Ὁ χρόνος πάγωσε ἐκεῖνο τό τραγικό πρωινό τῆς 20ῆς Ἰουλίου, πρίν 50 χρόνια, ὅταν τό «χρυσοπράσινο φύλλο» τῆς Μεσογείου, ἡ Κύπρος μας, ἄρχισε νά αἱμορραγεῖ κάτω ἀπό τή βίαιη μπότα τοῦ τούρκου κατακτητῆ, πού εἰσέβαλε μέ μένος στό νησί, σκορπώντας τόν ὄλεθρο, τόν θάνατο, τήν ἀπόγνωση καί τήν καταστροφή. 36.000 καί πλέον στρατιῶτες, 80 μαχητικά ἀεροσκάφη, δεκάδες ἅρματα μάχης, 20 ναυτικά μέσα συνοδευόμενα ἀπό 5 ἀντιτορπιλικά ἐφορμοῦν ἀπό τίς τουρκικές βάσεις.
Οἱ Τοῦρκοι μέ τόν «Ἀττίλα 1 καί 2», κατέλαβαν τό 37% τοῦ κυπριακοῦ ἐδάφους, ἐπιφέροντας οἰκονομική κατάρρευση στό βόρειο τμῆμα, τό ὁποῖο πρίν τό 1974 ἦταν τό πλουσιότερο τοῦ νησιοῦ καί τό πιό ἀνεπτυγμένο. Τό 70% τῶν πλουτοπαραγωγικῶν πόρων τῆς Κύπρου χάθηκε, ἐνῶ τό 30% τοῦ ἐργατικοῦ δυναμικοῦ ἔμειναν ἄνεργοι. Στίς τουρκοπατημένες περιοχές βρίσκονταν τά τουριστικά ξενοδοχεῖα τῆς Ἀμμοχώστου καί τῆς Κερύνειας, τό μεγαλύτερο λιμάνι τῆς Κύπρου, ἡ Ἀμμόχωστος, ὁ περισσότερος ὀρυκτός πλοῦτος, ἡ μισή κτηνοτροφική παραγωγή, ἡ μισή καλλιεργήσιμη γῆ.
Περίπου 200.000 Ἑλληνοκύπριοι, σχεδόν τό 40% τοῦ συνολικοῦ πληθυσμοῦ, κατέφυγαν ὡς πρόσφυγες στό νότιο ἐλεύθερο τμῆμα τοῦ νησιοῦ. Μερικές χιλιάδες παρέμειναν γιά μῆνες ἐγκλωβισμένοι, κυρίως στή στενόμακρη ἁγιασμένη χερσόνησο τῆς Καρπασίας -σήμερα ἀριθμοῦ- νται σέ λίγες ἑκατοντάδες-, στήν Κερύνεια καί ἀλλοῦ.
Ἕνα ἀπό τά πιό ἐπώδυνα κεφάλαια ὑπῆρξε ἡ διακρίβωση τῆς τύχης τῶν ἀγνοουμένων. Οἱ πεσόντες, ἐκτελεσθέντες ἀπό τόν τουρκικό στρατό, δολο- φονηθέντες καί ἀγνοούμενοι, ἄμαχοι καί στρατιωτικοί ὑπολογίζονται γύρω στίς 3.000∙ ἀνάμεσά τους 200 Ἑλλαδίτες. Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1974 μέ τήν ἀνταλλαγή τῶν αἰχμαλώτων ἐπέστρεψαν κάποιοι. Χαρακτηριστική ἡ εἰκόνα μέ τά λε- ωφορεῖα πού μετέφεραν στή Λευκωσία τούς ρακένδυτους ἀπελευθερωθέντες· ἐκεῖ τούς περίμεναν μέ λαχτάρα οἱ συγγενεῖς τους, ἀλλά καί τά ἀγωνιώδη ἐρωτήματα τῶν μελῶν τῶν οἰκογενειῶν ὅσων δέν ἐπέστρεψαν. 1.619 δέν γύρισαν ποτέ στά σπίτια τους καί κανένας δέν ξέρει τί ἀπέγιναν οἱ ἀγνοούμενοι, ἀπό τούς ὁποίους οἱ 83 εἶναι ἑλλαδίτες ἀξιωματικοί καί στρατιῶτες. Στ᾽ ἀλήθεια, ποιός μπορεῖ νά ξεχάσει τίς μαυροφορεμένες μανάδες τῶν ἀγνοουμένων, πού μέρα καί νύχτα στά ὁδοφράγματα ρωτοῦσαν μέ βουβό δάκρυ γιά τήν τύχη τῶν παιδιῶν τους;
