Δέν ὑπάρχει ἡρωικότερη στάση ἀπό τό νά κρατᾶς ἄσβεστο τό φῶς μές στό πυκνό σκοτάδι πού σέ τυλίγει, νά μπορεῖς νά στέκεις ὄρθιος ὅταν ὅλα γύρω σου εἶναι πεσμένα, ὅλοι προσκυνημένοι. Αὐτή τήν ἡρωική στάση θαύμασε ἡ ἱστορία στό πρόσωπο τῆς ἁγίας Φιλοθέης τῆς Ἀθηναίας, πού ἐπίκαιρα προβάλλει τό μήνα αὐτό ἡ Ἐκκλησία (19/2).
Ἐνταγμένη στήν χορεία τῶν νεομαρτύρων ἡ σεμνή καί ταπεινή ἀρχόντισσα τῆς Ἀθήνας συναπαρτίζει καί αὐτή τό ἐξαιρετικό θαῦμα πού ἐπισημαίνει ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης στό Νέον Μαρτυρολόγιον: «Ἕνα θαῦμα παρόμοιον ὡσάν νά βλέπῃ τινάς μέσα εἰς τήν καρδίαν τοῦ χειμῶνος ἐαρινά ἄνθη καί τριαντάφυλλα· μέσα εἰς τήν βαθυτάτην νύκτα, ἡμέραν καί ἥλιον· μέσα εἰς τό ψηλαφητόν σκότος φῶτα λαμπρότατα· ἐν τῷ καιρῷ τῆς αἰχμαλωσίας νά βλέπῃ ἐλευθερίαν· καί ἐν τῷ καιρῷ τῆς τωρινῆς ἀσθενείας, ὑπερφυσικήν δύναμιν». Ὅλα αὐτά, ὅπως ἐξηγεῖ ὁ ἅγιος συγγραφέας, γίνονται μέ τήν θεία δύναμη, ἡ ὁποία «ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται» (Β΄ Κο 12,9).
Θαυμάζει, πράγματι, κανείς τήν δύναμη πού κρυβόταν στό λιπόσαρκο καί ντελικάτο σῶμα τῆς νεαρῆς ἀρχοντοπούλας Ρηγούλας Μπενιζέλου. Αὐτή ἡ δύναμη ἐνίσχυσε τήν εὐγενική κόρη, τήν γαλουχημένη μέ τά νάματα τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, νά σηκώσει καρτερικά μετά ἀπό τόν σταυρό τῆς ὀρφάνιας καί ἐκεῖνον τῆς χηρείας. Αὐτή τήν ἐνέπνευσε νά διαθέσει τήν μεγάλη περιουσία της, νά γίνει ἑκούσια πτωχή, γιά τήν ἀνακούφιση τῶν πτωχῶν. Ἐπένδυσε στήν τράπεζα τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ, πού ἐγγυᾶται κέρδη ἄφθαρτα καί αἰώνια, τήν ἔνδοξη κληρονομιά τοῦ οὐρανοῦ.
Ζωσμένη τό λέντιο τῆς διακονίας ἡ μοναχή πλέον Φιλοθέη δαπανᾶ ὄχι μόνο ὅλα τά δικά της ἀλλά καί τόν ἴδιο τόν ἑαυτό της. Αὐτή πού ἑκούσια ἀπαρνήθηκε τά πλούτη της, θυσιάζει καί τήν προσωπική της ἄνεση γιά νά συντρέξει τούς πτωχούς καί καταφρονημένους, τούς ἐλαχίστους ἀδελφούς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Οἱ δύσκολες κοινωνικές συνθῆκες, ἡ τουρκική σκλαβιά πού τά ’σκιαζε ὅλα καί πάγωνε ὅλους μέ τόν φόβο, δέν τήν πτόησαν. Ἀψηφώντας κάθε κίνδυνο ξεκίνησε τήν πιό ἡρωική ἐπανάσταση: τήν ἀπελευθέρωση τῶν Ἑλλήνων ἀπό τήν τυραννία τῆς ἀμάθειας, τῆς ἄγνοιας, τῆς πλάνης. Πνεύμονας πνευματικῆς ζωῆς τό μοναστήρι της ἔγινε φάρος πολιτισμοῦ καί ἀγάπης στά σκοτεινά ἐκεῖνα χρόνια. Κοντά της οἱ πεινασμένοι ἔβρισκαν τροφή, οἱ ἀδικημένοι προστασία, οἱ κακουχημένοι στοργή, οἱ ἐγκαταλελειμμένοι γέροντες θαλπωρή. Τά ὀρφανά Ἑλληνόπουλα μάθαιναν γράμματα καί οἱ ταλαιπωρημένες Ἑλληνοποῦλες προστατεύονταν ἀπό τόν ἐξισλαμισμό, διδάσκονταν ὑφαντική καί νοικοκυριό, μυ-οῦνταν στήν πνευματική ζωή. Πόσα χρωστᾶ ὁ τόπος μας στόν Χριστό καί στήν Ἐκκλησία του! Ἀλλά καί πόσο μεγάλα καί θαυμαστά ἐπιτελεῖ ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ σ᾿ ἐκεῖνον πού τῆς παραδίδεται μέ πίστη καί ἀνιδιοτέλεια!
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 64 (2009) 35