Τό γαλανό, τό καθαρό

Ἀπό πολύ μικρός ὁ Χάνς ὀνειρευόταν τή στιγμή πού θά σηκώσει τό βλέμμα του καί θά ἀντικρίσει τόν ἀττικό οὐρανό. Κά­που διάβασε πώς ἦταν τόσο γαλάζιος, πού καί τό γαλάζιο μπροστά του εἶ­ναι θαμπό! Προσπάθησε πολλές φο­ρές νά τό φανταστεῖ, μά δέν ἦταν εὐχαριστημένος ἀπό τή φαντασία του. Καί νά! Πατάει τό πόδι του στή δικιά τους Ἀ­θή­να καί περιμένει νά ξημερώσει. Ἡ μετάθεσή του κι ἡ τοποθέτησή του στήν Ἀθή­να τόν ξάφνιασε καί τόν γέμισε χα­ρά. Βγῆ­κε στό μπαλκόνι τοῦ σπιτιοῦ, πού λειτουργοῦσε ὡς ἕνα εἶδος Φρουραρ­χεί­ου, κι ἔριξε μιά ματιά στόν ἄδειο δρό­μο.

- Θά δεῖς πράγματα πού θά σέ λυπή­σουν, ἄκουσε πίσω του τόν λοχαγό πού ἀπό αὔριο θά ἀντικαθιστοῦσε. Καλύτε­ρα τήν Ἀθήνα νά τήν ξέρεις ἀπό μακριά.

Γύρισε καί τόν κοίταξε ἀπορημένος ὁ Χάνς.

- Τί ἐννοεῖς; τόν ρώτησε.

- ΟἱἝλληνες μᾶς κάνουν τή ζωή δύσκολη, μᾶς θεωροῦν κατακτητές! ἀ­πάντησε ἐκεῖνος καί ξαναμπῆκε μέσα στό σπίτι.

Κοιμήθηκε μέ τά λόγια τοῦ συναδέλφου του στό μυαλό του. Τό ἤξερε ὁ Χάνς ὅτι ἦταν κατακτητές καί θά προτιμοῦσε νά εἶχε ἡ Γερμανία σύμμαχο τήν Ἑλλάδα, μά ἡ Ἑλλάδα διάλεξε νά γίνει ἐχθρός τῆς Γερμανίας καί μάλιστα ἀπό τούς πιό ἐπικίνδυνους.

«Μιά μέρα θά καταλάβουν οἱἝλληνες τό λάθος τους», ψιθύρισε καί ἀποκοιμήθηκε μέ τή γλυκιά σκέψη ὅτι τό πρωί θά ἀντίκριζε τόν ἀττικό οὐρανό. Τοῦ εἶ­παν ὅτι τήν πρώτη μέρα στήν Ἀθήνα ἦ­ταν ἐλεύθερος ὑπηρεσίας, γιά νά γνωρίσει τόν τόπο πού θά ὑπηρετοῦσε.

Ἦταν ἀξημέρωτα ἀκόμα, ὅταν ξύπνησε ἀπό τίς ἄγριες φωνές τῶν γερμα­νῶν στρατιωτῶν κι ἀναρωτήθηκε γιά μιά στιγμή ποῦ βρίσκεται. Ντύθηκε βιαστικά καί βγῆκε στόν χῶρο πού χρησιμοποι­οῦ­σαν σάν ἀνακριτικό γραφεῖο. Ὅλοι δείχνανε ἀναστατωμένοι καί μιλοῦ­σαν δυ­νατά. Ἀνάμεσά τους δυό ἀγόρια -γύρω στά δεκαπέντε- ἦταν οἱ μόνοι ἀτάραχοι. Ἕνας Ἕλληνας πού ἤξερε Γερμανικά ἔ­κα­νε τόν διερμηνέα.

- Τί ζητούσατε τέτοια ὥρα ἔξω ἀπό τό Φρουραρχεῖο;

Ἀπάντηση καμιά!

Τό δυνατό χαστούκι πού ἔδωσε ὁ γερμανός στρατιώτης στό ἕνα ἀπό τά δυό παιδιά ἄφησε τόν Χάνς ἐμβρόντη­το. Τό εἶδε ὁ ἀπερχόμενος ἀξιωματικός καί χαμογέλασε.

- Αὐτό εἶναι χάδι, τοῦ εἶπε καί δίχως δεύτερη σκέψη γύρισε στούς στρατιῶ­τες πού συνέλαβαν τά δυό παιδιά.

- Τήν ὑπόθεση αὐτή θά τή διαχειριστεῖ ὁ νέος σας λοχαγός, εἶπε καί βγῆκε ἀπό τό γραφεῖο.

- Μά... ἐγώ εἶμαι ἐλεύθερος ὑπηρεσίας σήμερα γιά νά γνωρίσω τήν Ἀθήνα, διαμαρτυρήθηκε ὁ Χάνς.

- Αὐτή εἶναι, φίλε μου, ἡ Ἀθήνα! ἀ­κούστηκε κοροϊδευτική ἡ φωνή τοῦ συναδέλφου του.

Ἔμεινε μόνος μέ τά δύο ἀγόρια καί τούς στρατιῶτες ὁ Χάνς. Ἔδιωξε καί τόν διερμηνέα, γιατί ὁ ἴδιος ἤξερε Ἑλληνικά! Τό ἀγόρι πού δέχτηκε τό χαστούκι τόν κοίταξε ἀγέρωχα στά μάτια.

- Πῶς σέ λένε; τόν ρώτησε ὅσο πιό ἤρεμα μποροῦσε.

- Ἀντώνη! ἀπάντησε, δίχως νά πάψει νά τόν κοιτάει ὁ μικρός.

