Χριστοφόρος Παπουλάκος, τό θύμα τοῦ γραικυλισμοῦ Α´

  papoulakosἬμουν ἀκόμη φοιτητής, ὅταν ἄκου­σα τόν μακαριστό πνευματικό μου πατέρα Αὐγουστῖνο Καντιώτη νά μιλάει μέ θαυμασμό καί συγκλονισμό γιά τόν Χριστοφόρο Παναγιωτόπουλο, τόν ἐπι­λε­γόμενο Ἁγιοπατέρα ἤ -λόγῳ τοῦ πα­ρου­­­­σιαστικοῦ του- Παπουλάκο, ἀπό τήν κοίμηση τοῦ ὁποίου συμπληρώθηκαν φέτος 150 χρόνια* (†18-1-1861). Ὁλό­ψυ­χα εἶχα θαυμάσει ἐκεῖνον τόν ἥσυχο κρεοπώλη ἀπό τόν Ἄρ­μπου­να τῶν Καλαβρύτων, πού μέ τό ραβδί τοῦ ἱεραπο­στό­λου ὄργωσε ὅλη τήν Πελοπόν­νησο καί τά νησιά τοῦ Σαρωνικοῦ, κηρύττοντας τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καί ἀφυπνίζοντας συνειδήσεις. Ἐκείνη τήν ἐπο­­χή κυκλοφορήθηκε καί τό βιβλίο τοῦ ἀ­ειμνήστου Κ. Μπαστιᾶ «Παπου­λάκος», τό ὁποῖο μέ συνεπῆρε βαθιά καί πολλά διδάγματα ἀποκόμισα ἀπό τίς ἐ­πανει­λη­μμένες ἀναγνώσεις του, πού ζωντάνευαν στή σκέψη μου τόν «μικρόν τὸ δέμας» ἀλλά γιγάντιο στήν ψυχή κι ἀ­τσάλινο στό φρόνημα γενναῖο ὁμολογητή τοῦ Χριστοῦ· τόν ἄνθρωπο πού λεβέντικα ὄρ­θωσε τό ἀνάστημά του ἐνάντια στούς δυτικοθρεμ­μέ­νους καλαμαράδες, τούς γραικύλους καί ἀρνητές τῆς ἑλληνορθοδόξου παραδόσεώς μας καί στάθηκε ἀνάχωμα στίς αἱρετικές ἐ­πιβουλές καί στίς αὐθαιρεσίες τῆς ἀλ­λόθρη­σκης καί ἀλλόφυλης ἐξουσίας.
  Γεννημένος στά 1770 περίπου ὁ Χρῆ­στος Παναγιωτόπουλος, μετά ἀπό μία περιπέτεια τῆς ὑγείας του, σέ προ­χω­ρημένη ἡλικία ἐκάρη μοναχός καί ἔλαβε τό ὄνομα Χριστοφόρος. Εἶχε συν­­δεθεῖ μέ τόν ἱερομόναχο τῆς Μονῆς τοῦ Μεγάλου Σπηλαίου Ἰγνάτιο Λαμπρό­που­λο, ρίζα πολλῶν πνευματικῶν ἀ­να­στημά­των τοῦ 19ου αἰ., καθώς καί μέ τόν Κο­σμᾶ Φλαμιᾶτο, προφή­τη τοῦ νεοελληνισμοῦ, ἐμπνευσμένο ἀπό τόν ὁ­μώνυμο ἀπόστολο τοῦ σκλαβωμένου Γένους μας, τόν ἅγιο Κοσμᾶ Αἰτωλό. Ὁ Φλαμιᾶ­τος παρότρυνε τόν Χριστοφόρο νά ἐπιδοθεῖ στό ἱεραποστολικό ἔργο, ἀφοῦ πρῶτα μελετήσει ἐμβρι­- θῶς τήν ἁγία Γραφή καί τούς πατέρες τῆς Ἐκ­κλησίας.
