Ἀναστάσιμο συναπάντημα

  ekklisiacἩ ἀνηφόρα δέν τόν κούραζε τόν Κώ­στα. Συνηθισμένος ἀπό παιδί στίς ἀγρο­τικές δουλειές τοῦ πατέρα του ἔμαθε νά περπατᾶ καί νά τρέχει καί σέ ἀνη­φόρες καί σέ κατηφόρες. Τό μικρό χωριό του ἦ­ταν ὀρεινό καί οἱ κά­τοικοί του ἀξι­ο­ποι­οῦσαν ὅλες τίς πλαγιές εἴτε φυ­τεύ­οντας ἀμπέλια εἴτε σπέρνο­ντας σιτάρι ὅπου γι­νόταν. Ὅλα τά παι­δικά κι ἐ­φη­βι­κά του χρόνια τά μοίραζε στό σχο­λεῖο καί στό χωράφι. Τοῦ ἦταν πολύ ἀγαπητή ἡ ἀ­γρο­τική ζωή, μά ὅλοι λέγανε πώς εἶναι πολύ ἔ­ξυ­πνος καί πρέπει νά γίνει για­τρός.
Τή φε­τινή χρονιά, πού ἦταν στήν τρίτη Λυκείου, δέν τόν ἄφησαν νά δουλέ­ψει οὔτε μιά μέρα οὔτε μιά ὥρα. Καί εἶ­ναι ἀλήθεια ὅτι δού­λεψε πολύ σκληρά πάνω στό βιβλίο καί μέ ὅσο κέφι πήγαινε στίς ἀγροτικές δουλειές πού ἀγαποῦσε, μέ τόσο κι ἀ­κό­μα μεγα­λύτερο στρώθηκε στό διά­βα­σμα. Ὅταν ἔρχεται ὁ Μάης, ὅ­λοι οἱ ὑπο­ψή­φι­οι ἀγ­χώ­νονται καί ἡ ἀγω­νία κορυ­φώνε­ται. Ὁ Κώ­στας ὅμως δέν εἶχε οὔτε ἄγχος οὔτε ἀγω­νία. Ἔλεγε μέ­σα του πώς ἄν ὁ Θεός τόν θέλει γιατρό, θά γράψει καλά, ἄν ὄχι, νά εἶναι εὐλο­γη­μένο! Αὐτός τό καθῆ­κον του τό ἔκανε.
- Γιά ποῦ τό ἔβαλες, Κώστα;
Ἡ παρέα τῶν παιδικῶν του φίλων καί συμμαθητῶν ἔδειχνε φανερά χαρού­μενη μέ τό συναπάντημά τους.
- Πάω στόν παππούλη, ἐπάνω στό ἐκκλησάκι τοῦ Ἁγίου Κωνσταντίνου, ἀ­πά­ντησε χαρούμενος ὁ Κώστας. Τό ἑ­τοι­μά­ζει γιά τή γιορτή καί μοῦ μήνυσε νά πάω ἐκεῖ νά μέ ἐξομολογήσει.
- Ρέ σύ, Κώστα, δέν βαριέσαι νά ἀνέ­βεις ὥς ἐκεῖ πάνω; τόν ρώτησε ὁ Γιάννης μέ ἀληθινή ἀπορία.
- Γιάννη, φίλε μου, δέν βαριέμαι, ὄχι! Ἐδῶ ὁ παππούλης, πού εἶναι ὀγδόντα χρονῶν, ἀνέβηκε καί μέ περιμένει, καί θά βαρεθῶ νά ἀνέβω ἐγώ πού δέν εἶμαι καλά, καλά δεκαοκτώ χρονῶν;
- Σάν νά ἔχει δίκιο ὁ Κώστας, εἶπε ὁ Γρηγόρης. Ἐγώ λέω νά μήν τόν ἀφή­σου­με νά πάει μόνος. Ἐγώ ἔχω νά ἀνέβω στόν Ἁι-Κωνσταντῖνο ἀπό πέρσι στή γιορ­τή του.
