Ὁ Ἐκκλησιαστής γιά τόν χρόνο

  old testamentcΣτήν ὁμάδα τῶν σοφιολογικῶν βιβλίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, ἐκείνων δηλαδή πού περιέχουν ἀποθησαυ­ρι­σμέ­νη σέ ποιητική μορφή τήν ἀνθρώπινη καί θεϊ­κή σοφία τοῦ ἀρχαίου Ἰ­σραήλ (Ψαλμοί, Ἰώβ, Παροιμίες, Ἆ­σμα Ἀσμάτων, Σοφία Σολομῶντος, Σοφία Σειράχ), ἀνήκει καί ἕνα πολύ ἰδιαίτερο βιβλίο πού ἐπιγράφεται «Ἐκ­κλησιαστής». Τό ὄνομά του παραπέμπει σέ ἐκκλησιαστι­κή σύναξη, τήν ὁ­ποία ἔχει συγκαλέσει ὁ Ἐκκλησιαστής μέ σκοπό νά μεταφέρει τό ἀπόσταγμα τῆς σοφίας του. Συστή­νε­ται ὡς «γιός τοῦ Δαβίδ» καί «βασιλιάς τῆς Ἰε­ρου­σα­λήμ», πού συγκέντρωσε πολ­λή σοφία καί πλούτη ἀπό τή συνε­τή διακυβέρνη­ση τοῦ κράτους του. Τά στοι­χεῖα αὐτά τῆς ταυτότητας τοῦ Ἐκ­κλη­σιαστῆ παραπέμπουν στόν γνωστό βασι­λιά Σολο­μῶντα, ὁ ὁποῖος παραδί­δε­ται καί ὡς συγγραφέας τοῦ βιβλίου ἀπό τήν ἀρ­χαί­α ἰουδαϊκή καί χριστιανική παράδοση.
  Περιεχόμενο τῆς διδαχῆς τοῦ βιβλί­ου εἶναι ἡ ἀξιολόγηση ὅλων τῶν ἀγα­θῶν, τά ὁποῖα περιβάλλουν τή ζωή τοῦ ἀν­θρώπου. Σκέπτεται καί ζυγίζει τήν ἀ­ξία πού μπορεῖ νά ἔχουν. Τό γενικό συ­μπέ­ρασμά του τό ἀποτυπώνει σέ ἕνα σύντομο ἀπόφθεγμα, πού χρησιμοποιεῖ­ται μέχρι σήμερα: «Ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης» (1,2). Πρό­­κειται γιά μία ἐπαναλαμβανόμενη διαπί­στω­ση γιά κάθε ἕνα ἀπό τά ἀγαθά πού μελετᾶ: τή σοφία καί τή γνώση, τή δικαι­οσύνη καί τήν ἀδικία, τήν ἐξουσία καί τή δύναμη, τόν πλοῦτο, τήν ἐργασία, τήν ἀπόλαυση, τή φιλία καί τή μοναξιά, τήν εὐτυχία καί τή δυστυχία, τήν εὐ­σέ­βεια, τήν ἀσέβεια, τήν ἐπιτυχία, τήν ἀ­πο­τυχία, τήν ἐπιβράβευση καί τήν τι­μω­ρία, τά νιά­τα καί τά γηρατειά, τή ζωή καί τόν θάνατο.
  Φυσικά ἀπό ὅλα αὐτά τά θέματα δέν θά μποροῦσε νά λείπει καί ἡ ἀξιολόγηση τοῦ χρόνου. Τόν χρόνο αὐτόν πού πα­νη­γυρικά κάθε φορά οἱ ἄνθρωποι ὑπο­δέ­χονται σέ ὅλο τόν κόσμο μέ ζητω­­κραυ­γές καί χορούς. Ἐνδόμυχα καί ἀνομολόγητα ἴσως προσπαθοῦν νά ἐνισχύσουν τήν ἐλπίδα τους γιά ἕνα καλύτερο μέλλον, τή στιγμή πού ὅλα τά ση­μεῖα τοῦ παρόντος συνήθως προμη­νύ­ουν τό ἀντίθετο. Οἱ ἀπόψεις τοῦ Ἐκ­κλησιαστῆ μᾶς βοηθοῦν νά ξανα­­σκε­φτοῦμε τό ζήτημα τοῦ χρόνου, τήν ἀξία του στή ζωή μας καί τήν ἀξιοποίησή του. Καί εἶναι βοηθητικές καί μέ τούς τρεῖς τρόπους πού διατυπώνονται, τόν ἀπαισιόδοξο, τόν ρεαλιστικό καί τόν αἰσιόδο­ξο, ἐφόσον δέν πρόκειται μόνο γιά ἀν­θρώπινη σοφία ἀλλά καί θεόπνευστη.