  Ἡ ἐποχή στήν ὁποία ἔδρασε ὁ Παπουλάκος ἦταν ἐξαιρετικά δύσκολη γιά τό νεοσύστατο ἑλληνικό κράτος. Ἦταν ἡ ἐποχή τῆς Βαυαροκρατίας, ὅπου κα­τά τήν ἔκφραση τοῦ ἱστορικοῦ Π. Χαλκιόπουλου (1890) «ἡ Ἑλλάς δέν ἦτο πλέ­ον Ἑλλάς, ἀλλά Βαυαρία ἐν τῇ Ἀνατολῇ καταθεατριζομένη εἰς ἐμφυλίους ἔριδας καί ταπεινῶς νεύουσα πότε μέν πρός τήν Ἀγ­γλίαν πότε δέ πρός τήν Γαλλίαν καί πότε πρός τήν Ρωσσίαν». Μόλις εἶχε ἀ­να­κηρυ­χθεῖ τό αὐτοκέφαλο τῆς ἑλλαδι­κῆς ἐκ­κλησίας μέ διοικητικό ἀρχηγό τόν ρωμαιοκαθολικό βασιλιά Ὄθωνα -ἡ βασί­λισ­σα Ἀμαλία ἦταν προτεστάντισσα- καί τό ἀπελευθερωμένο κράτος πάσχιζε νά ὑποδουλώσει τήν Ἐκκλησία. Καμία ἀπόφαση τῆς Ἱεραρχίας δέν μποροῦσε νά ἔχει ἰσχύ χωρίς τήν ὑ­πογραφή τῶν ἀλ­λο­θρήσκων, τοῦ πα­πι­κοῦ Ὄθωνα καί τοῦ προτεστάντη Μά­ουερ. Ἀλλά καί σέ ἐνέργειες ἀπροκάλυπτα ἀντιεκκλησιαστικές καί μάλιστα ἀ­ντιμοναστικές προέβη ἡ κυβέρνηση. Ἐκ­διώχθηκαν βίαια μο­ναχοί ἀ­πό τά μοναστήρια, μοναχές ἐξαναγκά­σθηκαν νά παντρευτοῦν, μέ συνέπεια νά διαλυθοῦν 394 μονές ἀπό τίς 563 ἀν­δρῶ­­ες καί 18 γυναικεῖες. Ἐκποιήθηκαν ἀκόμη καί ἅγια δισκοπότηρα καί λειψανοθῆκες γιά τήν ἐξεύρεση χρημάτων, μέ ἀποτέλεσμα νά συγκεντρωθοῦν 498.000 δραχμές, τάχα γιά τήν ἠθική καί πνευματική ἀνύψωση τοῦ κλήρου, στήν πραγματικότητα ὅμως γιά τό δημόσιο ταμεῖο.
  Οὔτε οἱ δύσκολοι καιροί οὔτε τό χαμηλό του μορφωτικό ἐπίπεδο ἐμπόδισαν τόν Παπουλάκο ἀπό τήν πλούσια ἱεραποστολική δράση, τήν ὁποία συνόδευε ἁγιότητα βίου. Ὁ «φιλελεήμων καί ἀγα­θό­εργος» μοναχός, ὅπως τόν χαρακτηρί­ζει ὁ μακαριστός ἀρχιεπίσκοπος καί κα­­θηγητής Πανεπιστημίου Χρυσόστομος Παπαδόπουλος, ἦταν ἐξαιρετι­κά ἀγαπη­τός. Ὅπου πήγαινε, οἱ καμπά­νες τῶν να­­­ῶν χτυποῦσαν χαρμόσυνα καί τόν προ­­ϋ­παντοῦσαν οἱ ἱερεῖς, κάποτε καί οἱ δημοδιδάσκαλοι μέ τούς μαθητές τους. Οἱ γυναῖκες ἔφερναν τά βρέφη νά τά εὐ­λογήσει. Τό πέρασμά του θύμιζε σκηνές ἀπό τή δράση τοῦ ἁγίου Κοσμᾶ τοῦ Αἰ­τωλοῦ.
