Μελετῶ κάποιες ὠδές τοῦ Ὀρατίου καί σταματῶ σέ μία γνωστή φράση, de tenero ungui (=ἀπό τρυφερό νύχι), ἡ ὁποία ἀποδόθηκε στά ἑλληνικά «ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων». Ὁ ποιητής ἀναφερόμενος στήν ἠθική παρακμή τῆς ἐποχῆς του, τήν ὁποία καυτηριάζει, τήν ἀποδίδει στήν ἀσέβεια καί τήν ἀνηθικότητα τῶν προγόνων του, πού ἔζησαν λίγο νωρίτερα, στά χρόνια τῶν ἐμφυλίων πολέμων. Τήν ἴδια διαφθορά ἔβλεπε καί ὁ Κικέρων καί ἀναφωνοῦσε: «Ο tempora, o mores!» (=Ὤ καιροί, ὤ ἤθη!). Γιά νά φανερώσει λοιπόν αὐτή τήν ἔκλυση τῶν ἠθῶν, ἀναφέρει ὁ Ὀράτιος τόν ἀκόλαστο βίο μιᾶς ρωμαίας γυναίκας, ἡ ὁποία «χαίρεται ἡ ὥριμη παρθένα ἰωνικές κινήσεις νά μαθαίνει, καί πλάθεται μέ τοῦ ἔρωτα τίς τέχνες καί ἀπό τώρα, ἀπό τά τρυφερά της τά χρόνια, ἀκόλαστες ἀγάπες μελετάει».
Οἱ νέοι τῆς ἐποχῆς τοῦ Ὀρατίου παρασύρονται στόν κατήφορο, τίποτε δέν τούς συγκρατεῖ. Ὁ ποιητής τούς συγκρίνει μέ τούς παλαιότερους σκληραγωγημένους Ρωμαίους, πού δόξασαν τή Ρώμη μέ τά πολεμικά τους κατορθώματα. Ἐκεῖνοι μεγάλωσαν σέ οἰκογένειες πού τούς γαλούχησαν μέ ἀρχές καί ἀξίες, μέ αὐστηρή ἀγωγή, μέ πειθαρχία καί ἐργατικότητα. Κλείνει τήν ὠδή του ἀπογοητευμένος: «Τῶν πατέρων μας ὁ αἰώνας, πού εἶναι χειρότερος ἀπό τῶν παππούδων μας, ἐμᾶς γέννησε χειρότερούς τους. Κι ἐμεῖς θά φέρουμε σέ λίγο ἀπογόνους μας πιό τιποτένιους».
Πόση δύναμη ἔχει αὐτή ἡ «ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων» ἀγωγή φανερώνει καί τό ἀνέκδοτο πού καταγράφει ὁ Πλούταρχος στά «Ἠθικά ἀποφθέγματα Λακωνικά». Σύμφωνα μέ τήν παράδοση, ὁ Λυκοῦργος, ὁ νομοθέτης τῆς Σπάρτης, ἀνέθρεψε, μέ διαφορετικό τρόπο τό καθένα, δύο κουτάβια γεννημένα ἀπό τούς ἴδιους γονεῖς. Τά ἐκπαίδευσε ἔτσι, ὥστε τό ἕνα νά γίνει λαίμαργο («λίχνος») καί τό ἄλλο ἱκανό γιά κυνήγι («θηρευτής»). Παρουσιάστηκε στή συνέχεια στούς Λακεδαιμονίους καί τούς εἶπε πώς γιά τή γέννηση τῆς ἀρετῆς συμβάλλουν τά μέγιστα «καὶ ἔθη καὶ παιδεῖαι καὶ διδασκαλίαι καὶ βίων ἀγωγαί». Καί γιά νά ἀποδείξει τήν ὀρθότητα τῆς ἄποψής του, ἄφησε μπροστά τους τά δύο σκυλιά, ἀφοῦ πρῶτα ἔβαλε στή μέση ἕνα πήλινο σκεῦος (λοπάδα), στό ὁποῖο ἔβαζαν τήν τροφή, καί ἕναν λαγό. Τότε τό ἕνα σκυλί ὅρμησε ἐναντίον τοῦ λαγοῦ καί τό ἄλλο στή λοπάδα. Στούς Λακεδαιμονίους, πού δέν καταλάβαιναν τί σήμαινε αὐτό, εἶπε: «Καί οἱ δύο σκύλοι ἔχουν τούς ἴδιους γονεῖς· ἐπειδή ὅμως ἐκπαιδεύτηκαν μέ διαφορετικό τρόπο, ὁ ἕνας ἔγινε "λίχνος" καί ὁ ἄλλος "θηρευτής"».
