Μέρες πολλές μέσα στό νοσοκομεῖο ἡ μητέρα τους, μιά εὐσεβής χήρα μικρασιάτισσα. Ἐνενήντα καί πάνω πλέον, πέρασε τή ζωή της μέσα σέ ἀγρυπνίες καί προσευχές.
- Κοιμήθηκες καλά χθές τό βράδυ, μάνα; τή ρωτᾶνε οἱ δυό κόρες της, πού πῆγαν νά τή δοῦν, καλές καί σεβαστικές κι οἱ δύο.
- Ὄχι, τίς εἶπε, γιατί εἶδα τή θάλασσα πού ἔπρεπε νά περάσω νά ἔχει πολλή φουρτούνα.
Ἀνήσυχες οἱ δύο ἀδελφές, τό βράδυ στό σπίτι τους ἀγρύπνησαν διαβάζοντας τά βιβλία της μέ τίς προσευχές πού χρόνια διάβαζε ἡ ἴδια. Τήν ἄλλη μέρα στήν ἐπίσκεψη τήν ξαναρώτησαν πῶς εἶναι.
«Τώρα», τίς εἶπε, «εἶναι καλά, ἡσύχασε ἡ θάλασσα, δέν ἔχει φουρτούνα». Μετά ἀπό λίγο καιρό ἀναπαύτηκε ἐν εἰρήνῃ. Ἡ θάλασσα δέν ὑπάρχει, δέν θά ὑπάρχει πιά.
Ὅταν χρόνια πρίν τήν εἶχα ρωτήσει πῶς αἰσθάνεται πού μεγαλώνει, μοῦ εἶπε μισά τουρκικά - μισά ἑλληνικά: «Δόξα τῷ Θεῷ χαίρομαι πού περνοῦν τά χρόνια, γιατί εἶναι λιγότεροι οἱ πειρασμοί», θυμίζοντας ἔτσι τά λόγια τοῦ ἀποστόλου Παύλου γιά τόν ἔξω καί τόν ἔσωθεν ἄνθρωπο, πού ὅσο ὁ ἕνας φθείρεται, τόσο ὁ ἄλλος ἀνακαινίζεται μέρα μέ τή μέρα.
Καί τόν θάνατο; «Δέν φοβᾶμαι. Ὁ παράδεισος εἶναι φῶς πού φωτίζει. Φωτίζει, ἀλλά δέν καίει». Ὅλα αὐτά ἀπό μιά ἁπλή, ὀλιγογράμματη χωρική σ᾽ ἕνα προσφυγικό χωριό τῆς Μακεδονίας.
«Χρόνος οὐκέτι ἔσται» (Ἀπ 10,6).
«Καὶ ἡ θάλασσα οὐκ ἔστιν ἔτι» (Ἀπ 21,1).
«Καὶ ὁ θάνατος οὐκ ἔσται ἔτι» (Ἀπ 21,4).
Μιά μέρα μπαίνει βιαστικά στό σχολεῖο γιά μιά συγκέντρωση πού εἴχαμε μιά κυρία τοῦ συλλόγου γονέων.
- Ποιός εἶπε ὅτι ὑπάρχει θάνατος; ἄρχισε νά λέει μέ παρρησία μπροστά σέ ὅλους τούς καθηγητές. Ἤμουν τώρα στήν ἐκκλησία πού βοηθάω γιά τά συσσίτια. «Πάτερ μου», ρωτῶ, «τί θά μαγειρέψουμε σήμερα;». «Τίποτα», μοῦ ἀπαντάει. «Τό φιλόπτωχο ἄδειασε, οἱ ἄνθρωποι δυσκολεύονται πολύ νά δώσουν». Ἐκείνη τήν ὥρα ἔρχεται μιά ἄγνωστη κυρία μέ ἕνα μεγάλο χρηματικό ποσό νά τό διαθέσει γιά τά συσσίτια εἰς μνήμην τῆς κόρης της. Ἀγοράσαμε ὅλα τά καλά. Ποῦ εἶναι ὁ θάνατος; Ὅλοι εἴμαστε ἑνωμένοι. Οἱ κεκοιμημένοι μέ τά μνημόσυνα τρέφουν τούς ζωντανούς, οἱ ζωντανοί προσεύχονται γιά τούς κεκοιμημένους. Δέν ὑπάρχει θάνατος.
Τό «οὐκέτι ἔσται» εἶναι ἰαχή θριάμβου. Διά τοῦ Σταυροῦ μᾶς χαρίστηκε δωρεάν ἡ «τηλικαύτη σωτηρία» ἀπό τόν χρόνο, ἀπό τόν φόβο, ἀπό τόν θάνατο. «Τηλικαύτη», ἀνυπολόγιστη, ἀναπάντεχη, ἀνεκτίμητη.
Αὐτή ἡ ἰαχή θριάμβου ἔρχεται νά ἀπαντήσει στήν κραυγή τῆς ὀδύνης, στό «ποτέ πιά ξανά» τῶν ἀνθρώπων. Σ᾽ αὐτήν τή ζοφερή ἀπώλεια: «Ποτέ πιά ξανά δέν θά χτυπήσει ἡ πόρτα μου, δέν θά ξαναδῶ τό παιδί μου, δέν θά ξανακούσω τή φωνή του»· «δέν θά ξαναδῶ τή μητέρα μου»· «μόνος, ἔρημος στόν κόσμο».
Ὅλα θά τά ξαναδεῖς καί θά τά ξαναζήσεις. Γιατί ὁ θάνατος δέν θά ὑπάρχει. Ὁ θάνατος καί ὁ ἅδης πετάχτηκαν στή λίμνη τοῦ πυρός. Διά τοῦ Σταυροῦ.
Γι᾽ αὐτό μόνο σ᾽ Αὐτόν, τόν Ἐσταυρωμένο, ἀνήκει «ἡ δόξα, ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνησις, ἡ εὐχαριστία, ἡ δύναμις, ἡ ἰσχὺς καὶ τὸ κράτος, ἡ εὐλογία καὶ ἡ σοφία».
Μέ μιά λέξη, ἡ λατρεία.
Ζ.Γ.
"Ἀπολύτρωσις ", Ἀπρίλιος 2024