  Ὁ λόγος του «πυρακτωμένος σί­­δη­ρος» εἶχε τήν πνοή τοῦ ἀνακαινιστι­­κοῦ κινήματος τῶν Κολλυβάδων. «Ἔργο μου» ἔλεγε, «εἶναι νά βάλω πυρωμένο σίδηρο στό χαλασμένο κρέας τοῦ Ἔ­θνους, γιά νά μή μολευτοῦμε ὅλοι μας καί ἀφανιστοῦμε ἀπό τό πρόσωπο τῆς γῆς». Στιγμάτιζε τήν ἄθλια πολιτική κατάστα­ση. Μιλοῦσε περί «ψωριῶντος ἐ­ρι­φίου, τό ὁποῖον ἔπρεπε νά ἀποδιωχθῇ ἐκ τῆς ποί­μνης, ἵνα μή μεταδώσῃ τήν νόσον καί εἰς τά λοιπά», ὑπονοώντας τούς ἀλλο­δό­ξους πού εἶχαν καταλάβει τίς πιό ὑ­ψη­λές θέσεις. Εἶχε τήν τόλμη νά διατρα­νώ­σει μπροστά στόν βασιλιά: «Ἔ­χομεν καί ἡμεῖς τήν πίστιν μας, Μεγαλειότατε, 1830 χρόνους, δηλαδή ἀπό τό 1830 ἕως τό 1852 τήν πίστιν τήν χάσα­με!». Ἤλεγχε τήν Ἱερά Σύνοδο, πού μέ τίς δόλιες ἐνέργειες τοῦ Θεοκλήτου Φαρ­­μακίδη εἶχε καταντήσει ἄβουλο ὑποχείριο στίς ἐπιδι­- ώξεις τῆς ἀλλόδοξης κρατικῆς ἐξουσί­-ας. Ἐκφωνοῦσε πύρινα κηρύγματα κατά τοῦ ὅρκου· σύ­στηνε στούς πιστούς νά ἀ­­πο­φεύγουν τά μάγια, ὑπεράσπιζε τούς φτω­­­χούς καί τούς ἀδικημένους, λέγο­ντας στούς κρατοῦντες: «Εἶστε φονιάδες· ἀφοῦ τούς παίρνετε τά μέσα γιά νά ζήσουν, δέν τούς σκοτώνετε καλύτερα; Δίνετε μαχαιριές στό σῶμα τοῦ Χριστοῦ μας. Σῶμα Χριστοῦ εἶναι οἱ φτωχοί. Σταυ­ρωτές!». Τί θά εἶχε νά πεῖ, ἄραγε, σέ ὅλους ἐκείνους, οἱ ὁποῖοι σήμερα σταυρώνουν τούς Ἕλληνες καί ρουφοῦν τό αἷμα τῆς φτωχῆς ἑλληνικῆς οἰκογένειας;
  Ἰδιαίτερο ἐνδιαφέρον ἔδειχνε γιά τήν παιδεία, τήν ὁποία ἐπέκρινε γιά τόν ἀποπροσανατολισμό της. «Τά ἄθεα γράμ­­μα­τα παραμέρισαν τούς ἁγίους καί τούς ἀγωνιστές καί βάλανε στό κεφάλι τοῦ Ἔθνους ξένους καί ἄπιστους γραμματισμένους, πού πᾶνε νά νοθέψουνε τή ζωή μας. Τά ἄθεα γράμματα κόψανε τό δρό­μο τοῦ Ἔθνους καί τ᾽ ἀμποδᾶνε νά χαρεῖ τή λευτεριά του. Εἶναι ντροπή μας, ἕνα γένος πού μέ τό αἷμα του πύργωσε τή λευ­τεριά του, πού περπάτησε τή δύσκο­λη ἀνηφοριά, νά παραδεχτεῖ πώς δέν μπορεῖ νά περπατήσει στόν ἴσιο δρόμο ἅμα εἰρήνεψε, κι ὅτι δέν ξέρουμε ἐμεῖς νά συγυρίσουμε τό σπίτι, πού μέ τό αἷμα μας λευτερώσαμε, ἀλλά ξέρουν νά τό συγυρίσουν ἐκεῖνοι πού δέν πολέμησαν, ἐκεῖνοι πού δέν πίστευαν στόν ἀ­γώνα, ἐ­κεῖνοι πού πᾶνε νά μᾶς ἀποκό­ψουνε ἀπό τόν Χριστό, καί πασχίζουνε νά μᾶς ρίξου­νε στή σκλαβιά ἄλλων ἀ­φε­ντικῶν».
