Ὅταν ὡς νήπιο χτυποῦσα παίζοντας, ἔβαζα τά κλάματα καί ζητοῦσα τή μαμά μου. Ἐκείνη, θυμᾶμαι, ἔσπευδε νά μέ ἀγκαλιάσει καί μέ βεβαίωνε, σκουπίζοντας τά αἵματα ἀπό τίς πολλαπλές ἐκδορές, πώς δέν εἶναι τίποτα. Κι ἐνῶ φίλοι καί συγγενεῖς μέ προέτρεπαν νά σταματήσω ἐπιτέλους νά κλαίω, ἡ μανούλα μου ψιθύριζε στ᾽ αὐτί: «Κλάψε, καρδούλα μου. Τά δάκρυα καθαρίζουν τά ματάκια». Σάν ἠρεμοῦσα, πήγαινα δισταχτικά στόν καθρέφτη καί πρίν κἄν κοιτάξω τίς πληγές, ἐξέταζα ἀπό κοντά τά μάτια μου. Τί νά ἐννοοῦσε, ἄραγε, ἡ μητέρα;
Νομίζω πώς ἡ πρώτη φορά στή ζωή μου πού δάκρυσα γιά σημαίνοντα λόγο ἦταν μιά Μεγάλη Πέμπτη βράδυ. Στά ἑπτά μου χρόνια ἡ μητέρα μοῦ ἔβαλε στά χέρια ἕνα στεφανάκι μέ λουλούδια καί μέ προέτρεψε νά πάω νά τό ἀποθέσω στά πόδια τοῦ ἐσταυρωμένου Χριστοῦ. Τό Σάββατο στό Κατηχητικό εἶχα ἀκούσει πώς μπροστά στόν Σταυρό κάνουμε μιά μυστική προσευχή. Πῆγα καί στάθηκα -ἕνα μικροσκοπικό παιδάκι- ἐνώπιον τοῦ ἐσταυρωμένου μου Θεοῦ. Κι ὅπως τόν κοίταξα μέ πρωτόγνωρο δέος, ἄρχισαν νά κυλοῦν δάκρυα μαζί μέ ἁπλούτσικα ψελλίσματα εὐχαριστίας γιά τήν ἀγάπη Του. Τά ἐπαναλάμβανα ξανά καί ξανά, ὅπως τά εἶχα ἀκούσει ἀπό τή δασκάλα μου, ἀλλά τά ἔλεγα σάν δικά μου λόγια. Δέν ξέρω ἄν ἀπό τότε ἔχω ξαναδακρύσει τόσο καθαρά, ὅμως ἔκτοτε ἄρχισα νά ἀνακαλύπτω πώς ὑπάρχουν πολύ σπουδαῖοι λόγοι γιά νά δακρύζει ἕνας ἄνθρωπος.
Σέ κάθε Μεγάλη Σαρακοστή σπεύδουμε ὅλοι οἱ πιστοί νά ἀξιοποιήσουμε τίς κατανυκτικές Ἀκολουθίες. Δεόμαστε παλεύοντας νά συγκεντρώσουμε τόν νοῦ στό Μέγα Ἀπόδειπνο, πού ἀποτελεῖ μιά καθημερινή πρόκληση γιά ὡραῖες οὐράνιες μάχες. Μετανίζουμε ὅσο μποροῦμε, τραβοῦμε κομποσχοίνι λέγοντας τήν εὐχή, ψάλλουμε τροπάρια ἀπό τόν Μέγα Κανόνα καί τό Τριώδιο, μελετοῦμε τή διεισδυτική «Κλίμακα».
