Πορφυρωμένος λευκανθός

  theodosiapcΣτά ἀκρογιάλια τῆς πατρίδας της με­λετᾶ καί θαυμάζει τήν ἀδιάσειστη πί­στη μιᾶς κατώδυνης μητέρας, πού συ­νάν­τη­σε τόν μεγάλο Διδάσκαλο καί βίωσε τό περίτρανο θαῦμα τῆς θερα­πείας πού ἐκ­ζητοῦσε μέ ταπείνωση. Ἡ ἴδια πί­στη τῆς χαναναίας προγόνου της λα­χταρᾶ νά φωλιάζει καί στή δική της ὕ­παρξη.
  Ζωσμένη τήν πανοπλία τοῦ Πνεύ­μα­τος ἡ νεαρή χριστιανή, ἐπιστρατεύει τόν ἑαυ­τό της στήν ἱερή διακονία τῆς Ἐκ­κλη­σίας. Μέ τά σανδάλια τῆς ἀγάπης περνᾶ ἀπό πόρτα σέ πόρτα τῆς πόλης, φθάνει ἀπό καρδιά σέ καρδιά. Ὁ λόγος της ἀ­φυπνιστικός καί τό παράδειγμά της κα­θοδηγητικό. Καλοπροαίρετες ψυ­χές ἑλ­κύονται στό φῶς τῆς ἀλήθειας καί λαμ­­βάνουν τό ἅγιο Βάπτισμα. Νεαρές εἰ­δωλολάτρισσες ἐγκαταλείπουν τό σκο­­τάδι καί βαδίζουν θαρραλέα πρός τήν αἰ­ώνια ἀνατολή τῆς πίστης. Εὐλο­γη­μέ­να τρόπαια τοῦ ὡραίου μόχθου τῆς ἱε­ραπο­στολῆς σέ μιά ἐποχή ἐπικίνδυνη! Ὁ ἀμεί­λικτος αὐτοκράτορας τῆς ρωμαϊ­κῆς αὐ­το­­κρατορίας Διοκλητιανός (284-305 μ.Χ.) διψώντας γιά αἷμα χριστιανῶν ἐξαπολύει διαρκῶς ἀπηνεῖς διώξεις ἐ­να­ντίον τους.
  Στήν Τύρο τῆς Φοινίκης, ἐκεῖ ὅπου εἶχε ἀντηχήσει ζωογόνο τό κήρυγμα τοῦ ἀποστόλου τῶν ἐθνῶν, ἡ χριστιανική κοι­νότητα ἀνθίζει θαλερά μέσα στόν δριμύ χειμώνα τῶν διωγμῶν. Ἐκεῖ εἶδε τό φῶς τοῦ ἥλιου ἡ Θεοδοσία καί μέσα στήν εὐσέβεια τῆς οἰκογένειάς της κα­ταυ­γάστηκε ἡ παιδική ψυχή της ἀπό τή λάμψη τοῦ Ἥλιου τῆς δικαιοσύνης. Τό πρόσωπό της ἀκτινοβολοῦσε τήν ὀμορ­φιά μιᾶς ψυχῆς δοσμένης ἀνεπιφύλακτα στόν ἀληθινό Θεό. Στίς γυναῖκες τῆς Τύ­ρου πού πνίγονταν στό σκοτάδι τῆς ἄ­γνοιας καί τῆς εἰδωλολατρίας εὐερ­γε­τική καί σωτήρια ἡ παρουσία τῆς Θεο­δοσίας.
  Ὅμως τό φῶς ἐνοχλεῖ ὅσους δέν ἔ­χουν ὑγιῆ μάτια. Καί ὁ ἄρχοντας Οὐρ­βα­νός ὀργίζεται γιά τή δράση τῆς Ἁγίας καί σχεδιάζει νά τήν ἀνακόψει ἄμεσα. Δι­α­τάζει τήν προσαγωγή της στήν Και­σά­ρεια τῆς Παλαιστίνης, βέβαιος γιά τήν ἐπιρ­ροή τῆς δύναμής του. Μπροστά στόν ἀγέ­ρω­χο ἄρχοντα στέκεται μέ σε­μνή παρ­ρησία ἡ νεαρή χριστιανή. Ὁ εἰ­δω­λο­λάτρης ἡ­γεμόνας ἀτενίζει μέ προ­βλη­μα­τισμό ἕναν λευκανθό παρ­θε­νικῆς ὀμορ­φιᾶς. Πῶς μπορεῖ νά συνυ­πάρχει ἡ τρυ­φερότητα μέ τήν ἀνδρεία; Πῶς εἶναι δυ­νατόν ἡ εὐ­αι­σθησία νά συ­ντροφεύει τή σθεναρότητα; Εἶναι τό θαυμάσιο χά­ρισμα πού δωρίζει στούς δικούς Του ὁ ματωμέ­νος Νυμφίος. Κα­ταλαβαίνει πο­λύ καλά ὁ Οὐρβανός ὅτι δέν ἁρμόζει δίκη στή Θε­οδοσία, δέν τῆς ταιριάζει ἡ φυλακή. Ἀλ­λά ἡ ἔπαρση τῆς ἐξουσίας δέν τοῦ ἐπι­­τρέπει νά τό παρα­δεχθεῖ. Τήν παρα­δίδει ἀδίστακτα στά χέ­ρια τῶν δημίων.