- Ἐγώ εἶμαι ὁ Χάνς, κι ἀγαπῶ πολύ τήν Ἑλλάδα, τοῦ εἶπε καί στράφηκε στόν δεύτερο νεαρό.

- Ἐσένα, πῶς σέ λένε; τόν ρώτησε.

- Μέ λένε Φώτη κι ἀγαπῶ πολύ τήν Ἑλλάδα! ἀπάντησε ἀγέρωχα ἐκεῖνος.

- Λοιπόν, Φώτη, θά μοῦ πεῖς τί ζη­τού­σατε ἀξημέρωτα στόν δρόμο;

- Βγήκαμε γιά περίπατο, ἀπάντησε ὁ Φώτης.

- Περίπατο σέ ὥρα πού ἀπαγορεύεται ἡ κυκλοφορία;

- Στή Γερμανία ἀπαγορεύεται ἡ κυκλοφορία; ρώτησε ὑψώνοντας τή φωνή του ὁ Ἀντώνης.

Ὁ Χάνς τά βρῆκε σκοῦρα στήν ἐρώτηση αὐτή καί προσπάθησε νά ξεγλι­στρή­σει.

- Οἱ γονεῖς σας τό ξέρουν; ρώτησε μέ ἤπιο τόνο.

- Ὄχι! ἀπάντησε ὁ Φώτης. Νομίζουν ὅτι εἴμαστε ἀκόμα στό κρεβάτι μας.

- Καί γιατί δέν εἶστε; ρώτησε πιό αὐ­στηρά ὁ Χάνς.

- Γιατί εἴμαστε Ἕλληνες! ἀπάντησαν μέ μιά φωνή τά δυό ἀγόρια.

- Τί ἐννοεῖτε; ρώτησε μπερδεμένος ὁ Χάνς.

Τά δυό παιδιά κοίταξαν μέ νόημα τό ἕνα τό ἄλλο. Τί εἶχαν νά χάσουν, ἄν ἔλεγαν τήν ἀλήθεια; Ἔτσι κι ἀλλιῶς τούς πιάσανε.

- Θέλεις νά δεῖς γιατί βγήκαμε; Θέλεις νά δεῖς τί κάναμε; Οἱ στρατιῶτες μᾶς πιάσανε, ἀφοῦ τελειώσαμε καί γυρνούσαμε στά σπίτια μας κι οὔτε κατάλαβαν τί κάναμε, εἶπε ὁἈντώνης. Ἄν θέ­λεις, πᾶμε νά σοῦ δείξουμε!

- Θέλω! ἀπάντησε ὁ Χάνς καί βγῆκε μέ τά δυό παιδιά καί τούς δυό γερμανούς στρατιῶτες στόν δρόμο. Τρεῖς δρόμους παρακάτω φάνηκε ἕνας μακρύς τοῖχος καί πάνω του φρεσκογραμμένο μέ μπλέ μπογιά: ΖΗΤΩ Η 28η ΟΚΤΩΒΡΙ­ΟΥ, ΖΗΤΩ Η ΕΛΛΑΔΑ, ΖΗΤΩ Η ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!

- Σήμερα ἔχουμε 28 Ὀκτωβρίου 1943! Πρίν 3 χρόνια ὅλη ἡ Ἑλλάδα ἦταν ἐλεύθερη καί περήφανη! εἶπε ὁἈντώνης καμαρώνοντας γιά ὅ,τι ἔκανε.

Ὁ Χάνς κοίταζε μιά τά παιδιά καί μιά τό σύνθημα στόν τοῖχο. Οἱ στρατιῶτες πού ἦταν μαζί του σημάδευαν ἀκόμα τά παιδιά.

- Ὅλη ἡἈθήνα ἀπόψε γέμισε συν­θή­ματα, συμπλήρωσε ὁ Φώτης. Κάθε γειτονιά εἶχε κι ἕναν ἄσπρο τοῖχο! Γιά νά τό ἀπο­φεύγατε ἤἔπρεπε νά φύγετε καί νά μᾶς ἀφήσετε ἥσυχους στήν πατρίδα μας ἤἔπρεπε νά συλλάβετε ὅλα τά παιδιά τῆς Ἀθήνας!

- Ποιός σᾶς ἔδωσε ἐντολή νά τό κάνετε; ρώτησε ὁ Χάνς.

- Ἡ καρδιά μας! ἀπάντησε ὁἈντώνης κι ὁ Χάνς δέν μπόρεσε ἄλλο νά τόν κοιτάξει στά μάτια. Ἔκανε νόημα στούς στρατιῶτες νά φύγουν. Ἤδη εἶχε ξημερώσει κι ἡ κυκλοφορία στούς δρόμους ἄρχισε.

- Πηγαίνετε στά σπίτια σας, εἶπε χαμηλόφωνα στά δυό παιδιά ὁ Χάνς καί τό μόνο πού ἔνιωθε ἐκείνη τήν ὥρα ἦταν ἕνα αἴσθημα ντροπῆς ἀνάμικτο μέ θαυ­μασμό. «Αὐτή εἶναι ἡ Ἀθήνα!», ἀντήχησαν στά ἀφτιά του τά λόγια τοῦ συναδέλφου του.

«Αὐτοί εἶναι οἱἝλληνες», μουρμούρισε, κι ἔτσι ὅπως γύρισε τά μάτια του στόν ἀττικό οὐρανό, τοῦ φάνηκε θαμπός μπρο­­στά στά μάτια τοῦ Ἀντώνη καί τοῦ Φώτη.

Ἑλένη Βασιλείου

"Ἀπολύτρωσις",

Τεύχος Ὀκτωβρίου 2024