Μέσα σέ αὐτή τήν προσπάθεια ἐμφανίζονται καί κάποια δάκρυα. Μπορεῖ ὁ ψαλμός μιᾶς Ἀκολουθίας νά λειτουργεῖ ἐλεγκτικά μέσα μου. Ἄν μείνω ὡστόσο στά πρόθυρα τῆς μεταμέλειας, θά δακρύσω ἀπό τύψεις κι ἐνοχές, μετά ἀπό τή διανοητική διαπίστωση τοῦ λάθους μου, χωρίς τή λυτρωτική εἰρήνευση τῆς θείας καταλλαγῆς. Ἴσως μιά πνευματική μελέτη νά μέ φέρει κατενώπιον τῆς ἀθλιότητάς μου καί νά νοτίσουν τά μάτια ἀπό μιά συναισθηματική φόρτιση τῆς στιγμῆς. Ἐνδέχεται μιά μικροένταση τῆς καθημερινότητας νά μέ βγάλει ἐκτός ἑαυτοῦ καί νά παραφερθῶ. Τότε θά κυλήσουν ἄφθονα δάκρυα, πού συνήθως τρέφουν τόν θιγμένο μου ἐγωισμό. Θρηνῶ γιά τή χαμένη μου ἀξιοπρέπεια, γιατί ὑπέκυψα δημοσίως στό πάθος μου.
Κάποτε ἄκουσα πώς ἀκόμη κι αὐτά τά ἄστοχα δάκρυα ποικίλης προέλευσης μπορεῖ νά τά «κλέψει» γιά τόν Χριστό ὁ φιλότιμος ἀγωνιστής. Ἄν κάνουν τήν ἐμφάνισή τους τά ὅποια δάκρυα, νά τά ἀξιοποιήσω ὡς καλή ἀφόρμηση καί νά τά μεταποιήσω σέ δάκρυα καθαρά. Νά τά χρησιμοποιήσω σάν συμπιεσμένο ἐλατήριο καί νά ἐπιδιώξω μιά προσευχητική ἐκτόξευση. Νά ζητήσω τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ, γιά νά ντυθοῦν αὐτές οἱ στάλες, μέ τήν ὠφέλιμη παραδοχή τῆς ἀθλιότητάς μου, τή συναίσθηση τῆς συνεχοῦς πτωτικῆς μου ροπῆς.
Ἄν μελετοῦμε τά δακρυφόρα νοήματα τῶν Γραφῶν μέ ἀνακαινισμένη σκέψη, ἡ ἄωρη πνευματικά καρδιά μας θά νοτίσει ἐσωτερικά μέ νυγμούς συντριβῆς. Ἄν σάν τήν ταπεινή Χαναναία, πού ρίχτηκε σέ ἐκεῖνο τό εὐλογημένο κυνηγητό πίσω ἀπό τόν Χριστό, ζητήσουμε ἕνα ψίχουλο ἐλέους, ἡ μακροθυμία τοῦ Κυρίου μας θά στείλει ἔστω καί λίγες ψιχάλες κατανύξεως. Ἄν ἐπιμείνουμε στήν ἐκζήτηση μετανοίας σάν τή χήρα πού ἐπανεπισκεπτόταν τόν ἄδικο κριτή, ὁ εὔσπλαχνος Θεός θά βρέξει χάρη μέσα μας.
Οἱ ἑβδομάδες πρό τοῦ Πάσχα εἶναι ἡ κατεξοχήν περίοδος κατανύξεως στήν Ἐκκλησία μας. Οἱ λόγοι γιά νά ποτίσουμε τίς προσευχές μέ δάκρυα εἶναι πολλοί. Δάκρυα ἱκεσίας γιά τόν πονεμένο καί φθαρμένο κόσμο, δάκρυα μετανοίας γιά τόν φαρισαϊκό τελώνη πού φιλοξενῶ μέσα μου, δάκρυα εὐχαριστίας γιά τίς ἀναρίθμητες εὐεργεσίες, δάκρυα θερμῆς ἀγάπης γιά ἕναν Θεό ὅλο ἀγάπη. Γονυπετεῖς καί ἔνδακρεις ἀκουμποῦμε κι αὐτή τή Σαρακοστή ὅλα τά θέματα στά χέρια Του, μέ τήν ἐλπίδα τῆς Ἀνάστασης καί τή βεβαιότητα ὅτι εἶναι ὁ Μόνος πού δύναται νά γεμίσει τή ζωή μας μέ δάκρυα εὐτυχίας.
Α.Τ.
῾῾Ἀπολύτρωσις῾, Ἀπρίλιος 2024