- Ἐγώ ἔχω διάβασμα, παιδιά, εἶπε ὁ Γιάννης. Θά χάσουμε ὅλο τό ἀπόγευμα ἄν πᾶμε.
- Δέν θά τό χάσουμε, παιδιά, σᾶς τό λέω μέ σιγουριά, εἶπε ὁ Κώστας. Μήπως κι ἐγώ δέν ἔχω διάβασμα; Μά ξέρω πόσο καλό θά μοῦ κάνει αὐτή ἡ βόλτα καί προ­πάντων πόση δύναμη θά μοῦ δώσει ὁ παππούλης μέ τήν Ἐξομολόγηση!
- Πάει καλά, συμφώνησε ὁ Γιάννης, μά μόνο γιά συντροφιά καί περπάτημα, μήν ἀρχίσεις στόν δρόμο τήν κατήχηση γιά Ἐξομολόγηση...
  Ὁ Δημήτρης, πού μέχρι ἐκείνη τήν ὥρα δέν ἄνοιξε τό στόμα του, κοίταξε μέ ἀγάπη τόν Κώστα.
- Νά μᾶς τά λές, Κώστα, νά μᾶς τά λές, κι ἴσως κάποια στιγμή σέ ἀκούσουμε, εἶπε καί ἔβγαλε τό κινητό του νά ἐνη­με­ρώσει τή μάνα του ὅτι θά ἀργήσει νά γυ­ρίσει στό σπίτι. Τό ἴδιο ἔκαναν κι οἱ ἄλλοι δύο καί ἀκολούθησαν τόν Κώστα στήν ἀνηφόρα.
  Ἡ νεανική συντροφιά ἀνάλαφρη καί χαρούμενη ἀνέβαινε, ἀφήνοντας πίσω της τή Φυσική καί τά Ἀρχαῖα. Ἀνέβαιναν κι οἱ τέσσερις ξέγνοιαστοι, λές κι εἶχαν τε­λειώσει τίς Πανελλήνιες κι εἶχαν πε­τύ­χει καί τούς στόχους τους. Καί καλά ὁ Κώ­στας, ἔτσι τό ζοῦσε κάθε μέρα, οἱ ἄλ­λοι ὅμως ζοῦσαν καθημερινά μέσα στό ἄγχος καί θαύμαζαν τήν εἰρήνη τοῦ φί­λου τους. Κάνανε στάση στή βρύση τοῦ βου­νοῦ κι ἀφοῦ χόρτασαν δροσερό νε­ρό, συνέχισαν τήν πορεία τους.
- Δέν μᾶς εἶπες τίποτα γιά τόν Θεό, Κώστα, τόν πείραξε καλοκάγαθα ὁ Γιάν­νης.
- Γιατί νά πῶ ἐγώ, Γιάννη μου, ἀπά­ντησε τό ἴδιο καλοκάγαθα ὁ Κώστας. Μιά ὥρα ἀνεβαίνουμε καί ὅλα μᾶς μι­λοῦν γιά τόν Θεό. Παραδέξου το, φίλε μου, τά που­λιά καί τά λουλούδια εἶναι οἱ καλύ­τε­ροι δάσκαλοι!
- Ἡ δική σου ἡ πίστη, Κώστα, εἶναι ὁ καλύτερος δάσκαλος!
Ὁ Δημήτρης, ὁ πιό ἐσωστρεφής τῆς συντροφιᾶς, κοιτοῦσε γύρω του μαγεμέ­νος. «Τί θά ἔχανα ἄν δέν ἐρχόμουν!», μο­νο­λόγησε καί κοίταξε μέ εὐγνωμοσύνη τόν Κώστα.
  Στήν κορφή τοῦ βουνοῦ ὁ παπ­α-Νι­κόλας στεκόταν καί μέ ἔκπληξη καί χαρά  ἔβλεπε τήν ὁμάδα τῶν νέων πού πλη­σί­α­ζε. Πῆρε στά χέρια του τό σχοινί τῆς κα­μπάνας κι ἄρχισε νά τό τρα­βάει κι ἐκείνη ἤχησε χαρούμενα σάν τό βράδυ τῆς Ἀνά­στασης.