 Θλιβόταν κι ἔκλαιγε ἡ ψυχή του σάν ἔβλεπε τήν ἄγρια παπική καί προτεστα­ντική προπαγάνδα πού γινόταν στόν τό­πο μας μέ στόχο τή μαθητική νεολαί­α. Μέ τήν ἀνοχή καί κάλυψη τῶν κρατού­ντων οἱ αἱρετικοί εἶχαν ἐπιδοθεῖ στήν ἵδρυση καί λειτουργία ἰδιωτικῶν σχο­λείων, τά ὁποῖα χρησιμοποιοῦσαν ὡς δούρειο ἵππο γιά τή διάδοση τῶν αἱρετικῶν δοξασιῶν τους. Ἐπιπλέον, οἱ Βαυαροί ἀ­προκάλυπτα προωθοῦσαν ἀλλόδοξους σέ νευραλγικές θέσεις τῆς Δημόσιας Ἐκ­παίδευσης. Ὁ Παπουλάκος ἔ­γραψε ἐπιστολή-ἀναφορά στόν Ὄθω­να, ὅπου ζητοῦσε οἱ δάσκαλοι νά εἶναι «κοινοί», ὄχι μισσιονάριοι (=ἱεραπόστολοι αἱρέσεων), καί ἡ ἐκπαίδευση ἐκκλησιαστική. Ἤθελε, δηλαδή, παιδεία χριστοκεντρι­κή, ὄχι ἄ­θεη καί ὑλιστική. Πό­σο δίκαιο εἶχε, φαί­νε­ται ἀπό τίς ἐξελίξεις στήν παιδεία μας σήμερα.
  Παρά τήν ἁπλοϊκότητα καί κάποιες ἀκρότητες, τό κήρυγμά του εἶχε θαυμαστά καί ἐντυπωσιακά ἀποτελέσματα. Ἀ­ναζωπύρωσε τήν οὐσιαστική συμμετοχή τοῦ λαοῦ στή λατρεία. Περιόρισε δραστικά τή ζωοκλοπή καί τή ληστεία, συμ­φι­λίωσε οἰκογένειες μέ χρόνια μίση, αὔ­­ξησε τίς ἐλεημοσύνες, ὥστε ὁ Τύπος τῆς ἐποχῆς νά γράφει: «Ὅ,τι δέν κατά­φεραν οἱ νόμοι, τό κατόρθωσε μέ τό κήρυγμά του ὁ Χριστοφόρος». Παράλληλα ὅμως τό ζωογόνο κήρυγμα τοῦ Παπουλάκου ἐνόχλησε τούς κρατοῦντες. Μέ τήν ἄ­δεια τῆς Ἱερᾶς Συνόδου εἶχε ἀρχί­σει νά περιοδεύει καί νά κηρύττει ὡς ἕνας ἁ­πλός διδάσκαλος τοῦ λαοῦ. Ὅ­ταν ὅμως διαπιστώθηκε ὅτι εἶναι ἕνας ζηλωτής, ἕνας μπουρλοτιέρης ψυχῶν, πού χτυπᾶ τό κακό στή ρίζα του κι ἄφοβα ἁπλώνει τή γλώσσα του ἀκόμη καί στούς ὑψηλά ἱσταμένους στήν πολιτική ἀλλά καί στήν ἐκκλησιαστική ἱεραρχία, δέν τόν ἀνέχθη­καν. Τοῦ ἀπαγό­ρευσαν τό κήρυγμα καί τόν θεώρησαν «διαστρο­φέα τῆς γνησίας διδασκαλίας τοῦ Εὐαγγελίου», αὐτόν πού κήρυττε καί βί­ωνε ἀτόφιο τό Εὐαγ­γέ­λιο. Κύριοι ὑποκι­νητές τῆς πολεμικῆς ἐναντίον του ἦταν δύο ἀρχιμανδρίτες: ὁ Θεόφιλος Καΐρης, εἰ­ση­γη­τής τῆς αἱρέσε­ως τῆς θεοσέβει­ας, καί ὁ Θεόκλητος Φαρμακίδης, ἀρχιγραμ­μα­τέ­ας τῆς Συνόδου. Μέ τή χαρακτηριστική του θυμοσοφία ὁ ὅσιος ἔλε­γε: «Ὁ Καΐρης ἔβαλε τήν φωτιά καί ὁ Φαρμακίδης ἔχυσε τό φαρμάκι».

Στέργιος Ν. Σάκκος

* Τό ἄρθρο γράφτηκε τό 2011. Τό ἐπαναδημοσιεύουμε λόγῳ τῆς ἐπικαιρότητάς του, καθώς τήν 29η Αὐγούστου τ.ἔ. τό Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῖο κατέταξε τόν Χριστοφόρο Παναγιωτόπουλο στίς δέλτους τῶν ἁγί­ων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.

"Ἀπολύτρωσις",

Τεῡχος Όκτωβρίου 2024