Ὁ ἀρχαῖος Ἰσραήλ ὡς λαός τοῦ Θεοῦ κατοίκησε στή γῆ Χαναάν ἀπό τήν ἐποχή τοῦ γενάρχη του Ἀβραάμ στίς ἀρχές τῆς δεύτερης χιλιετίας π.Χ. ὡς ἀνταμοιβή τοῦ Θεοῦ πρός τόν πατριάρχη γιά τήν πίστη καί τήν ἀφοσίωσή του σέ αὐτόν. Οἱ Ἰσραηλίτες ἀπομακρύνθηκαν καί ἐπανῆλθαν σέ αὐτήν μετά ἀπό πολλές περιπέτειες, ὅταν τήν κατέκτησαν μέ τή δύναμη τῶν ὅπλων. Σέ ὅλη αὐτή τή μακρά πορεία ὁ Θεός τούς κατηύθυνε, τούς προστάτευε καί «πολεμοῦσε» μαζί τους, γι᾽ αὐτό πέτυχαν σέ ὅλες τίς ἐπιχειρήσεις τους. Ἡ ἔνδοξη ἱστορία συνεχίσθηκε μέ τούς βασιλεῖς, πρῶτα μέ τόν Δαβίδ, πού ἔφτιαξε ἕνα ἰσχυρό βασίλειο, μέ τόν Σολομώντα, πού τό πλούτισε, καί μέ τούς βασιλεῖς πού τούς διαδέχθηκαν, οἱ ὁποῖοι κατέγραψαν περιόδους δυστυχίας καί εὐημερίας, ἀλλά μέσα σέ ἕνα γενικό πλαίσιο συλλογικῆς θρησκευτικῆς ἀποστασίας, κοινωνικῆς ἀδικίας καί διαφθορᾶς.
Ὡστόσο, στόν λαό δημιουργήθηκε μία ἰσχυρή πεποίθηση καί σφοδρή λαχτάρα γιά μιά ὁριστική ἐπέμβαση τοῦ Γιαχβέ, πού θά καθιστοῦσε μιά γιά πάντα τόν Ἰσραήλ τόν ἰσχυρότερο ἀνάμεσα σέ ὅλα τά βασίλεια τοῦ κόσμου. Τήν ἐποχή αὐτή ὀνόμασαν «ἡμέρα τοῦ Κυρίου». Ἡ ἐλπίδα τους γιά τόν ἐρχομό της ἀναπτερωνόταν σέ περιόδους ἐθνικῆς καί θρησκευτικῆς ἔξαρσης, ἰδιαίτερα ὅταν συγκεντρώνονταν ὅλοι μαζί κατά τίς μεγάλες ἑορτές τοῦ ἔτους. Τό συγκεντρωμένο πλῆθος, ἡ παρουσία τοῦ ἱερατείου, οἱ ἄφθονες θυσιαστικές προσφορές, οἱ ψαλμωδίες καί οἱ προσευχές μέ δυνατές φωνές δημιουργοῦσαν ἕνα παραλήρημα ἐνθουσιασμοῦ καί τήν ψευδαίσθηση τῆς ἐπικείμενης ἔλευσης τῆς «ἡμέρας τοῦ Κυρίου».
Ὁ οὐρανός ὅμως εἶχε ἄλλη γνώμη, τήν ὁποία σύντομα φρόντισε νά καταστήσει γνωστή στόν λαό τοῦ Θεοῦ, γιά νά μήν τρέφει ψευδαισθήσεις, ὅταν μάλιστα βρισκόταν σέ καθεστώς ἀποστασίας καί εἰδωλολατρίας. Πρῶτος ὁ προφήτης Ἀμώς (760 π.Χ.) στηλίτευσε τίς παραπάνω ἀντιλήψεις ὡς παραπλανητικές καί ἐπιζήμιες, δίνοντας τήν πραγματική διάσταση τῆς «ἡμέρας τοῦ Κυρίου» (5,18ἑ). Αὐτή πράγματι θά ἔρθει, ὄχι ὅμως ὡς ἡμέρα νίκης, ἀλλά ὡς ἡμέρα σκότους καί καταστροφῆς. Οἱ ἑορτές, μέ τίς ὁποῖες οἱ Ἰσραηλίτες πίστευαν ὅτι εὐαρεστοῦσαν τόν Θεό τόσο ὥστε νά σπεύσει γιά τήν ἀνταμοιβή τους, ἦταν ἀπεχθεῖς καί μισητές σέ Αὐτόν, οἱ θυσίες τους ἀδιάφορες καί οἱ μελωδίες τους ἀνυπόφορες. Αἰτίες ἦταν ἡ ἀδικία ἐναντίον τῶν φτωχῶν, ἡ ἀλαζονεία τῶν ἰσχυρῶν, ἡ λατρεία τῶν εἰδώλων καί ἡ προσκύνηση τῶν ξένων θεῶν.
