλλειτουργήσουν μέ τόν αἱρεσιάρχη. Ὅμως λίγο πρίν εἰσέλθει στόν ναό ὁ Ἄρειος ἀναζήτησε ἐσπευσμένα ἀποχωρητήριο, ὅπου κατά τόν Μέγα Ἀθανάσιο «κατέπεσε, καὶ πρηνὴς γενόμενος ἐλάκησε μέσος», πεθαίνοντας ἀκαριαῖα. Τό γεγονός αὐτό ἑρμηνεύτηκε ὡς ἐπέμβαση τῆς θείας δίκης, πού ἀπέτρεψε τόν αἱρετικό νά βεβηλώσει τή θεία Εὐχαριστία μέ τή βλάσφημη συμμετοχή του.
Ἡ Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδος δέν ἦταν ἁπλῶς μιά θεολογική σύναξη, ἀλλά μιά ἐκκλησιαστική ἐμπειρία γεμάτη πίστη, ἁγιότητα καί θαυμαστή παρέμβαση τοῦ Θεοῦ. Οἱ ἅγιοι πατέρες, μέ τίς πληγές τους, τά θαύματά τους καί τήν ἀταλάντευτη ὁμολογία τους, διακήρυξαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ἀληθινός Θεός, ὁμοούσιος μέ τόν Πατέρα. Καί αὐτό τό μήνυμα παραμένει ζωντανό μέχρι σήμερα, θησαυρισμένο στό Σύμβολο τῆς Πίστεως πού συνέταξαν οἱ πατέρες τῆς Α΄ καί τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Αὐτό τό Σύμβολο καλούμαστε νά ἀπαγγέλλουμε σέ κάθε θεία Λειτουργία ὡς ὁμολογία, ἐνθυμούμενοι τούς ἀγῶνες τῶν ἁγίων πατέρων μας γιά τή διατήρηση καί διακήρυξη τῆς ὀρθοδόξου πίστεως.
Κωνσταντῖνος Μεταλλίδης
δρ. Θεολογίας
"Ἀπολύτρωσις",
Τεῡχος Αὐγούστου-Σεπτεμβρίου, 2025