Τά προσωπάκια πού πλησίασαν τήν πόρτα τοῦ ναοῦ κόλλησαν μεταξύ τους καί τά σπινθηροβόλα μαῦρα μάτια τους ἀναζήτησαν τόν ἄνθρωπο πού τά περίμενε.
-Καλῶς τα! Ἐλᾶτε μέσα, παιδιά μου, ἄκουσαν μέσα στό σκοτάδι τῆς ἐκκλησιᾶς μιά φωνή νά τά καλεῖ.
Τά πέντε κεφάλια χώρισαν. Ἕνα-ἕνα τά παιδιά ἔφτασαν ὥς τά στασίδια.
-Θέλουμε τόν παπα-Χριστόφορο, εἶπε ἕνας μικρός κι ἔκανε ἕνα βῆμα πρός τά ἐκεῖ πού ἀκούστηκε ἡ φωνή.
-Ἐγώ εἶμαι, παιδιά μου, μοῦ μίλησε γιά σᾶς ὁ γερο-Μιχάλης καί σᾶς περίμενα.
Κοίταξε μέ τό λιγοστό φῶς τῶν καντηλιῶν τά παιδιά πού εἶχε μπροστά του ὁ παπάς κι ἀναστέναξε.
-Μικροί εἶστε ἀκόμα, παλληκάρια μου, δέν εἶναι γιά σᾶς ἀκόμα αὐτή ἡ δουλειά.
-Μικροί, μεγάλοι, ὅλοι μαζί θά φέρουμε τή λευτεριά! Ὅλοι μαθαίνουμε ὅτι ἡ πατρίδα μας βράζει κι ἐμεῖς μένουμε ἄπραγοι λές κι εἴμαστε ἄλλο ἔθνος, τόλμησε κι εἶπε ὁ Γιωργής.
-Γράμματα ξέρει κανείς ἀπό σᾶς;
-Τί νά τά κάνουμε, παππούλη μου, τά γράμματα; Πιστόλες θέλουμε, νά πολεμήσουμε τόν Τοῦρκο.
-Θέλω ἕναν ἀπό σᾶς νά τοῦ μάθω τά γράμματα κι ὕστερα νά τόν στείλω στό βουνό, εἶπε ὁ παπάς καί κοίταξε ἴσα στά μάτια τόν Γιωργή.
Ὁ Γιωργής χαμήλωσε τά μάτια καί κοκκίνισε ὥς τά αὐτιά. Ἔνιωσε τό χνούδι πάνω ἀπό τά χείλη του νά γίνεται μούσκεμα. Δέν ἦταν πού τά φοβόταν τά γράμματα ἤ δέν τά ἤθελε, ἦταν πού δέν ἔβλεπε τήν ὥρα νά πολεμήσει τήν Τουρκιά.
-Ποιός εἶναι τοῦ γερο-Μιχάλη ὁ ἐγγονός; ρώτησε ἀπρόσμενα ὁ παπάς.
-Ἐγώ! εἶπε σχεδόν τρέμοντας ὁ Γιωργής.
-Ἐσύ θά μείνεις! Οἱ ἄλλοι θά φύγετε ἀπό ἐδῶ ἕνας-ἕνας καί θά πᾶτε ὥς τή βρύση μέ τό μεγάλο πεῦκο. Ἐκεῖ θά σᾶς περιμένουν ἄνθρωποί μου νά σᾶς ὁδηγήσουν στόν καπετάνιο. Τούς σταύρωσε ὅλους στό μέτωπο, τούς ἔδωσε τήν εὐχή του καί τούς ξεπροβόδισε.
-Ἐσύ, γύρισε κι εἶπε στόν Γιωργή, ξεκινᾶς ἀπόψε τό πρῶτο σου μάθημα.
Τά δάκρυα πού αὐλάκωναν τό πρόσωπο τοῦ Γιωργῆ ἔκαναν τόν παπα-Χριστόφορο νά μαλακώσει καί τήν ὄψη του καί τή φωνή του.
-Τόσο πολύ ἤθελες νά ἀνέβεις στό βουνό; τόν ρώτησε χαμηλόφωνα.
-Ἐγώ μαζί μέ τόν παππού μου τούς μάζεψα καί τούς ἑτοιμάσαμε, κι ἔφυγαν αὐτοί καί ἔμεινα ἐγώ…
-Ἔχεις ἀκόμα καιρό, μπορεῖς νά τούς προλάβεις, εἶσαι ἔξυπνος καί θά τά μάθεις γρήγορα τά γράμματα, μά ἄν εἶναι νά στενοχωριέσαι…
-Θά μείνω, πάτερ μου, θά μείνω…
Δέν μπόρεσε νά κρύψει τό χαμόγελο πού ζωγραφίστηκε στό πρόσωπό του ὁ παπα-Χριστόφορος, ὅμως ὁ Γιωργής δέν τό εἶδε, γιατί εἶχε χωμένο τό πρόσωπό του στά χέρια του κι ἔκλαιγε μέ ἀναφιλητά…
-Πήγαινε τώρα στόν παππού σου κι ἀπό αὔριο ξεκινᾶμε τά μαθήματα.
