Ἐκεῖ στήν ἐρημιά, ἔξω ἀπό τά μνήματα ἔστησε τό καραούλι του σήμερα ὁ Ἀλέξανδρος. Προπαραμονή Πρωτοχρονιᾶς κι ἡ κίνηση ἦταν ἐλάχιστη σέ τοῦτο τό μέρος. Μά δέν μπορεῖ, κάποιοι θά θυμοῦνταν τούς νεκρούς τους, κάποιοι θά ἔρχονταν κι ἄς λυσσομανοῦσε ὁ βοριάς. Τράβηξε τό κορδόνι τῆς κουκούλας του καί τό ἔσφιξε ὅσο πιό πολύ γινόταν. Τί νά σοῦ κάνει καί τό μπουφάν του! Τέσσερα χρόνια τό φοροῦσε, ἀπό τά δεκατέσσερά του. Ἦταν παιδί κι ἔγινε ἄνδρας. Μά σήμερα ἦταν ἀποφασισμένος νά ἀλλάξει τή ζωή του. Ὁ καινούργιος χρόνος θά τόν ἔβρισκε μέ καινούργια ροῦχα καί μέ χρήματα στήν τσέπη. Καλές οἱ συμβουλές τῆς μάνας του, μά δέν σοῦ δίνουν οὔτε νά φᾶς οὔτε νά ντυθεῖς. Μέ τόν σταυρό στό χέρι δέν γίνεται τίποτα! Ἔπειτα θά κλέψει, γιατί ἔχει ἀνάγκη κι ὄχι γιατί εἶναι κλέφτης! Θά πεῖ στή μάνα του ὅτι δούλεψε κάπου κι ἐκείνη θά χαρεῖ μέ τά χρήματα πού θά τῆς πάει. Κι ἄν τόν ἔπιαναν; Κι ἄν μάθαινε ἡ μάνα του καί τά δυό του τά ἀδέλφια ὅτι ἔκλεψε; Μά ἦταν τόση ἡ ἐρημιά, ποιός θά τόν ἔβλεπε;
Τό αὐτοκίνητο πού σταμάτησε λίγο ἔξω ἀπό τά μνήματα ἔκανε τήν καρδιά τοῦ Ἀλέξανδρου νά γοργοκτυπήσει. Εἶδε μιά κυρία ἀπό μακριά νά βγαίνει, νά τό κλειδώνει καί νά ἀπομακρύνεται. Ὁ Ἀλέξανδρος πλησίασε μέ προσοχή καί κοίταξε μέσα στό ἁμάξι. Μιά μεγάλη μαύρη γυναικεία τσάντα ἦταν στό πίσω κάθισμα. Εἶδε ὅτι ἡ κυρία εἶχε ἀπομακρυνθεῖ ἀρκετά καί ἀφοῦ βεβαιώθηκε ὅτι δέν ὑπῆρχε ψυχή ἐκεῖ κοντά, ἔδωσε μιά μέ τόν λοστό πού κρατοῦσε στό τζάμι τῆς πόρτας κι ἐκεῖνο ἔγινε μεμιᾶς θρύψαλα. Ἅρπαξε τήν τσάντα ὁ Ἀλέξανδρος καί μέ πόδια καί χέρια τρεμάμενα ἔτρεξε νά κρυφτεῖ.
Ὅταν ἔνιωσε πώς ἦταν πιά ἀσφαλισμένος, κοίταξε μέ φόβο τήν τσάντα. Τά χέρια του δίσταζαν νά τήν ἀνοίξουν. Ὕστερα δίχως νά τό καταλάβει τόν πιάσανε τά κλάματα. Ἦταν πιά κλέφτης! Κι ὄχι μόνο κλέφτης. Ἦταν καί κακοποιός, ἀφοῦ ἔκανε τέτοια ζημιά καί στό αὐτοκίνητο τῆς γυναίκας. Ἔμεινε ὥρα πολλή νά κοιτάει τήν κλεμμένη τσάντα ὁ Ἀλέξανδρος. «Τώρα τό ἔκανες», εἶπε γιά νά δώσει θάρρος στόν ἑαυτό του καί μέ μιά ἀποφασιστική κίνηση ἄνοιξε τήν τσάντα. Τά μάτια του ἔλαμψαν ἀπό χαρά σάν εἶδε τό φουσκωμένο πορτοφόλι. Τό ἄνοιξε μέ χέρια τρεμάμενα. Τόσα λεφτά δέν εἶχαν ξαναπιάσει τά χέρια του. Τά μέτρησε μέ προσοχή. Χίλια διακόσια πενήντα εὐρώ. Χαμογέλασε μέ πίκρα στή σκέψη ὅτι στήν πρώτη του «ἐπιχείρηση» στάθηκε τόσο τυχερός.
Ψαχούλεψε μέ ἀπληστία τήν τσάντα ὁ Ἀλέξανδρος καί τό χέρι του ἔπιασε τό κινητό. Τινάχτηκε ἀπό τή θέση του, ὅταν τό ἄκουσε νά κτυπᾶ καί ἡ καρδιά του πῆγε νά σπάσει. Σίγουρα ψάχνανε τήν τσάντα! Ἴσως καί νά τόν ἐντόπιζαν καί μέσα ἀπό τό κινητό.
