Τά παιδιά ἔπαιζαν στούς δρόμους κι οἱ νοικοκυραῖοι χάζευαν τούς ὁδοιπόρους πού περνοῦσαν ἀπ᾽ τά μέρη τους, τούς ἐμπόρους, τούς γυρολόγους. Δέν θά μποροῦσαν ποτέ νά φανταστοῦν ὅτι ἀνάμεσά τους ἦταν καί κάποιοι σπερμολόγοι, ὅπως τούς εἶπαν, πού χάρη σ᾽ αὐτούς θά γραφόταν ἡ μεγαλύτερη ἱστορία τοῦ κόσμου καί ἐκεῖνα τά μέρη τά ἑλληνικά πού κατοικοῦσαν θά περνοῦσαν γιά πάντα στήν ἀθανασία.
Πρῶτα ἡ Κύπρος, ἀπ᾽ τή Σαλαμίνα μέχρι τήν Πάφο. Ἐδῶ πρωτοέφτασαν Βαρνάβας καί Παῦλος. Τήν ξαναεῖδε ὁ Παῦλος μιά ἀκόμη φορά στό τελευταῖο του ταξίδι γιά τήν Ἰταλία. Τῆς ἔριξε τό τελευταῖο βλέμμα ἀπό μακριά.
Ἀκολούθησαν οἱ πεδιάδες τῆς Μακεδονίας. Ὁ Παῦλος καί οἱ συνεργάτες του εὐθυδρόμησαν γιά τή Σαμοθράκη καί τήν ἑπομένη ἦταν στή Νεάπολη. Στούς Φιλίππους ἔμειναν κάποιες μέρες κι ὕστερα διόδευσαν τήν Ἀμφίπολη καί τήν Ἀπολλωνία.
Αὐτό πού ξεχώριζε αὐτούς τούς διαβάτες ἦταν ἡ σπουδή. Ὅλοι οἱ ἄλλοι μπορεῖ καί νά κοντοστέκονταν, νά φλυαροῦσαν, νά περιεργάζονταν τόν κόσμο γύρω τους. Αὐτοί ἐδῶ δέν κοίταζαν τίποτε. Βιασύνη καί ἀγωνία γιά τό Εὐαγγέλιο μόνο. Ὁ Παῦλος βιάζεται νά φτάσει στή Θεσσαλονίκη. Ἔμεινε ἐδῶ «ἐπὶ σάββατα τρία» κοιτώντας τόν ἴδιο οὐρανό πού κοιτάζω σήμερα. Τή Βέροια τήν πρωτοεῖδε νύχτα κυνηγημένος, κι ἀπό ᾽κεῖ κατέβηκε παραθαλασσίως στήν Ἀθήνα. Παρακάτω στήν Κόρινθο ἔμεινε πολύ, ἕναν χρόνο καί ἕξι μῆνες.
Τά ἥσυχα νερά τοῦ Αἰγαίου ἔφεραν κάποια στιγμή τό καράβι τους στή Μυτιλήνη, τήν ἄλλη μέρα ἀπέναντι ἀπ᾽ τή Χίο καί ὕστερα στή Σάμο. Κάποια ἄλλη φορά «εὐθυδρομήσαντες» ἦρθαν στήν Κῶ καί μετά στή Ρόδο. Στίς ἀκρογιαλιές οἱ ψαράδες ἅπλωναν τά δίχτυα τους. Καί δίπλα τους -ποῦ νά τό ξέρουν;- περνοῦσε ὁ μεγαλύτερος ἁλιεύς ἀνθρώπων πού γνώρισε ὁ κόσμος.
Τήν Κρήτη τήν ὑπέπλευσε κι αὐτήν -Καλοί Λιμένες, Λασαία- στό τρικυμισμένο ταξίδι του γιά τήν Ἰταλία. Ἐκεῖ θ᾽ ἀφήσει ἀργότερα κάτι πολύ δικό του, τόν Τίτο, τόν γνήσιο μαθητή. Καί, παρακολουθώντας ἐναγώνια τή διακονία του, θά τόν καλέσει νά τόν δεῖ στήν Ἤπειρο· στή Νικόπολη τῆς Ἠπείρου, ὅπου εἶχε ἀποφασίσει νά παραχειμάσει.
Νά πῶ τήν ἀλήθεια, καθώς ἔμπαινε αὐτός ὁ Ὀκτώβριος ἀνέβηκε μέσα μου κάτι σάν κλάμα καί σάν ντροπή. Πῶς καταντήσαμε ἔτσι τή φτωχή μου πατρίδα, νά μήν ἔχει τίποτα φέτος νά σπείρει στόν κόσμο! Τί νά σπείρει καί τί νά δώσει παράδειγμα· «Οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος». Κι ὕστερα εἶπα: Δέν ψάχνω ξανά τό δισάκι τῶν πατέρων μου, μήπως βρῶ τίποτα μέσα;
Καί νά, βρῆκα αὐτούς τούς τόπους, τά νησιά, τά λιμάνια, τίς πολιτεῖες. Μιά χώρα, πού τήν ἔκλεισαν οἱ ἀπόστολοι μέσα στό βλέμμα τους σέ ὅλο τό πλάτος τῶν ὁριζόντων της· πού τή διαπέρασαν μέ τήν προσευχή τους σέ ὅλο τό βάθος τοῦ μέλλοντός της.
Ὅπου κηρύσσεται τό Εὐαγγέλιο, θά κηρύσσονται καί αὐτοί οἱ τόποι εἰς τόν αἰώνα. Θά κηρύσσονται οἱ Ἐπιστολές. Δύο γιά τούς Θεσσαλονικεῖς, δύο γιά τούς Κορινθίους, μία γιά τούς Φιλιππησίους, μία γιά τόν Τίτο στήν Κρήτη. Θά κηρύσσεται ἡ Ἀποκάλυψη τῆς τελικῆς νί- κης στήν Πάτμο τοῦ Ἰωάννη.
Ἄ! Δέν θά κλάψω ἄλλο. Μ᾽ αὐτό τό δισάκι τῶν πατέρων μου θά ἀρχίσω ξανά τή σπορά. Ὅ,τι κι ἄν γίνει, αὐτός ὁ τόπος δέν θά πάψει ποτέ νά εἶναι ὁ σιτοβολώνας τῆς Ὀρθοδοξίας, πού θά μοιράζει ψωμί στούς ἀνθρώπους. Νά εἶναι ἡ θάλασσα τῆς θαυμαστῆς ἁλιείας τοῦ κόσμου.
Ζ.Γ.
"Ἀπολύτρωσις",
Τεῡχος Ὀκτωβρίου 2024