Παναγίτσα ἡ ταχινή

  panagitsacΜόλις ἄρχισα νά φοιτῶ στήν Πρώτη Δημοτικοῦ, παρέλαβα τό πρῶτο μου παι­δικό προσευχητάρι. Μιά καί εἶχα ἀρχίσει νά ἀναγνωρίζω τά γράμματα, ξεκίνη­σα φωναχτά τίς πρῶτες μου προσπάθει­­ες. Στήν πρώτη σελίδα ἦταν μιά ὑπέροχη εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ πού εὐλογεῖ τά παιδιά. «Ὁ Χρι-στός ἀ-γα-πᾶ τά πα-ι-δά-κια», κατάφερα νά συλλα­βί­σω μέ κόπο καί ὅλοι γέλασαν μαζί μου. Τότε ἔμαθα ὅτι τό ἄλφα μέ τό γιώτα διαβάζονται μαζί ὡς ἔψιλον. Κλείστηκα στό δωμάτιό μου, γιά νά συνεχίσω ἀνενόχλητη τή «μελέτη τῶν προσευχῶν». Παρακάτω βρῆκα τήν ἀγαπημένη μου εἰκόνα, τή Γλυκοφιλοῦσα. Κουράστηκα, ἀλλά ἐκ­φώνησα ἐπιτυχῶς τό τετράστιχο:
«Παναγιά μου, Παναγίτσα,
πού ἔχεις τόν Χριστό ἀγκαλίτσα,
πάρε με στήν ἀγκαλιά σου
μαζί μέ ὅλα τά παιδιά σου».
  Πόσο μοῦ ἄρεσε αὐτή ἡ ­προ­­σευ­­χούλα! Τήν ἔμαθα ἀμέσως ἀπ᾽ ἔξω καί τήν ἐπαναλάμβανα πλέον χωρίς τή βοήθεια τοῦ βιβλίου. Πρωί καί βρά­δυ, ἀλλά καί μέσα στή μέρα τό σιγοτραγουδοῦσα σ᾽ ἕναν δικό μου παιδι­κό-βυ­ζαντινό ρυ­θμό. Ἔκ­το­τε πέ­ρα­σαν ἀρκετές δεκαετίες. Μάθαμε νά ψάλλουμε τήν Παρά­κληση στήν Ὑπεραγία Θεοτόκο, πρῶτα τή Μικρή κι ὕστερα τή Μεγάλη. Λέγοντας τό Ἀπόδειπνο ἀ­πο­στηθίσαμε τό ἐκτενές «Ἄ­σπι­λε, ἀ­­μόλυντε» χωρίς νά τό κατα­λάβου­με. Ἀργότερα, προστέθηκαν καί οἱ Χαιρετισμοί στίς ἀγαπημένες Ἀκολουθίες. Συνάντησα καί στό προσευχητάρι τοῦ Σιμωνώφ κατανυ­κτικές ἐ­­πικλήσεις πρός τήν Παναγία. Κι ὅ­μως ὅσα χρόνια κι ἄν περάσουν, ἐκεί­νη ἡ πρώτη προσευχή στή δική μου Παναγίτσα, χα­ράχτηκε ἀνεξίτηλα στόν νοῦ καί στήν καρδιά καί παραμένει σέ πρώτη προ­τε­ραι­ότητα αὐθόρμητα.
  Ὅταν βρίσκομαι σέ δύσκολη θέση, ὅταν νιώθω πώς χρειάζομαι ἐπειγόντως βοήθεια ταχινή, τότε ἀσυνείδητα ξεπροβάλλει μπροστά μου αὐτή ἡ τόσο δυνα­τή ἐπίκληση, ὅπως τότε πού σήκωνα τά χεράκια μπροστά στή Γλυκοφιλοῦσα, γιά νά μέ πάρει κι ἐμένα στήν ἀγκαλιά της.
  Εἶμαι σίγουρη πώς ἡ Μάνα Παναγία δέχεται ὅλων τῶν εἰδῶν τίς προσευχές ἀδιακρίτως. Ὅπως δεχόταν καί τίς πο­ντι­α­κές παρακλήσεις τῆς προγιαγιᾶς: ­«Πα­­­ναΐαμ, τά μακρινά καί τά πουγαλεμένα κιόλ᾽ τ᾽ κόσμου τά παιδία νά ἐλε­ᾶς...». Τήν ἀκούγαμε παραξενεμένοι. Ἡ μη­τέρα τότε μᾶς εἶχε ἐξηγήσει πώς ὁ Χριστός καί ἡ Παναγία δέχονται ὅλες τίς προσευχές, σέ ὅλες τίς γλῶσσες, μέ ὅ­ποιες λέξεις. Φτάνει ἐμεῖς νά τίς λέμε μέ πίστη μέσα ἀπό τήν καρδιά μας.
  Ἔτσι, κάθε Δεκαπενταύγουστο μα­ζί μέ τά δεκάδες «Ὑπεραγία Θεοτόκε, σῶ­σον ἡμᾶς» κατέχει σταθερά μιά κε­ντρι­κή θέση μέσα στή μέρα μου ἡ προ­σευ­­χή στήν Παναγιά μου, τήν Πανα­γί­- ­τσα. Κι ὅπως εἶναι συντομότατη, προ­­­φέρεται γρήγορα καί πολύ ἔν­θερ­μα. Ἀλλά καί μέσα στή χρονιά, ὅταν οἱ ἀν­θρώπινοι παράγοντες ὑποχωροῦν καί μένω μόνη, ὅταν βρίσκομαι ἀντιμέτωπη μέ πάθη καί ἀδυναμίες, ὅταν ἀ­νησυχῶ γιά τίς ἐξελίξεις, σέ περιστά­σεις ἀγωνίας ἤ φόβου, τότε καταφεύ­γω στή δική της μεσολάβηση. Καί μαζί μέ τίς ἄλλες ἐκ­κλη­σια­στικές Ἀκολουθίες, τῆς ἀναπέμπω ἱκε­τευ­τικά κι αὐτά τά λόγια. Εἶναι, θαρρεῖς, ἡ πρώτη μας γνωριμία καί δέν πρέπει νά ξεχαστεῖ. Κι ἡ μητέρα Παναγία πού ἀ­κού­ει ὅλων μας τίς δεήσεις μέ ὅ­ποια ἔκ­φραση καί μέ ὅποιον τρόπο, μεσιτεύει εἴτε τῆς μιλοῦμε λόγια κι ἐπί­σημα εἴτε ἀφελέστατα καί παιδικά. Μό­νο νά πηγάζουν οἱ εὐχές ἀπό τήν καρδιά. Καί εἶναι πάντοτε ἡ βοήθειά της ταχινή καί ἡ ἀνακούφιση ἀπό τή συμπαράστασή της γλυκύτατη.
  Τώρα πιά μπορεῖ νά μεταφέρω τά ἴδια λόγια πιό ἐλεύθερα:
«Παναγία μου, βοήθειά μου ταχινή,
τῶν παιδικῶν μου χρόνων
καί μεσίτρια παντοτινή,
κράτα ὅλο τόν κόσμο στήν ἀγκαλιά σου
καί μαζί βάλε κι ἐμένα στά παιδιά σου».

Α.Τ.

"Ἀπολύτρωσις",

Ταῡχος "Ἁὐγούστου-Σεπτεμβρίου", 2024