Ἔβγαλε τά λεφτά ἀπό τό πορτοφόλι, γιά νά τά βάλει στήν τσέπη τοῦ μπουφάν του. Καί τότε εἶδε ὅτι σέ μιά θήκη τοῦ πορτοφολιοῦ ἦταν ἡ ταυτότητα τῆς γυναίκας πού ἔκλεψε. Δέν πίστευε στά μάτια του μέ αὐτό πού εἶδε. Καί ξανάβαλε τά κλάματα σάν μικρό παιδί. Ἦταν ἡ κυρία του, ἡ ἀγαπημένη του κυρία πού σάν ἔχασε τόν πατέρα του, στή Β´ Γυμνασίου, τοῦ στάθηκε σάν δεύτερη μάνα. Κοίταξε τή φωτογραφία τῆς ταυτότητας ὁ Ἀλέξανδρος κι εἶδε τά μάτια της νά τόν κοιτοῦν μέ ἀγάπη.
-Κυρία μου, κυρία μου, οὔρλιαξε σχεδόν ἀπό πόνο καί τά χρήματα στήν τσέπη του πῆραν φωτιά. Κοίταξε μέ ντροπή τό μπουφάν πού φοροῦσε. Ἡ κύρια τοῦ τό ἀγόρασε τή χρονιά ἐκείνη...
Σηκώθηκε σάν μεθυσμένος ὁ Ἀλέξανδρος κι ἔτρεξε τρικλίζοντας σχεδόν πρός τά μνήματα. Μπορεῖ καί νά τήν προλάβαινε. Τά ἀπομεινάρια ἀπό τά θρύψαλα τοῦ τζαμιοῦ ἦταν ἐκεῖ, μά τό αὐτοκίνητο εἶχε φύγει. Τά θρύψαλα θαρρεῖς καί μπῆκαν στήν καρδιά του καί τήν ξέσκιζαν. Δέν ἤξερε τί νά κάνει. Νά πάει στήν ἀστυνομία νά παραδώσει τήν τσάντα καί νά ὁμολογήσει τήν πράξη του ἤ νά πάει νά βρεῖ τήν κυρία του; Τό ζεστό βλέμμα πού τόν κοιτοῦσε μέσα ἀπό τή φωτογραφία τόν ἔκανε νά πάρει τήν ἀπόφαση νά τρέξει κοντά της. Ἤξερε τό σπίτι της... ἤξερε καί τή μεγάλη της καρδιά. Ἄλλωστε τούς εἶχε μιλήσει τόσες φορές στό σχολεῖο γιά τή μετάνοια καί τήν ἐπανόρθωση!
Κτύπησε τό κουδούνι καί περίμενε μέ ἀγωνία νά φανεῖ στήν πόρτα ἡ κυρία του. Σάν ἄνοιξε, δέν σήκωσε τό κεφάλι νά τήν κοιτάξει κι ἐκείνη δέν τόν γνώρισε ἀμέσως ἔτσι σκυφτός πού ἦταν, μά γνώρισε τήν τσάντα πού εἶχε στά χέρια του.
-Βρῆκες τήν τσάντα μου, παιδί μου, εἶπε καί τόν τράβηξε μέσα στό σπίτι.
Σήκωσε τό κεφάλι ὁ Ἀλέξανδρος καί τήν κοίταξε.
-Ἀλέξανδρε, παιδί μου, Ἀλέξανδρε, ἐσύ εἶσαι; ρώτησε μέ λαχτάρα ἡ κυρία του καί πῆγε νά τόν ἀγκαλιάσει, μά ἐκεῖνος σωριάστηκε στά γόνατα μπροστά της.
-Κυρία μου, ἐγώ, ἐγώ τό ἔκανα, συγχωρέστε με! Ὁ Ἀλέξανδρός σας ἔγινε κλέφτης!
-Σήκω, Ἀλέξανδρε, σήκω, παιδί μου, δέν εἶσαι κλέφτης! Ἄν ἤσουν κλέφτης, δέν θά ἤσουν τώρα ἐδῶ!
Τήν παραμονή τῆς Πρωτοχρονιᾶς ὁ Ἀλέξανδρος μέ 1.250 εὐρώ στά χέρια ἔβγαλε τά ἀδέλφια του νά τούς ἀγοράσει καινούργια ροῦχα καί παπούτσια. Ὁ ἴδιος εἶχε ἀρνηθεῖ νά πάρει ὁτιδήποτε ἀπό τά χρήματα πού τοῦ ἔδωσε ἡ κυρία του. Ὅ,τι περίσσεψε τά ἔδωσε στή μητέρα του γιά τά ψώνια τῆς Πρωτοχρονιᾶς. Σάν γύρισε στό σπίτι βρῆκε τήν κυρία του νά τόν περιμένει μέ ἕνα ὁλοκαίνουργιο μπουφάν.
Κανείς ποτέ δέν ἔμαθε τί ἔγινε ἐκεῖνο τό ἀπόγευμα τῆς προπαραμονῆς τῆς Πρωτοχρονιᾶς ἔξω ἀπό τά κοιμητήρια. Μόνον ὁ Ἀλέξανδρος κι ἡ κυρία του τό γνώριζαν κι ἤξεραν πολύ καλά κι οἱ δυό τους πώς ἐκεῖνος ὁ καινούργιος χρόνος θά εἶχε ἕναν λιγότερο κλέφτη καί ὅτι ἐκεῖ ἔξω ἀπό τά μνήματα ὁ διάβολος ἔγινε θρύψαλα!
Ἑλένη Βασιλείου
"'Απολύτρωσις",
Τεῡχος Ἰανουαρίου 2025