Προσφιλής μου πατρίδα, ἄκου

  bellscΠᾶνε χρόνια πού ὅλα τά θεριά πέ­σαν πάνω σου καί πασχίζουν νά φᾶνε τίς σάρκες σου. Φοβισμένα κάποτε ἔβγα­ζαν ποῦ καί ποῦ τό ἄγριο κεφάλι τους, ψέλλιζαν ἀκατανόητα πράγματα. Ὅμως ψευτοθέριεψαν. Δέν τά βλέπεις; Δέν τά ἀκοῦς;
  Τά παιδιά σου τά λιγόστεψαν‧ δέν ἀκούγονται οἱ φωνές τους‧ ἄλλες ἀλ­λό­κοτες φωνές ἀπό ἄγνωστες γλῶσσες γεμίζουν τόν ἀέρα σου καί δέν μιλᾶς; Φοβᾶσαι καί ἐσύ, ὅπως καί ἐμεῖς, μή σέ ποῦν ξενόφοβη; Σέ καταπατοῦν καί δέν μιλᾶς;
  Ὅλα τά παιδιά σου πού μύρωναν τόν ἀέρα σου μέ τή χαρά τῶν γάμων τους, πού ἔπαιρναν στίς «ἀποσκευές» τους τά λόγια τῆς Ἐκκλησίας μας καί μέ αὐτά περνοῦσαν τό πέλαγος τῆς ζωῆς, συνθλίβονται ἀπό τά ἀλλόκοτα καί ξενό­φερτα «νομίδια» πού ἀχάριστοι ταγοί σπέρνουν πάνω σου. Δέν τά ἀκοῦς;
  Δέν ἀκοῦς; Φεύγουν τά παιδιά σου, τά νιάτα σου, ἡ ζωή σου καί γεμίζεις μέ κάθε λογῆς πολύχρωμα καραβάνια πού σέ ποδοπατοῦν καί ζητοῦν τήν ἐξαφά­νισή σου: «Destroy Greece», ὠρύονται‧ δέν τό ἀκοῦς; «Στόν διάολο ἡ οἰκο­γέ­νεια, στόν διάολο ἡ πατρίς, ἡ Ἑλλάδα νά πε­θάνει, νά ζήσουμε ἐμεῖς», δέν τ’ ἀ­κοῦς;
  Δέν ἀκοῦς; Καί οἱ νέοι σου πού μέ­νουν κι αὐτοί ἀγρίεψαν, σκοτώνονται μεταξύ τους γιά τήν «πίστη» τους στούς νέους «θεούς» καί στίς νέες «θεές». Δέν σέβονται, δέν ἀγαποῦν, δέν ἔχουν ἔλε­ος‧ εἶναι «φίλαυτοι, ἀλαζόνες, βλά­σφη­μοι, γονεῦσιν ἀπειθεῖς, ἀνόσιοι, ἄ­στοργοι, ἄσπονδοι, ἀκρατεῖς, ἀνήμεροι, προ­δόται, φιλήδονοι μᾶλλον ἢ φιλό­θε­οι» (βλ. Β´ Τι 3,2-4).
  Δέν ἀκοῦς; Ἐκεῖνοι πού σέ ἀγαποῦν χλευά­ζονται καί ἐμπαίζονται‧ ἐθνικιστές τούς λένε καί φασίστες‧ ποιοί; οἱ ἀπά­τριδες, οἱ ἀνόσιοι, οἱ πατριδόφοβοι καί οἱ χριστιανόφοβοι. Ἕως πότε θά κάνεις ὑπομονή καί θά τούς ἀνέχεσαι;
Προσφιλής μου πατρίδα, νά ξέρεις πώς δέν φοβόμαστε‧ ἡ ἀγάπη μας γιά σένα ξεπερνάει τόν φόβο‧ ξέρουμε, πέ­ρα­σες καί χειρότερα καί ἐπί πολλά χρό­νια καί δέν κιότεψες‧ περίμενες‧ γνώριζες πώς κάποιος ἄλλος πολύ δυνατός, πα­ντοδύναμος σέ στηρίζει, σέ ἀγαπᾶ. Εἶναι Αὐτός πού περιμένει ὑπομονετικά.
  Ἄκου, προσφιλής μου πατρίδα! Καί σοῦ τό λέω γιά νά χαρεῖς. Ὅλοι οἱ πα­ρα­πάνω εἶναι λίγοι μπροστά στό ποτάμι ἐκείνων πού δέν μιλοῦν ἀλλά σέ ἀγα­ποῦν‧ καί εἴμαστε πολλοί καί εἶναι μαζί μας Αὐτός «ὁ καθήμενος ἐπὶ ἵππον λευ­κὸν ἔχων τόξον· καὶ ἐδόθη αὐτῷ στέ­φα­νος καὶ ἐξῆλθε νικῶν καὶ ἵνα νικήσῃ» (βλ. Ἀπ 6,2).
Εἶναι Αὐτός πού νίκησε τόν θάνατο καί χάρισε στά παιδιά Του τήν αἰώνια ζωή.

Γ.Π.Μ.

"Ἀπολύτρωσις", Μάιος 2024