  Ἡ ἀπαισιόδοξη πτυχή ἐκφράζεται μέ τό ρητό πού μνημονεύθηκε παραπάνω· «τά πάντα εἶναι μάταια». Ἡ ματαιότητα τοῦ χρόνου προέρχεται γιά τόν Ἐκκλησιαστή ἀπό τήν ἀέναη κυκλική κίνησή του: Ὅσα ἔγιναν στό παρελθόν θά ξα­να­γίνουν στό μέλλον, ὅσα γίνουν στό μέλλον ἔχουν ξαναγίνει στό παρελ­θόν. Ὅλα περνοῦν καί χάνονται, καθώς ὁ χρόνος κυλάει συνεχῶς, ἔρχεται καί φεύ­­γει, ἀρχίζει καί τελειώνει, παρασέρνοντας τά πάντα μαζί του. Ἀ­ποδεικνύεται ἔτσι ἀπολύτως ἀδύναμος νά ἱκανοποι­ήσει τήν ἐσωτερική λαχτά­ρα τοῦ ἀν­θρώπου γιά μονιμότητα καί αἰωνιότητα. Ὁ ἄνθρωπος δέν μπορεῖ νά κατανοήσει τό παρελθόν, ἀγνοεῖ καί τό μέλ­λον καί αὐτό προσθέτει περισσότερη θλίψη καί ἀγωνία στή ζωή του.
Ἡ ἀποθάρρυνση αὐτή βοηθᾶ τόν ἄνθρωπο νά ἀποφύγει νά δώσει στόν χρόνο περισσότερη ἀξία ἀπό ὅση τοῦ πρέπει καί νά αἰσθανθεῖ ἀσφαλής μέ πράγματα ἀσταθῆ.   Θά μπορέσει ἔτσι νά ἑστιάσει καλύτερα στήν πραγματικότη­τα πού ἔχει στά χέρια του, στό παρόν, καί αὐτό νά τό ἀξιοποιήσει: «Γιά ὅλα πά­νω στή γῆ ὑπάρχει ὁ κατάλληλος χρό­νος καί ὁ συγκεκριμένος καιρός... και­­ρός πού κλαίει κανείς καί πού γελά­ει... καιρός πού ἀποκτάει κανείς καί καιρός πού χάνει... καιρός γιά πόλεμο καί καιρός γιά εἰρήνη... Ὁ Θεός ἔχει ὁρίσει τόν κατάλληλο καιρό πού κάνει τό καθετί. Καί μέσα στόν ἄνθρωπο ἔβαλε τήν αἴ­σθηση τῆς αἰωνιότητας... Ἔτσι κατάλα­βα πώς δέν ὑπάρχει ἄλλη εὐτυχία γιά τόν ἄνθρωπο... ὅταν μπορεῖ κανείς νά τρώει καί νά πίνει καί νά ἀπο­λαμβάνει τά ἀγαθά τοῦ κόπου του, αὐτό εἶναι δῶ­ρο Θεοῦ» (3,1-13). Γι’ αὐτό καί προτρέπει τόν ἄνθρωπο νά ἀξιοποιήσει τό «τώ­­ρα», πού ἔχει στή διάθεσή του μέ τόν καλύτερο τρόπο πού μπορεῖ: «Σπεῖρε τόν σπόρο σου τό πρωί, σπεῖρε τον καί τό βράδυ· γιατί ποῦ ξέρεις; Μπορεῖ μιά ἀπό τίς δύο σπορές νά εὐδοκιμήσει ἤ μπορεῖ νά εὐδοκιμήσουν καί οἱ δυό» (11,6).
  Ἔτσι ὁ Ἐκκλησιαστής καταλήγει στή διαπίστωση πώς, ὅταν ὁ ἄνθρωπος ἀπολαμβάνει τό παρόν του μέ εὐγνωμοσύνη στόν Δημιουργό «ὡς δῶρο Θεοῦ, δέν θά ἀνησυχεῖ, ὅταν θά σκέφτεται πώς οἱ μέρες τῆς ζωῆς του εἶναι λιγοστές» (5,19). Διότι θά βρίσκεται σέ συνε­χῆ κοινωνία καί ἐπαφή μέ τόν Θεό πού θά τοῦ δίνει αἰσιοδοξία γιά τό μέλλον καί γιά ὅλη τή ζωή του, ἀφοῦ «τώρα κατά­λα­βα», ὁμολογεῖ, ὅτι μόνον «ὅλα ὅσα κάνει ὁ Θεός μένουν γιά πάντα. Τίποτε δέν μπορεῖ κανείς νά τούς προσθέσει οὔτε νά ἀφαιρέσει τίποτε ἀπ᾽ αὐτά» (3,14).
  Καί συνοψίζει: «Ἄκου τό συμπέρασμα ὅλων αὐτῶν τῶν λόγων: Νά σέβεσαι τόν Θεό καί νά τηρεῖς τίς ἐντολές του· αὐτό εἶναι τό πᾶν γιά τόν ἄνθρωπο. Γιατί ὁ Θεός κρίνει ὅλες τίς πράξεις μας, εἴτε ἀγαθές εἴτε κακές, ἀκόμα καί τίς πιό ἀπόκρυφες» (12,13-14).

Ἀθανάσιος Γ. Παπαρνάκης

"Ἀπολύτρωσις",

Τεῡχος Ἰανουαρίου 2025