Τά κτυπήματα στήν πόρτα τοῦ γερο-Μιχάλη ἔδειχναν βιάση καί ἀγριότητα. Πρωί-πρωί ποιός καί γιά ποιό λόγο κτυποῦσε ἔτσι; Μόνο Τοῦρκοι θά εἶχαν τό θάρρος καί τήν ἐξουσία νά τό κάνουν. Ξεμαντάλωσε τήν πόρτα ὁ γέρος καί ὅρμησαν μέ τό γιαταγάνι ὑψωμένο τρεῖς Τοῦρκοι.
-Γκιαούρ Μιχάλη, δέν μᾶς τά λές καλά, εἶπε ὁ ἕνας καί τό βλέμμα του ἔσταζε μίσος.
-Τί πάθατε, μουχτάρη μου, κι ἤρθατε μέ ἄγριες διαθέσεις στό σπίτι μου; ρώτησε ἀτάραχος αὐτόν πού τούς ὁδήγησε ὥς ἐκεῖ.
-Ὁ ζαπτιές ἔχει πληροφορίες ὅτι ὀργάνωσες ὁμάδα νεαρῶν καί τούς ἔστειλες νά πολεμήσουν τόν πολυχρονεμένο μας σουλτάνο μέ ὁδηγό κι ἀρχηγό τόν ἐγγονό σου. Ἄν εἶναι ἀλήθεια αὐτό, χάθηκες, κακομοίρη μου, ἀπάντησε ὁ μουχτάρης. Αὐτός πού ἔδωσε τίς πληροφορίες δέν λέει κουβέντες τοῦ ἀέρα. Μπρός, ὅπως εἶσαι, ἔλα μαζί μας νά πᾶμε στόν κατή…
-Γιατί ταλαιπωρεῖτε ἕνα γέρο ἄνθρωπο; Ὁ παππούς μου εἶναι ὁ πιό ἥσυχος ἄνθρωπος τοῦ κόσμου!
Ὁ Γιωργής, πού ἐμφανίστηκε μπροστά τους τήν ὥρα ἐκείνη μέ τά ροῦχα τοῦ ὕπνου ἀκόμα, ἔκανε τόν μουχτάρη, πού γνώριζε πρόσωπα καί πράγματα, νά γουρλώσει μέ ἔκπληξη τά μάτια του. Γύρισε κι εἶπε κάτι ψιθυριστά στούς τούρκους στρατιῶτες καί ἐκεῖνοι κατέβασαν τά γιαταγάνια τους...
-Γερο-Μιχάλη, μᾶλλον ἔχεις ὁρκισμένους ὀχτρούς πού σέ συκοφάντησαν ἄδικα στόν ἀγά. Ἀφοῦ ὁ ἐγγονός σου ὁ Γιωργής εἶναι ἐδῶ, ἄρα ὁ κατής δέν ἔχει καμιά δουλειά μαζί σου...
- Ἐμεῖς, μουχτάρη, κοιτᾶμε νά βγάζουμε τίμια τό ψωμί μας καί νά ζοῦμε νοικοκυραῖοι στά σπίτια μας. Λυπᾶμαι μόνο πού τόσα χρόνια μέ γνωρίζεις καί πίστεψες τούς ὀχτρούς μου.
Ἡ πόρτα πού μαντάλωσε καί πάλι, μόλις ἔφυγε ὁ μουχτάρης, βρῆκε παππού καί ἐγγονό μπροστά στό εἰκόνισμα τῆς Παναγιᾶς. Ἐκεῖ, πού γυρνώντας τό βράδυ ὁ Γιωργής ἀπό τόν παπα-Χριστόφορο, ἄφησε τόν καημό του νά ξεχυθεῖ, ἀλλά καί τήν ἀπόφασή του νά ὑπακούσει σέ ὅ,τι τόν προστάξει ἡ πατρίδα. Γράμματα τόν πρόσταζε νά μάθει; Θά γινόταν, λοιπόν, ὁ πιό ἐπιμελής μαθητής!
-Γιωργή μου, δέν ξέρω πόσο θά ὠφελήσουν τά γράμματα στόν ἀγώνα μας γιά τή λευτεριά, ὅμως ἐδῶ κάτω πού βρισκόμαστε, μακριά ἀπό τούς ὑπόλοιπους Ἕλληνες, πρέπει νά κρατήσουμε τόν τόπο μας Ἑλληνικό! Καί φοβᾶμαι πώς, ἄν δέν ξέρουμε γράμματα, δέν θά μείνουμε Ἕλληνες· οὔτε χριστιανοί, παιδί μου, δέν θά μείνουμε. Θά τουρκέψουμε ὅλοι! Νά πολεμᾶμε στά βουνά γιά τή λευτεριά πού, ὅταν ἔρθει μιά μέρα, πρέπει νά μᾶς βρεῖ Ἕλληνες! Τ’ ἀκοῦς, γιέ μου; Χριστιανούς καί Ἕλληνες!
-Θά μάθω γράμματα, παππού, καί μέ τά γράμματα θά πολεμήσω τήν Τουρκιά καί θά κρατήσω τήν Κύπρο μας Ἑλληνική! Τά γράμματα πού μᾶς ἔσωσαν ἀπόψε, θά σώσουν τό νησί μας ἀπό τόν θάνατο!
Ἑλένη Βασιλείου
"Ἀπολύτρωσις", Μάρ. 2024