19 Φεβρουαρίου. ῾Η Μητρόπολη τῶν ᾿Αθηνῶν ὑψώνεται ἐπιβλητική, φωτεινή, σημαιοστολισμένη. Κόσμος συρρέει γιά τόν ἑσπερινό τῆς γιορτῆς. ῾Ο ναός αὐτός φιλοξενεῖ αἰῶνες τώρα τό σκήνωμα τῆς ἁγίας Φιλοθέης, φυλαχτό ἱερό τῆς ἀττικῆς γῆς. Κάθε χρόνο τέτοια μέρα ἕνας ἀπόγονος τῆς ἀρχοντικῆς οἰκογένειας τῶν Μπενιζέλων, ἀπ᾿ ὅπου καταγόταν ἡ ἁγία, ἀνοίγει τή λάρνακα γιά τό προσκύνημα τοῦ λαοῦ. Πάνδημη ἡ ἀκολουθία, πανηγυρική.
῾Η μορφή τῆς ἁγίας προβάλλει ὁλόφωτη. 16ος αἰώνας. Χρόνια σκληρά, μαῦρα. ῾Ο σουλτάνος συνεχίζει τήν τακτική τῶν προκατόχων του· θέλει νά ἐξισλαμίσει ὅλους τούς κατοίκους τῆς αὐτοκρατορίας. Ποῦ τρέχουν οἱ ῞Ελληνες νά βροῦνε καταφύγιο; Ποῦ ἀποσταμένη ἡ ἐλπίδα τους ἀναθάλλει; Ποῦ τά κορίτσια τῆς ᾿Αττικῆς μαθαίνουν τέχνες καί γράμματα; Μιά πλούσια κόρη ἔχει ἀνοίξει τούς θησαυρούς τοῦ ἀρχοντικοῦ της σπιτιοῦ -περιουσία τρανή- καί τούς θησαυρούς τῆς καρδιᾶς της -ἀγάπη περίσσια.
Ναί, εἶναι ἡ ἐποχή ὅπου ἡ λήθη ἄρχισε νά ξεθωριάζει τή μνήμη τῆς ἱστορίας, νά ἀμαυρώνει τήν καθαρότητα τῆς πίστεως. «῞Ολα τά ᾿σκιαζε ἡ φοβέρα». Μά ἀπό τότε πού σέ τούτη τήν πανώρια γῆ, κάτω ἀπό τόν ὀνομαστό γαλανό οὐρανό της, ἀντήχησε τό κήρυγμα τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καί πίστεψε μιά Λυδία, μιά Φοίβη, μιά Δάμαρις, ἀπό τότε ἡ ῾Ελλάδα ἔχει καρδιές οἱ ὁποῖες μέ τόλμη κρατοῦν τή φλόγα ἀναμμένη. Γυναῖκες πού μέ τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ γίνονται ἀνδρεῖες, «φῶς τῆ γῆς καί ἁλάτι».
Νοσοκομεῖα, ἄσυλα, ἐργαστήρια, σχολεῖα στήν ὑπηρεσία τοῦ ἀνθρώπου, «τοῦ ἐλαχίστου ἀδελφοῦ τοῦ Χριστοῦ». ῾Η Ρηγούλα Μπενιζέλου ντυμένη τό τιμημένο ράσο, μέ τό ὄνομα Φιλοθέη γίνεται ἡ μάνα τῆς ᾿Αθήνας, «λαμπάς καιομένη καί φαίνουσα». Τῶν ᾿Αθηναίων ἡ πόλις ἡ περιώνυμος τήν βλέπει ἀκούραστη νά περιθάλπει, νά ἐνισχύει, νά διδάσκει. Κι ὁ οὐρανός τήν βλέπει νά γονατίζει, νά ἀγρυπνεῖ, νά δέεται. Τούς ἅγιους καρπούς τῆς ἐξωτερικῆς της δραστηριότητας πού συνδυάζεται μέ τήν ἐσωτερική πνευματικότητα τούς δρέπουν πλούσια οἱ σκλαβωμένοι ραγιάδες.
Στά 1550 στή σκλαβωμένη ῾Ελλάδα μιά γυναίκα κηρύττει ἐπανάσταση ἀγάπης. Ξεπερνᾶ τίς φυλετικές διακρίσεις, ἀντιστέκεται στίς κοινωνικές προκαταλήψεις καί πρωτοπορεῖ στήν παγκόσμια ἱστορία τῆς κοινωνικῆς πρόνοιας μέ τό ὀργανωμένο καί πολύπλευρο ἔργο της.
῾Η Φιλοθέη μιμήθηκε τόν Κύριο πού διῆλθε «εὐεργετῶν καί ἰώμενος». Τά ἀσκητικά της χέρια γίνονται ὄργανο στά χέρια τοῦ Θεοῦ. ᾿Αγκαλιάζουν μέ στοργή τόν ἄρρωστο, τό φτωχό, τή νέα κοπέλα, τά μικρά παιδιά, τούς γέροντες, σκουπίζουν τά δάκρυα τῶν πονεμένων, λαφρώνουν τῶν «πεφορτισμένων» τό βάρος. Καλλιεργεῖ ἡ ῾Αγία τό σπόρο τῆς πίστεως, φτερώνει τῆς λευτεριᾶς τόν πόθο, ξερριζώνει τό ἀγκάθι τῆς ἀπελπισιᾶς. Μέ μόχθο, ἱδρώτα, ἀγωνία κι ὀδύνη βαδίζει τήν «καθ᾿ ὑπερβολήν ὁδόν τῆς ἀγάπης». Στό τάμα της μένει πιστή «ἄχρι τέλους». Προκαλεῖ τή μανία τῶν Τούρκων καί μαρτυρικά τελειώνει τή ζωή της στά 1589.
Ἀπόψε, 18 Φεβρουαρίου, στόν ἑσπερινό, ἐκεῖ στόν κεντρικό ναό τῆς ᾿Αθήνας, ἀνοίγει γιά τίς πιστές ψυχές τοῦ 21ου αἰώνα δρόμους ἐλπίδας καί ἀνανέωσης μιά γυναίκα τοῦ 16ου αἰώνα.
Μιά γυναίκα μέ πνεῦμα ἀνδρεῖο, μιά ῾Ελληνίδα μέ ψυχή ἀδούλωτη, μιά χριστιανή μέ φρόνημα ἡρωϊκό, ἡ ἁγία Φιλοθέη.
᾿Ιχνηλάτης
"Ἀπολύτρωσις"