Ἄλλο σοβαρό θέμα ὑπῆρξαν οἱ τραυματίες∙ τά πιό δύσκολα ἰατρικά περιστατικά μεταφέρονταν στό νοσοκομεῖο τῶν βρετανικῶν βάσεων, στό Ἀκρωτήρι, καί ἀπό ἐκεῖ στήν Ἀθήνα ἤ σέ ἄλλες χῶρες γιά ἐξειδικευμένη περίθαλψη. Οἱ τραυματίες ἦταν 1.706, ἐκ τῶν ὁποίων οἱ 224 ἔμειναν ἀνάπηροι. Τό συγκεκριμένο νοσοκομεῖο τῶν Βάσεων ἀργότερα ἀποτέλεσε καί τόν κύριο χῶρο καταφυγῆς κοριτσιῶν καί γυναικῶν, πού ἔπεσαν θύματα βιασμῶν -ὑπολογίζονται σήμερα σέ τριψήφιο ἀριθμό-, ἀπό ἄνδρες τοῦ τουρκικοῦ στρατοῦ, βιώνοντας μία ἀνείπωτη κτηνωδία, ἡ ὁποία ἐν πολλοῖς ἀποσιωπήθηκε γιά εὐνόητους λόγους. Πῶς νά ἐκτιμηθοῦν καί νά ἐπουλωθοῦν, ἐπίσης, τά ψυχικά τραύματα πού δημιούργησε ἡ εἰσβολή στήν ψυχολογία τοῦ λαοῦ τῆς Κύπρου;
Ἐπιπλέον, ἕνας ἀπό τούς στόχους τῶν Τούρκων ὑπῆρξε καί ἡ καταστροφή τῆς πολιτιστικῆς κληρονομιᾶς. Ἀμέσως μετά τήν εἰσβολή ἄρχισαν -καί συνεχίζουν μέχρι σήμερα- νά καταστρέφουν ἀρχαιολογικά μνημεῖα, μοναστήρια, ἐκκλησίες. Τίς ἔκαναν στάβλους, λέσχες, καφετέριες, κακόφημα κέντρα καί τζαμιά, ἐνῶ κοιμητήρια βεβηλώθηκαν. Στό μεταξύ κλέβουν καί πωλοῦν στό ἐξωτερικό ἀρχαῖα ἀγγεῖα, ἀγάλματα, εἰκόνες ἁγίων κ.ἄ., προσπαθώντας νά σβήσουν ἀπό τήν κατεχόμενη Κύπρο τή σφραγίδα τῆς ρωμιοσύνης της.
Ἐπιπροσθέτως, ἡ πολιτική τῆς μεταφορᾶς καί ἐγκατάστασης ἐποίκων ἀπό τήν Τουρκία στό κατεχόμενο τμῆμα ἔχει ἀλλοιώσει τή δημογραφική δομή τοῦ νησιοῦ σέ τέτοιο βαθμό, ὥστε ὁ συνολικός ἀριθμός τῶν παράνομων ἐποίκων (περισσότεροι ἀπό 160.000) νά εἶναι σχεδόν διπλάσιος τῶν Τουρκοκυπρίων (89.200). Τό γεγονός αὐτό ἔχει προφανεῖς σημαντικές κοινωνικές καί πολιτικές συνέπειες ἀκόμη καί γιά τούς ἴδιους τούς Τουρκοκυπρίους, οἱ ὁποῖοι ἐπανειλημμένως ἔχουν ἐκφράσει τή διαφωνία τους σχετικά μέ τή μαζική εἰσροή ἐποίκων. Γι’ αὐτό, χιλιάδες ἀναγκάστηκαν νά μεταναστεύσουν.
Τό μεγαλύτερο ὅμως ἔγκλημα εἶναι ἡ συνεχιζόμενη κατοχή, μέ ἀποτέλεσμα τόν ξεριζωμό τοῦ γηγενοῦς πληθυσμοῦ ἀπό τόν τόπο καταγωγῆς τους, καθώς οἱ εἰσβολεῖς καταπατοῦν βάναυσα τά ἀνθρώπινα δικαιώματα.
Ἔγραφε προφητικά ὁ Σεφέρης τό 1953 στή «Σαλαμίνα τῆς Κύπρος»: «Ἡ γῆς δέν ἔχει κρικέλια, γιά νά τήν πάρουν στόν ὦμο καί νά φύγουν μήτε μποροῦν». Καί παρακάτω: «Τοῦτα τά κορμιά πλασμένα ἀπό ἕνα χῶμα, πού δέν ξέρουν, ἔχουν ψυχές. Μαζεύουν σύνεργα, γιά νά τίς ἀλλάξουν, δέ θά μπορέσουν· μόνο θά τίς ξεκάμουν, ἄν ξεγίνουνται οἱ ψυχές». Οἱ ψυχές ὅμως δέν ξεγίνονται, ὅπως δέν ξεγίνεται καί ὁ πολιτισμός καί ἡ ἱστορία αὐτῆς τῆς ματόβρεχτης ἑλληνικῆς γῆς, πού θά εὐλογηθεῖ καί θά ἀναστηθεῖ. Ἐξάλλου, 35 αἰῶνες ἱστορίας, μᾶς παρακολουθοῦν καί περιμένουν. Δέν ἔχουμε παρά νά πάρουμε, σύμφωνα μέ τόν ποιητή, «μιά σταγόνα ἀπό τό αἷμα τῶν ἡρώων μας καί νά μπολιάσουμε τό δικό μας», γιά νά ἀγωνισθοῦμε, ὥστε τά τουρκοπατημένα μέρη νά μήν προστεθοῦν στόν κατάλογο τῶν χαμένων πατρίδων τοῦ Ἑλληνισμοῦ. «Δέν ἀργεῖ νά καρπίσει τ’ ἀστάχυ, δέ χρειάζεται μακρύ καιρό, γιά νά φουσκώσει τῆς πίκρας τό προζύμι»!
Εὐδοξία Αὐγουστίνου
"Ἀπολύτρωσις"
Τεῡχος, Ἰούνιου-Ἰουλίου 2024