Ἡ παρέλαση τῆς 28ης Ὀκτωβρίου, στή Θεσσαλονίκη πού γιορτάζει, εἶναι ἀπό μόνη της μιά γιορτή.
Ἄν καί ἔχουν εἰπωθεῖ ἀντίθετες ἀπόψεις κατά καιρούς περί ἄσκοπης κατανάλωσης καυσίμων στά πολεμικά ὀχήματα πού παρελαύνουν καί καλλιέργειας πολεμικοῦ κλίματος, τίποτα ἀπό αὐτά δέν ἰσχύει στήν πραγματικότητα. Ἰδιαίτερα ἡ στρατιωτική παρέλαση τῆς Θεσσαλονίκης, πού εἶναι κατά κοινή ὁμολογία ἐντυπωσιακή καί μεγαλειώδης, δημιουργεῖ ἕνα συναίσθημα συχνά πλακωμένο τά τελευταῖα χρόνια καί κάποτε ἐπιμελῶς καταρρακωμένο: ἐθνική ὑπερηφάνεια! Στίς δύσκολες οἰκονομικές συνθῆκες, στό πνεῦμα ἀπαξίωσης τοῦ στρατοῦ, τόν ὠχαδερφισμό καί τό «δέ βαριέσαι», μέ δυό λόγια μέσα στό χάλι μας, ὅταν ἀντικρίζουμε νέα παιδιά στό κρύο ἤ στή ζέστη, νά τραγουδοῦν μέ καμάρι τό «Μακεδονία ξακουστή» καί νά ὑψώνουν τήν ἑλληνική σημαία, ἀναπτερώνεται τό ἠθικό. Ἡ παρέλαση τῆς 28ης Ὀκτωβρίου δέν εἶναι ἐπίδειξη στρατιωτικῆς ἰσχύος -ἐξάλλου, παρακολουθώντας τά στρατιωτικά τμήματα νά περνοῦν μπροστά μας εὐχόμαστε μυστικά νά μή χρειαστεῖ νά τή δείξουν ποτέ. Εἶναι κυρίως ξαναζωντάνεμα τῆς ἐλπίδας ὅτι ἀκόμη καί ἄν κάποιοι προσπαθοῦν γιά τό ἀντίθετο, ἡ ἀγάπη γιά τήν πατρίδα δέν ξεριζώνεται εὔκολα ἀπό τήν ψυχή τοῦ Ἕλληνα.
Ἀναρωτιόμαστε μαζί μέ τόν ἀκαδημαϊκό Σπύρο Μελᾶ στό βιβλίο του «Δόξα τοῦ ᾽40»: «...Τί θά κάνει ἡ νέα γενιά; Ποιούς δρόμους θά τραβήξει;... Αὐτά τά ἀγωνιώδη ἐρωτηματικά δέν εἶναι ἀστήρικτα. Μέσα στήν ἀτμόσφαιρα τῆς κοπώσεως πού εἶχε δημιουργηθεῖ ἀπό τούς δικούς μας πολέμους, ἀτμόσφαιρα δηλητηριασμένη ἐπίσης καί ἀπό τίς ἐσωτερικές διαιρέσεις, εἶχε ἀναπτυχθεῖ μιά τάση ὑλιστικοῦ ἡδονισμοῦ, μιά διανοητικότητα διεθνιστική καί κοσμοπολίτικη. Βλέπαμε, μέ τή ζωηρότερη ἀνησυχία, ν᾽ αὐξάνει αὐτό τό ὀλέθριο πνεῦμα πού στοίχισε σέ τόσους ἄλλους λαούς τήν ἀτίμωση καί τή δουλεία».
Ἐκεῖνος κατάφερε καί πῆρε τήν ἀπάντηση ἀπό τή γενιά τοῦ ᾽40: «Εὐτυχῶς εἴχαμε γελαστεῖ. Καί πρέπει νά ἔχουμε σήμερα τήν ἐντιμότητα νά τ᾽ ὁμολογήσουμε. Τό ρεῦμα πού πολεμούσαμε ἦταν ἐπιπόλαιο. Δέν εἶχε εἰσδύσει βαθιά στήν ψυχή τῆς καινούριας γενιᾶς, ὅπως εἶχε γίνει σ᾽ ἄλλες χῶρες. Εἴχαμε ὑποτιμήσει κάπως τή δύναμη, τή ζωντανότητα τῶν ἑλληνικῶν παραδόσεων. Κάτω ἀπό τή διεθνιστική τάση τῆς μεταπολεμικῆς μόδας, πού εἶχε παρασύρει ἕνα μέρος τῆς νέας γενιᾶς, ὑπῆρχε, ζοῦσε, ὑποσυνείδητα μά δυνατά, τό πανάρχαιο, τό αἰώνιο ἀντιφέγγισμα τοῦ ἑλληνικοῦ ἐθνι- σμοῦ. Πῆραν τόν πυρσό ἀπό τά χέρια μας μέ τήν ἄκρατη ὁρμή τῆς θύελλας. Ἡ Ἑλλάδα μιλεῖ στήν ψυχή τους, τραγουδεῖ τό προαιώνιο τραγούδι της πού εἶναι γεμᾶτο θεϊκό φῶς. Τά ἐρωτηματικά μας τά ᾽σβησαν μέ τήν λάμψη τῶν πράξεών τους».
Τό δικό μας μεγάλο ἐρωτηματικό εἶναι ἄν θά ὑπάρχουν Ἑλληνόπουλα -100 χρόνια μετά τό ἔπος τοῦ ᾽40-, γιά νά κάνουν παρέλαση καί νά κρατοῦν ψηλά τήν ἑλληνική σημαία. Ἄν τό ἀπαντήσουμε αὐτό, τότε τά ὑπόλοιπα μᾶς τά εἶπε σέ παρέλαση τῆς Θεσσαλονίκης ὁ νεαρός σμηναγός τῆς ὁμάδας ἐπιδείξεων «ΖΕΥΣ» τῆς πολεμικῆς μας ἀεροπορίας: «Μόνον οἱ ἐλεύθερες ψυχές κρατοῦν ἐλεύθερες πατρίδες» καί μαζί μέ τό F-16 του ἀνέβασε τίς ψυχές μας στόν γαλάζιο, ἑλληνικό οὐρανό.
Εὔφημη Μπούτσικου-Ρίζου
"Ἀπολύτρωσις",
Τεῡχος Ὀκτωβρίου 2024