ΔΥΣΗ ΤΗΣ ΑΝΑΤΟΛΗΣ - ΑΝΑΤΟΛΗ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ
«Μέ ποιούς θέλετε νά εἴμαστε; Μέ αὐτούς τούς λαούς ἤ μέ ἐκείνους;». Αὐτά ἔλεγε ὁ ἐπισπεύδων ὑπουργός, ὅταν ἔδειχνε στόν χάρτη χῶρες τῆς δυτικῆς Εὐρώπης, οἱ ὁποῖες ἔχουν νομιμοποιήσει τόν πολιτικό γάμο τῶν ὁμοφυλοφίλων, καί ἐκεῖνες ἀνατολικά, πού δέν τόν ἔχουν νομιμοποιήσει.
Αὐτό τό ἐρώτημα μᾶς γυρίζει πολύ πίσω καί μᾶς θυμίζει τό ψευδοδίλημμα «Orient oder Rome?», Ἀνατολή ἤ Ρώμη; Ἦταν ἡ ἐποχή κατά τήν ὁποία ἡ ὀρθόδοξη Ἑλλάδα θεωροῦνταν ὅτι μετέχει στή Δύση μέ ἕνα «διχασμένο τρόπο». Τά πράγματα δέν ἄλλαξαν στή δυτική διανόηση, ἡ ὁποία καί σήμερα τοποθετεῖ τήν ὀρθόδοξη Ἑλλάδα ἐκτός Δύσης καί τήν κατατάσσει μέ τούς λοιπούς ὀρθόδοξους λαούς, στήν ἴδια κατηγορία μέ τούς μουσουλμάνους. Κατ’ αὐτούς «ἡ Ἑλλάδα δέν ἀποτελεῖ μέρος τοῦ δυτικοῦ πολιτισμοῦ», μάλιστα ποτέ δέν ἔχει καταστεῖ πλήρως εὐρωπαϊκή χώρα, λόγῳ τοῦ ὀρθόδοξου χαρακτήρα της. Ἔτσι δημιουργεῖται καί σέ πολλούς ἐκ τῶν ἡμετέρων ἡ ἑξῆς ἐντύπωση: «Ἡ Ὀρθοδοξία, ὡς βασικό στοιχεῖο τῆς ἑλληνικῆς ἰδιοσυστασίας, εἶναι μία "ἀναπηρία" σέ σχέση μέ τό "πλῆρες" χριστιανικό πρότυπο τῆς Δύσης» (Εὐ. Βενιζέλος).
Τελικά, ὡς πολιτισμικός χῶρος, ποῦ ἀνήκει ἡ ὀρθόδοξη Ἑλλάδα; Στή Δύση ἤ στήν Ἀνατολή;
Οἱ ὀρθόδοξοι Ἕλληνες πάντοτε τοποθετοῦνταν οὔτε μόνο στή Δύση οὔτε μόνο στήν Ἀνατολή. Πάντοτε στέκονταν στό μεταίχμιο τῶν πολιτισμῶν. Εἶναι αὐτοί πού μποροῦν νά γονιμοποιοῦν ἀντιθέσεις, ἀφομοιώνοντας χαρακτηριστικά καί τῆς Ἀνατολῆς καί τῆς Δύσης. Ἡ ὀρθόδοξη Ἑλλάδα ἀποτελεῖ ὄχι τό σύνορο, ἀλλά τή γέφυρα τῶν πολιτισμῶν. Ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔδωσε -καί δίνει ἀκόμη- δείγματα γραφῆς καί ὡς πρός τόν σεβασμό ἄλλων γλωσσῶν καί πολιτισμῶν.
Ὁ ἑλληνικός χῶρος πάντοτε χάρη στή γεωγραφική του θέση καί τίς δομές του -οἰκονομικές, κοινωνικές καί πολιτισμικές- ἀποτέλεσε ἱστορικά «ἕναν ὁριακό χῶρο ἀνάμεσα σέ δύο ξεχωριστούς κόσμους -ἀνατολικό καί δυτικό- πού δέν ἔμειναν ποτέ στεγανά κλειστοί». Αὐτός δέ ὁ «ὁριακός χαρακτήρας» τῆς Ἑλλάδος ἦταν πάντοτε «τό κύριο καί ζωντανό στοιχεῖο τῆς ἑλληνικῆς παράδοσης» (Ν. Σβορῶνος). Θά ἤμασταν δέ πατραλοῖες, ἄν παραβλέπαμε τήν ἀνεκτίμητη προσφορά τοῦ Ἑλληνισμοῦ στήν Ὀρθοδοξία, σέ τρόπο πού νά ἔχουμε ἱστορικά ἀλληλοπεριχώρηση τῶν δύο μεγεθῶν.
Στήν Ὀρθοδοξία δέν ἐπικρατεῖ ἡ ἀτομοκρατική θεώρηση τῆς σωτηρίας καί ὁ ἀτομικισμός, ὁ ὁποῖος, σύμφωνα μέ δυτικούς ἐκτιμητές, παραμένει διακριτικό γνώρισμα τῆς Δύσης. Ἀντιθέτως ἡ Ὀρθοδοξία δίνει προτεραιότητα στό πρόσωπο. Πέτυχε δέ τήν «κοινότητα», ἡ ὁποία «ἐνσαρκώνει τήν οἰκουμενική πρόταση πολιτισμοῦ τῶν Ἑλλήνων» (Ἀρχιεπίσκοπος Ἀναστάσιος).