  Μέ θηριώδη μανία οἱ δή­μιοι σπᾶνε τά κόκκαλά της. Πριονίζουν μέ λύσσα τό κορμί της, πού τρυφερό καί παρθενικό ἀ­φιερώθηκε στόν νυμφίο Χρι­στό. «Θε­ο­δοσία, Χριστὸν ὁλοκλήρως ποθήσασα, τῶν βασάνων ἤνεγκας τὰς πληγὰς καρ­τερώτατα, αἰκιζομένη διὰ τὸν σὸν ἐ­ρα­στήν». Τό πήλινο σῶμα της φιλοξενεῖ μιά ψυχή πού τήν ἔχει πυρ­πο­λήσει ἡ θεϊκή ἀγάπη. Αὐτό εἶναι τό μυ­στικό τῆς νίκης τῶν παιδιῶν τοῦ Θεοῦ στούς ἀνειρήνευ­τους πολέμους κάθε ἐ­ποχῆς.
  Ὁ Κύριος ἐνδυναμώνει τή νεαρή ἀ­θληφόρο, χαρίζοντας τή ζωντανή πα­ρου­σία του καί τήν ἐνίσχυση τῶν ἁγίων του. Μέ θάρρος ἡ Θεοδοσία ἀπευ­θύ­νε­ται στόν δικαστή της, γιά νά τοῦ προ­σφέρει μία ἀνταύγεια τῆς θείας ἀλήθειας, γιά νά τοῦ ἀνοίξει ἕνα παράθυρο στό φῶς τῆς αἰωνιότητας.
  «Τί πλανᾶσαι, ἄνθρωπε; Νά ξέρεις ὅ­τι ἐγώ τώρα ἀξιώθηκα νά ἔχω κοινωνία μέ τούς μάρτυρες τοῦ Θεοῦ!». Προγεύ­ε­ται τήν ἀθανασία, βιώνει τόν παρά­δει­σο ἡ ἁγία μάρτυς τοῦ Χριστοῦ.
  Τήν πλησιάζει ὁ ἄρχοντας, ὅταν πιά ἡ νεαρή παρθένος κείτεται μισοπε­θα­μέ­νη ἀπό τά ἀποτρόπαια βασανιστήρια. Και­ροφυλαχτεῖ μέ σατανική ἐμμονή γιά νά λάβει ἀπό τά χείλη της ἔστω καί μιά ὑπόνοια ἄρνησης τῆς πίστης. Ἡ γενναία ὅμως ψυχή τῆς Θεοδοσίας δίνει ἀντοχή καί στά χείλη της νά ὁμολογοῦν μέ ἀ­σθε­νική φωνή ἀλλά μέ σταθερότητα πού ἀ­ντιλαλεῖ μέσα στούς αἰῶνες: «Εἶ­μαι χρι­­στιανή!». Ὁλοφάνερη καί ὁλοζώ­ντανη ἡ δύναμη τοῦ Χριστοῦ, ἡ ὁποία «ἐν ἀσ­θε­νείᾳ τελειοῦται».
Τά κρίνα τῶν δεκαοκτώ της χρόνων, πορφυρωμένα μέ τό αἷμα τῆς θυσίας, τά προσφέρει εὐλαβικά στόν Κύριο. «Ὡς δόσιν θεόσδοτον, τὴν παρθενίαν τὴν σήν, ἀγῶσιν ἀθλήσεως, Θεοδοσία σε­μνή, τῷ Λόγῳ προσήγαγες».
  Διατάζει τότε ὁ ἔπαρχος νά ριφθεῖ στή θάλασσα. Ἐπιθυμεῖ νά πνίξει τό νε­α­νικό σῶμα καί μαζί τίς ἐνοχές ἑνός ἄ­νι­σου πολέμου, πού τόν ἀνέδειξε ἡττη­μέ­νο καί δοῦλο στόν μάταιο φανατισμό του.
«Πνίγει θαλάσσης Θεοδοσίαν ὕδωρ, τρέφει δὲ Χριστὸς εἰς ἀναψυχῆς ὕδωρ».
  Δίδεται στόν Θεό ἑκούσια ἡ ἁγία Θε­οδοσία καί ὁ Θεός τή δίδει σέ ὅλους ἐ­μᾶς πολύτιμο θησαυρό, πρότυπο μιᾶς ζωῆς ἀφοσίωσης καί ἁγιότητας.
Μπροστά στήν ὡραία μορφή της στό εἰκονοστάσι τῆς 29ης Μαΐου δεό­μα­στε: Ἐσύ, παρθενομάρτυς Θεοδοσία, πού ἔ­δωσες τόν ἑαυτό σου στόν Θεό, δῶσε καί σ᾽ ἐμᾶς τόν ζῆλο γιά ἱεραπο­στολή, τή γενναιότητα τῆς ὁμολογίας, τόν πόθο τοῦ μαρτυρίου! Μέσα στούς νεφελώδεις καιρούς μας νά παραμένει ἀνέφελη ἡ ἀπόφασή μας νά ζοῦμε ὡς «δοτοὶ τῷ Κυ­ρίῳ Ἰησοῦ Χριστῷ».

Ἰχνηλάτης

"Ἀπολύτρωσις"

Τεῡχος Μαΐου, 2025