«Ἐγγὺς καὶ ταχεῖα σφόδρα» εἶδε τήν «ἡμέρα τοῦ Κυρίου» καί ὁ προφήτης Ἰωήλ ὡς «ἡμέρα μεγάλη καὶ ἐπιφανῆ», ἀλλά καί «ὡς ταλαιπωρία ἐκ ταλαιπωρίας» (1,15· 2,11· 3,4). Ὅταν ἔλθει, τό παγκόσμιο καθεστώς θά ἀλλάξει, διότι «ὁ ἥλιος μεταστραφήσεται εἰς σκότος καὶ ἡ σελήνη εἰς αἷμα», ἀλλά θά σωθεῖ «πᾶς ὃς ἂν ἐπικαλέσηται τὸ ὄνομα Κυρίου» (3,5). Σέ ὅλους ὅσοι ἐπικαλεστοῦν τό ὄνομά του ὁ Κύριος ὑποσχέθηκε: «Ἐκχεῶ ἀπὸ τοῦ πνεύματός μου... καὶ προφητεύσουσι» (3,1-2).
Καί γιά τόν προφήτη Σοφονία «ἡ ἡμέρα Κυρίου ἡ μεγάλη» εἶναι «ἐγγὺς καὶ ταχεῖα σφόδρα» καί ἔρχεται «πικρὰ καὶ σκληρὰ» ἐναντίον ὅλων τῶν ἀσεβῶν ἐθνῶν, ἀλλά κυρίως ἐναντίον τῶν κατοίκων τῆς Ἰερουσαλήμ «τοὺς πληροῦντας τὸν οἶκον Kυρίου τοῦ Θεοῦ αὐτῶν ἀσεβείας καὶ δόλου» (1,9.14). Θά τή διαδεχθεῖ ὅμως περίοδος παγκόσμιας εἰρήνης, πού θά ἐκφράζεται μέ τήν κοινή λατρεία τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, ὅταν μεταστραφεῖ «ἐπὶ λαοὺς γλῶσσαν τοῦ ἐπικαλεῖσθαι πάντας τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ δουλεύειν αὐτῷ ὑπὸ ζυγὸν ἕνα» (3,9).
Οἱ ὁραματισμοί αὐτῶν καί ἄλλων προφητῶν γιά τίς ἔσχατες ἡμέρες πραγματοποιήθηκαν, ὅταν ὁ Κύριος ἐμφανίσθηκε στή γῆ ὡς «υἱὸς ἀνθρώπου». Ὅλα τά γεγονότα τῆς ζωῆς του ἀπό τόν Εὐαγγελισμό ὥς τήν Πεντηκοστή λογίζονται ὡς μία ἡμέρα, αὐτή ἀκριβῶς ἡ «ἡμέρα Κυρίου ἡ μεγάλη καί ἐπιφανής», ἐνῶ ξεχωρίζει καί μία νέα ἡμέρα, ἐκείνη τῆς δεύτερης παρουσίας του, πού ὀνομάζεται «ἐσχάτη ἡμέρα». Τό παλαιό παγκόσμιο καθεστώς ἄλλαξε γιά πάντα μέ τήν πρώτη παρουσία, ἀφοῦ ὁ Χριστός ἀνέλαβε πλέον προσωπικά τά ἡνία τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων. Ἡ κρίση ὅλων τῶν ἐθνικῶν καί τῶν Ἰουδαίων πραγματοποιήθηκε, καθώς οἱ ἄνθρωποι διακρίνονται πλέον σέ ὅποιον δέχεται καί σέ ὅ- ποιον ἀθετεῖ τόν λόγο πού κήρυξε ὁ Χριστός, σύμφωνα μέ τή διαβεβαίωσή του: «Ὁ λόγος ὃν ἐλάλησα ἐκεῖνος κρινεῖ αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ» (Ἰω 12,48). Τό ἅγιο Πνεῦμα ἐκχύθηκε «ἐπὶ πᾶσαν σάρκα» κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς καί ἕως τό τέλος τῆς ἱστορίας ἐκχύνεται διά τοῦ βαπτίσματος συγκροτώντας τήν ἐκκλησιαστική κοινότητα τῶν χριστιανῶν, πού λατρεύουν τόν Χριστό μέ μία γλώσσα, τήν κοινή διαχρονική λατρεία τῆς ὀρθόδοξης παράδοσης. Οἱ ἔσχατες ἡμέρες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης εἶναι παροῦσες στήν Καινή Διαθήκη, ἐνῶ ἡ ἐσχάτη ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου ἀναμένεται μέ λαχτάρα πού ἐκφράζεται στήν προσευχή τῆς Ἐκκλησίας: «Ναὶ ἔρχου, Κύριε Ἰησοῦ» (Ἀπ 22,20).
Ἀθανάσιος Παπαρνάκης
"'Απολύτρωσις"
Τεῡχος Ἰουνίου-'Ιουλίου, 2024