Μέσα στή θλίψη καί τήν ὀδύνη πού τόν πλημμύρισε, ὅταν στή δική του ἀφοσίωση ἡ γυναίκα του τοῦ ἀνταπέδωσε τό πικρό ποτήρι τῆς ἀπιστίας, ὁ ταπεινός Παῦλος εἶδε ἀνοιγμένη ἐμπρός του ἀπό τό χέρι τοῦ Θεοῦ μιά πόρτα σωτήρια. Τή διάβηκε μέ χαρά καί πῆρε τό δρόμο γιά κεῖ πού τόν ὁδηγοῦσε ἡ καρδιά του, ἡ ἀγαπῶσα τόν Θεό.
Ἔφθανε ὡς τήν πόλη του ἡ φήμη τῆς «καινῆς πολιτείας» πού ὑψωνόταν πάνω στήν καυτή ἄμμο τῆς ἐρήμου, ἐκεῖ πού σπίτι δέν μποροῦσε νά κτισθεῖ. Ἦταν μιά θαυμαστή ἀλήθεια πώς στόν τόπο, πού οὔτε λουλούδι δέν μποροῦσε νά φυτρώσει, ἀνθοβολοῦσε ἕνα πνευματικό περιβόλι ἀπό κάποιους ἀναζητητές τοῦ ἀπόλυτου, οἱ ὁποῖοι πάλευαν μέ πόθο καί πάθος νά συζεύξουν στήν καρδιά τους τή γῆ μέ τόν οὐρανό. Ἐπιβεβαιωνόταν γιά ἄλλη μιά φορά πώς ὁ ἰσχυρότερος πόλος ἕλξης εἶναι ἡ ἁγιότητα, καθώς ὁ εὐλογημένος ἀναχωρητής, πού πάλευε χρόνια μέ τό διάβολο καί εἵλκυε τή χάρη τοῦ Θεοῦ, «ἐπόλιζεν» τήν ἔρημο.
Ὁ Παῦλος, κι ἄς ἦταν πιά στά 60 του χρόνια, ζήτησε νά ἀρχίσει μιά νέα ζωή δίπλα στόν Μέγα Ἀντώνιο. Στόν πολύπειρο ἀσκητή, πού ἦταν ἐπιφυλακτικός, ὁ Παῦλος πρόσφερε καρδιά ὁλοπρόθυμη στήν καλλιέργεια καί στήν ὑπακοή, πού ἔπεισε τόν γέροντα Ἀντώνιο νά τόν δεχθεῖ κοντά του. Ἡ εὐγνωμοσύνη του γιά τοῦτο τό μέγιστο δῶρο ξεσποῦσε σέ δοξολογική καί εὐφρόσυνη ἀνταπόδοση πρός τόν Θεό καί τούς ἀδελφούς.
Στή σιωπή τῆς ἐρήμου ὁ φιλόθεος Παῦλος ἔσκυψε βαθιά μέσα του, ἀνακάλυψε τόν ἑαυτό του καί ἀντίκρυσε μέ παρθενικά μάτια τόν πλησίον του. Οἱ ροές τῶν δακρύων, ὄμβροι ζωηφόροι, ἄρδευαν τή γῆ τῆς ψυχῆς κι ἄνθιζε ἐντός του ἡ χαρά τοῦ πένθους. Ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, κυριακό δώρημα στούς «ταπεινούς τῇ καρδίᾳ», τοῦ προσφερόταν ἁπλόχερα κι αὐτός μέ τή σειρά του σκόρπιζε τά ἀγαθά της σέ ὅποιον τόν πλησίαζε. Κι ἁπλωνόταν ἡ φήμη τῆς ἁπλῆς φιλάγαθης ψυχῆς του κι ὅλο καί πιό πολλοί ἔρχονταν κοντά του νά γευθοῦν τή γλυκύτητα τῆς ταπεινοφροσύνης, νά ἀναπαυθοῦν στόν πλατυσμό τῆς ἁπλότητάς του.
Κατέβηκαν οἱ ἄγγελοι νά ἐνισχύσουν τόν πνευματικό ἀγωνιστή, πού ποθοῦσε γιά τήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ νά νικᾶ τά πάθη, νά ἀντιπαλεύει τόν αἰώνιο ἐχθρό μέ ἄσκηση σκληρή καί προσευχή ἀδιάλειπτη. Πλησίασαν καί οἱ δαίμονες, νά ριχτοῦν νά τόν νικήσουν. Συνάντησαν ὅμως ἀντίσταση σθεναρή ἀπό τήν τρυφερή ἁπλότητα τοῦ Παύλου. Σάν τοῦ νεροῦ τήν ἁπαλή δύναμη πού λειαίνει τίς πέτρες καί σκάβει τούς βράχους, τῆς ἁπλότητας ἡ δύναμη κατατρόπωσε τούς δαίμονες. Ὁ Κύριος, πού «φωτιεῖ καί συνετιεῖ νηπίους», χάριζε στόν ταπεινό του δοῦλο τήν κραταιά του δύναμη. Φοβισμένοι ἀπό τήν ἁπλή ψυχή τοῦ ἁγίου οἱ δαίμονες τράπηκαν σέ φυγή καί ὁμολόγησαν: «Ἡ ἁπλότητα καί ἡ ταπείνωση τοῦ Παύλου μᾶς διώχνει μακριά. Δέν βρίσκουμε τόπο ἐδῶ νά κατοικήσουμε».
Ἡ μητέρα Ἐκκλησία κράτησε στό συναξάρι της τά ἡρωικά παλαίσματα τοῦ παιδιοῦ της καί τιμᾶ τή μνήμη του στίς 7 Μαρτίου. Φύλαξε τό ὄνομά του μέ τήν προσωνυμία πού κλείνει τό σύνολο τῶν ἀρετῶν του: Παῦλος ὁ ἁπλοῦς. Στό ἀτέρμονο ταξίδι τῶν ψυχῶν μας γιά τήν τελειότητα ἡ ἁγία μορφή του σηματοδοτεῖ τήν ἁπλότητα καί τήν ταπεινοφροσύνη, τίς ἀρετές, πού μᾶς ἀποθέτουν μέ ἀσφάλεια στήν ἀγκαλιά τοῦ οὐράνιου Πατέρα.