Ἕως πότε;

  zoigoulacἝνας κλειστός οὐρανός. Πού δέν ἀ­κού­ει, δέν ἐξηγεῖ καί δέν ἀπαντάει. Τά χέρια ὑψωμένα ἀλλά ἄδεια. Δικαιολογημένα ὅσοι περνοῦν ἀποροῦν: Κύριε, αὐ­τός ἁμάρτησε ἤ οἱ γονεῖς του καί εἶ­ναι ἔτσι κλειστοί οἱ οὐ­ρανοί στή ζωή του;
  Ἡ γῆ τοῦ φθινοπώρου δέν ἔχει τέτοια ἐρω­­τήματα. Δέχτηκε τόν σπόρο στά χώμα­τά της καί τώρα περιμένει στή σκοτεινιά καί στήν παγωνιά. Πόσο; Δέν ξέρει. Δέν ἔχει μέ­τρο νά ὑπολογίσει τόν χρόνο πού περνᾶ. Ὁ Θεός ξέρει. Αὐτή μόνο περιμένει μέσα στή σιωπή τήν πρώτη βροχή.
  Δέν εἶναι μόνον ἡ γῆ. Ὅλα πάνω σ᾽ αὐ­τήν περιμένουν κάτι. Ὅλα τά πλάσμα­τα πε­ριμένουν πότε θά τούς δοθεῖ ἡ τρο­φή τους τήν ὥρα πού πεινοῦν. Τά παιδιά ἀδημονοῦν πότε θά σχολάσουν ἀπ᾽ τό σχολεῖο κι οἱ μεγάλοι πότε οἱ πόλεμοι γύ­ρω μας. Ὁ δουλευτής πότε θά τελειώσει ὁ κόπος τῆς μέρας καί ὁ Ἰώβ τῆς κάθε ἀ­σθένειας πότε θά ξημε­ρώσει καί μετά πά­λι πότε θά βραδιάσει. Περιμένουν καί οἱ μή ἔχοντες καί οἱ ἔχοντες. Οἱ πρῶτοι γιά νά τελειώσει ἡ θλίψη τους καί οἱ ἄλλοι γιά νά περάσει ἡ πλήξη τους.
  Περιμένει ὅλη ἡ κτίση. Στενάζει πότε θά φύγει ἀπ᾽ τή δουλεία τῆς φθορᾶς στήν ἐ­λευθερία τῆς δόξας. Στενάζουν τά ἄ­στρα τοῦ οὐρανοῦ, τά σπήλαια τῆς γῆς, τά χάη τῆς θά­λασσας. Τά καταλα­βαί­νω. Τό ἴδιο κι ἐγώ. Ἀπόκαμα περιμένοντας.
  Ἀκόμα καί στό θυσιαστήριο τοῦ οὐ­ρα­νοῦ οἱ ἄνθρωποι περιμένουν. Μέ φω­νή μεγάλη κράζουν οἱ μάρτυρες: Ἕως πότε, Κύ­ριε, θά περιμένουμε νά κρίνεις καί νά ἀπο­δώ­­σεις τό δίκιο μας γιά τό αἷ­μα πού χύσαμε; Ἔρχου, Κύριε!
  Ἄρχισαν κιόλας νά ἀκούγονται μακρινοί ὕμνοι, κάλαντα, τραγούδια. Περιμένουμε Χρι­­στούγεννα! Χιλιάδες χρόνια ἀ­νυπολόγι­στα ἦταν κλειστοί οἱ οὐρανοί. Ὁ κόσμος κατέρρεε, ἔσβηνε, ἀλλά κάποιοι περίμεναν. Δέν ἀπόστασαν νά περιμένουν. Καί γι᾽ αὐτό μιά νύχτα σκοτει­νή οἱ οὐρανοί ἄ­νοιξαν. Καί νά τί μᾶς ἔ­φεραν: Ἕνα βρέφος ὁλό­λα­μπρο, ὁλό­χα­ρο νά εἶ­ναι μαζί μας γιά πάντα. Τόν Ἀνα­μενόμενο! Σκέψου, νά μήν τόν περίμενε κανείς!
  Κι ἄν τότε πού ἤμασταν ξένοι καί ἀ­πόκληροι, περιμένοντας αἰῶνες μές στίς κραυγές, μᾶς χαρίστηκαν αὐτοί οἱ οὐρανοί, πόσο τώρα πού μᾶς ἔκανε τέ­κνα Θε­οῦ μποροῦμε νά περιμένουμε μέ γαλήνη καί ἐλπίδα νά ξανανοίξουν οἱ οὐρανοί στή ζωή μας καί στήν ἱστορία μας! Πρέπει ὅ­μως νά μάθουμε νά περιμένουμε. Πρέπει νά πάρουμε τή ζωή μας ἀπό τό αὔριο τῆς ἀγωνίας καί νά τήν ξαναγυρίσουμε στό σήμερα τῆς εὐ­λογίας.
  Σάν τό παιδί πού παίζει καί δέν θέλει νά τελειώ­σει αὐτή ἡ ὥρα. Ἤ σάν τόν ἐ­ρη­μί­τη πού ἀκούει τή βοή τῶν ἀνέμων, τόν ἦχο τῆς βροχῆς, τό πέταγ­μα τῶν πουλιῶν, τό θρόισμα τοῦ δάσους, τόν πόνο τῶν ἀνθρώπων καί προσευχόμενος γιά ὅλα δέν βιάζεται νά τελειώσει αὐτή ἡ μέ­ρα.
  Νά, κάπως σάν ἐκείνη τή νύχτα τῶν Χριστουγέννων πού ἦταν ἡ πρώτη καί μοναδική φορά στήν ἱ­στορία τοῦ κόσμου πού οἱ ἄνθρωποι ἀλλά καί ὅλη ἡ πλάση δέν περίμεναν πλέον τίποτα. Ὅ,τι ἤθελαν ἦταν ἐκεῖ. Μέσα στή σπηλιά.

Ζ.Γ.

"Ἀπολύτρωσις",

Τεῡχος Νοεμβρίου 2024