Κάθισα νά ἀναλογίζομαι τά ἤθη καί τούς καιρούς μας. Τιποτένιους «λίχνους» ἀνασταίνουμε, γιατί ξεχάσαμε τήν ἀγωγή, ἀφοῦ ξεχάσαμε πρωταρχικά τόν Ὁδηγό μας. Κι ἔτσι παραδέρνουμε σέ λάθος μονοπάτια, σέ δρόμους πού καταλήγουν σέ ἀδιέξοδα, σέ γκρεμούς πού οἱ ἴδιοι φτιάξαμε καί ἐπιλέγουμε νά ὁδηγήσουμε ἐκεῖ καί τή νέα γενιά. Στ᾽ ἀλήθεια, τί εἴδους παιδιά ὀνειρευόμαστε μέ τά νέα νομοθετήματα πού ψηφίζουμε; Λίχνους ἤ θηρευτές; Λίχνους, πού «ἐξ ἁπαλῶν ὀνύχων» μαθαίνουν νά στρέφονται λαίμαργα σέ ὅ,τι ἐπιθυμοῦν ἤ θηρευτές τῆς ἀρετῆς, κυνηγούς τοῦ ἀκέραιου ἤθους;
Γιά τόν Πλούταρχο «ὀφείλουν οἱ πατέρες νά μήν πέφτουν σέ κανένα σφάλμα, ἀλλά νά κάνουν ὅλα ὅσα πρέπει, δίνοντας τούς ἑαυτούς τους ζωντανό παράδειγμα στά παιδιά τους». Πλάι σέ αὐτούς βέβαια εἶναι καί τά παραδείγματα πού συναντᾶ ὁ νέος στόν κοινωνικό του περίγυρο. Κι αὐτά εἶναι ἴσως πού τόν ἐπηρεάζουν περισσότερο, ἀφοῦ δέν ἐπιβάλλονται, ἀλλά ἐπιλέγονται ἀπό τόν ἴδιο. Μία ἀρχαία παροιμία λέει: «Ἂν χωλῷ παροικήσῃς, ὑπο- σκάζειν μαθήσῃ». Δηλαδή: «Ἄν μένεις κοντά σέ χωλό, θά μάθεις νά κουτσαίνεις». Δυστυχῶς, ἐκεῖνοι πού «κοσμοῦνται» σήμερα ἀπό τό κακό ἐπιδιώκουν τεχνηέντως ἡ ἐξαίρεση νά γίνει κανόνας καί τό ἐλάττωμα νά μετατραπεῖ σέ προτέρημα.
Στήν ἐποχή μας, πού κυριαρχεῖ ἡ ἠθική τοῦ γούστου, εἶναι περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλη φορά ἀναγκαία «ἡ πρὸς ἀρετὴν ἐκ παίδων παιδεία». Αὐτή θά δώσει τή δυνατότητα στόν νέο, ὅταν φτάσει στήν ἐφηβική ἡλικία, νά στρέψει τήν πλάτη του, ὅπως ἔκανε καί ὁ Ἡρακλῆς, στήν «ἡδίστην καὶ ῥᾴστην ὁδόν», πού ὑπόσχεται ἡ Κακία, καί νά ἀκολουθήσει τόν «μακρὸν καὶ ὄρθιον καὶ τραχὺν οἶμον (=μονοπάτι)» τῆς Ἀρετῆς. Ἄν συμβεῖ αὐτό, ἡ πτωτική πορεία πού φοβᾶται ὁ Ὀράτιος θά σταματήσει. Γένοιτο!
Μ. Δανιήλ
"Ἀπολύτρωσις", Μάρ. 2024