Ὁ ὀρθόδοξος Ἕλληνας ἐπιπλέον ξεχωρίζει ἀπό τή Δύση -καί ἄς ἀνήκει σέ δυτικούς ὀργανισμούς-, διότι σέβεται τή θρησκεία καί τήν ἰδιοπροσωπία τοῦ Ἄλλου. Δέν ἔχουν θέση σέ ἐμᾶς γελoιογραφίες τύπου ἐφημερίδας Charlie Hebdo, κάτι πού ἀποδεικνύει ὅτι γιά ἐμᾶς ἡ διαφορετικότητα στή θρησκεία καί στόν πολιτισμό δέν εἶναι ἰδεολόγημα, ἀλλά πρακτική ἀπαρέγκλιτη.
Μπορεῖ νά εἴμαστε Εὐρώπη, ἀλλά ἐπειδή ἐμεῖς ἔχουμε τήν παράδοση τῆς Ἀνατολῆς μποροῦμε νά ἐφαρμόσουμε καλύτερα τίς ἀρχές τοῦ Διαφωτισμοῦ καί νά σεβασθοῦμε τήν ἐλευθερία τοῦ Ἄλλου, τήν ἰσότητα καί ἀδελφότητα. Εἴμαστε Εὐρώπη, ὄχι μόνο διότι ὁ μύθος τῆς ἁρπαγῆς τῆς Εὐρώπης εἶναι δικός μας μύθος, ἀλλά καί διότι ἐνστερνιζόμαστε βαθύτερα τίς ἀρχές τοῦ ἐλεύθερου κόσμου. Εἴμαστε καί Ἀνατολή, διότι στοιχοῦμε στήν παράδοση τῶν Ἀνατολικῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι ἔδιναν βαρύτητα στήν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου.
Οἱ ξένοι δέν ἀντιλήφθηκαν ποτέ τήν ἰδιοσυστασία μας, πάντοτε μᾶς θεωροῦσαν «ἰδιότροπους» καί ποτέ δέν καταλάβαιναν -οὔτε καί τώρα καταλαβαίνουν- τίς ἀνησυχίες καί τά προβλήματά μας· ὅπως δέν ἀντιλήφθηκαν τή σημασία πού ἔχει γιά ἐμᾶς ὁ ὅρος «Μακεδονία», διότι «nomen est omen», τό ὄνομα εἶναι σημάδι, δηλώνει καί σημαίνει κάτι.
Τό ζήτημα εἶναι ἄν ἐμεῖς κατανοήσαμε τό προνόμιό μας, ὅτι ὡς ὀρθόδοξη χώρα «εἴμαστε ἡ Δύση τῆς Ἀνατολῆς καί ἡ Ἀνατολή τῆς Δύσης»· ὅτι ἰσορροποῦμε μεταξύ δύο κόσμων καί ἔτσι λειτουργοῦμε, χωρίς νά ἀπεμπολοῦμε τήν παράδοση τῆς καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς. Ὁ οἰκουμενικός πολιτισμός, πού φέρουμε, δέν ἀντιτίθεται οὔτε στήν Ὀρθοδοξία οὔτε στόν Ἑλληνισμό.
Ἀνάμεσα στήν ὑποταγή καί στήν ἀντίσταση προτιμᾶμε τήν ἀντίσταση στό σύμπλεγμα κατωτερότητας καί τή συναίσθηση τοῦ πολιτισμικοῦ μας πλούτου, τῆς Θεολογίας καί τῆς Παράδοσής μας, πού εἶναι σαφῶς πράγματα ἀξιοζήλευτα. Αὐτό δέν εἶναι ναρκισσισμός· εἶναι ἀντικειμενική διαπίστωση καί δίδαγμα τῆς Ἱστο- ρίας.
Γνωρίζουμε τήν ταυτότητά μας καί δέν διερχόμαστε κρίση ταυτότητος. Γι’ αὐτό ἀναγνωρίζουμε τήν ἑτερότητα, τό διαφορετικό, ὄχι τή διαστροφή. Ξέρουμε ποιοί εἴμαστε, διότι θέλουμε νά ξέρουμε ποιοί εἶναι οἱ Ἄλλοι, ἔστω καί ἄν εἴμαστε λίγοι.
Πρέπει νά ξεδιαλύνουμε τί προτιμᾶμε: Νά συνεχίσουμε νά εἴμαστε ἡ γέφυρα τῶν δύο κόσμων ἤ νά ἀφεθοῦμε ὁριστικά νά μᾶς παρασύρει τό ποτάμι τῆς δυτικῆς ἐλαφρότητας; Νά ἀκολουθήσουμε τό χρίσμα μας ἤ νά τό ἀπεμπολήσουμε, ὥστε ἔτσι νά χάσουμε τήν αὐτοσυνειδησία μας καί νά καταντήσουμε ἀ-νόητα πιόνια; Ἡ ἐπιλογή εἶναι δική μας, ὑπεύθυνη καί λογική. Δέν μᾶς ἐκπλήσσουν τά χειροκροτήματα, τά εὔσημα ἀπό κοινωνίες πού χρεωκόπησαν ἠθικῶς. Ἡ ὀρθόδοξη Πατρίδα μας εἶναι κληρονόμος Παράδοσης αἰώνων καί ἀγώνων, πού δέν θά ἀλλοιωθεῖ, ὅσο καί ἄν τό ἐπιχειροῦν κάποιοι.
Ἀρχιμ. Εἰρηναῖος Χατζηεφραιμίδης
"Ἀπολύτρωσις", Τεῡχος Ἀπριλ., 2024