- Ἐγώ ἕναν ἄγγελο περίμενα νά μοῦ πεῖ τό «Χριστός ἀνέ­στη» κι ὁ Θεός μοῦ ἔ­στειλε τέσσερις! Δέν μοῦ τό εἶπες, Κων­σταντῖνε μου, ὅτι θά ἔρθετε κι οἱ τέσσερις! Τί χαρά, Χριστέ μου, τί χαρά μοῦ δώ­σατε, παιδιά μου! Τέσσερα νέα παιδιά ἀ­νεβήκατε ὥς ἐδῶ πάνω, νά βρεῖτε ἐμέ­να τόν ἀνάξιο κι ἁμαρτωλό, γιά νά ἐξομο­λο­γηθεῖτε;
Κοίταξαν μέ ἀμηχανία οἱ τρεῖς τόν Κώστα καί ὕστερα κατέβασαν τά κεφά­λια. Πῶς νά ἔκοβαν τή χαρά καί τόν ἐν­θουσιασμό τοῦ παπα-Νικόλα;
- Ἐλᾶτε, ἐλᾶτε, πᾶμε μέσα νά προ­σκυνήσουμε καί νά ψάλουμε τό «Χριστός ἀνέστη» καί νά ξεκινήσουμε ἀμέσως, παι­διά μου, γιατί εἶστε πολλοί καί θά νυχτω­θοῦμε.
Τελευταῖος ἀπό ὅλους ἐξομο­λογή­θη­κε ὁ Κώστας, πού συγκλονισμένος διη­γή­θηκε στόν παππούλη τό τυχαῖο συνα­πά­- ­ντημά του μέ τούς ἄλλους τρεῖς.
- Τυχαῖο; Τό θεωρεῖς τυχαῖο, Κων­στα­ντῖνε μου; Ὁ Ἀναστημένος, παιδί μου, τούς ἔστησε καρτέρι, εἶπε ὁ παπ­πούλης καί ἔκανε τόν σταυρό του.
Ἡ κατηφόρα ἦταν πιό εὔκολη, μά κα­θυστέρησαν περισσότερο, γιατί εἶχαν μαζί τους καί τόν παππούλη. Κανείς δέν νοια­ζόταν γιά τήν καθυστέρηση κι οὔτε σκε­φτότανε τό διάβασμα. Σέ κάθε στάση πού κάνανε γιά νά ξεκουραστεῖ ὁ παπα- Νικό­λας, ψέλνανε μαζί του τό «Χριστός ἀνέ­στη» καί μιά καί δυό καί τρεῖς φορές.
Σχεδόν σούρουπο μπῆκαν στό χωριό.
- Σάν νά γυρνᾶμε ἀπό τήν Ἀνάσταση, εἶπε χαρούμενος ὁ Γιάννης.
- Ἀπό τήν Ἀνάσταση γυρνᾶμε, παιδιά μου, εἶπε ὁ παπα-Νικόλας καί σήκωσε τό χέρι του καί τούς εὐλόγησε. Ὁ Ἀναστη­μένος νά σᾶς φωτίσει καί στίς ἐξετάσεις σας, παιδιά μου! «Χριστός ἀνέ­στη!», τούς χαιρέτησε καί τράβηξε γιά τό σπίτι του.
- «Ἀληθῶς ἀνέστη!», ἀπάντησαν μέ μιά φωνή κι οἱ τέσσερις, καί ἀπόψε ἦταν τό­σο σίγουροι γι᾽ αὐτό ὅσο σίγουρος ἦ­ταν ὁ παπα-Νικόλας ὅτι αὐτό τό συ­να­πά­ντη­μα δέν ἦταν τυχαῖο.

Ἑλένη Βασιλείου